Ο θάνατος του παλληκαριού

Ὁ θάνατος τοῦ παλληκαριοῦ
Συγγραφέας:


'Σ τὴν κοιλάδα περνᾷ πλῆθος,
στράτευμα πολύ.
Κάθε μάτι, κάθε στῆθος
ἀντινοβολεῖ.

Αἱ ματιαῖς διψοῦν γιὰ αἷμα,
καίουν 'σὰν φωτιά·
δάκρυ ὅμως 'ς ἕνα βλέμμα
σβύνει τὴν ματιά.

Πῶς περνᾷ τὸ παλληκάρι
μελαγχολικό;
Τὶ πονεῖ; Ἴσως νὰ πάρῃ
πρέπ' ἰατρικό;

Πάσχει τώρα ἕνα χρόνο,
κλαίει, δὲν λαλεῖ.
Ἰατρικὸ 'ς αὐτὸν τὸν πόνο
δὲν τὸν ὠφελεῖ.

Καὶ νά, ἔρχετ' ἕνας νέος
μὲ μαλλιὰ ξανθά·
καὶ 'σὰν ἄγγελος ὡραῖος
ταῖς ψυχαῖς μεθᾷ.

«Παλληκάρι, μὴ λυπᾶσαι,
κ' εἶμαι ὁ Στρατῆς,
ἀδελφός, ἂν μὲ θυμᾶσαι,
τῆς ἀγαπητῆς.»

'Σὰν πιστοὶ φιλιοῦνται φίλοι
κ' ἀγαπητικοί·
ἡ καρδιαῖς πετοῦν 'ς τὰ χείλη,
καὶ φιλιοῦντ' ἐκεῖ.

Ἔξω τοῦ χοροῦ τῶν ἄλλων
ζοῦν οἱ δυὸ μαζῆ·
ζῇ ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον,
ὥστ' ὁ ἕνας ζῇ.

Κι' ὅταν σάλπιγξ τοὺς φωνάξῃ
νὰ παραταχθοῦν,
μαζῃ στέκονται 'ς τὴν τάξι,
γιὰ νὰ σκοτωθοῦν.

Βόλια δὲν ψηφᾷ κἀνένας
ὅσῳ ζοῦν μαζῆ,
κ' ἐρωτᾷ μόνον ὁ ἕνας
ἂν ὁ ἄλλος ζῇ.

Πολεμοῦν 'σὰν τὰ θηρία,
εἶναι ἀστραπή.
Δὲν ὑπάρχει σωτηρία
'ς ὅποιον δὲν τραπῇ.

Καὶ ἀκόμ' ἀποροῦν ὅλοι
πῶς κτυποῦν αὐτοί,
ὅταν βόλι, σκληρὸ βόλι
παίρνῃ τὸν Στρατῆ.

Πέφτει 'σὰν τὸ κυπαρίσσι,
'σὰν μηλιὰ χλωρή.
Καὶ ὁ φίλος του νὰ ζήσῃ
'ς τὸ ἑξῆς 'μπορεῖ;

Νέοι εἴκοσι τὸν βάζουν
εἰς κλαδιὰ χλωρά·
τὰ τσαπράζια του τὸν βγάζουν
τὰ χρυσαργυρᾶ.

Παλληκάρι, στάσου, στάσου·
βλέπε ποιὸν κρατεῖς.
Διὲ ποιὸς κοίτετ' ἐμπροστά σου·
δὲν εἶν' ὁ Στρατῆς.

Εἶν' ἐκείνη π' ἀγαποῦσες,
εἶναι ἡ Χρυσῆ.
«Ἄχ, Χρυσῆ μου, μὲ γελοῦσες!
Ἤσουν λοιπὸν σύ!

»Ἐγὼ εἶπα τὴν ἀλήθεια,
κόρη ποθεινή.
Μιὰ πληγὴ 'ς τὰ δύο στήθια,
μιὰ πληγὴ κοινή.»

Καὶ 'ς τὸ ἄλογ' ἀνεβαίνει,
'ς τοὺς ἐχθροὺς γυρνᾷ·
πέφτουν πλῆθος σκοτωμένοι
ὅπου ἂν περνᾷ.

Ἥσυχους δὲν τοὺς ἀφίνει
μήτε 'ς τὴν φυγήν,
ὅσον 'ποῦ 'ς τὸ χῶμα κλίνει
μὲ βαρειὰν πληγήν.

Νικητὴν τὸν στεφανώνουν
ὅσῳ ἀκόμη ζῇ,
καὶ τοὺς δύο τους ἑνώνουν
κἄν 'ς τὴν γῆν μαζῆ.