Ὁ θάνατος τοῦ βοσκοῦ
Συγγραφέας:


Νὰ μία βοσκούλα στὸ βουνὸ ποὺ κάθεται καὶ κλαίει
Καὶ τὰ παράπονα ἡ σπηλιὰ γλυκὰ τὰ ματαλέει:
Ἐψές μου ἀπέθανε ὁ βοσκός, καὶ τέσσεροι στὸν ὦμο
Μοῦ τὸν ἐπῆραν τέσσεροι στὸν ὕστερό του δρόμο.
Βραχνόφωνα ὁ καλόγερος ἀνάδευε τὰ χεῖλα·
Τοῦ νεκροκρέβατου συχνὰ ἐτρίζανε τὰ ξύλα.
Θυμοῦμαι ποὺ ἐκαθόμαστε ἀντάμα ἐκεῖ στὴ βρύση·
Ποιὸς ἀπ᾿ ἐμᾶς, ἐλέγαμε, περσότερο θὰ ζήσῃ;
Καὶ λέγοντας: Ποιὸς ἀπ᾿ ἐμᾶς περσότερο θὰ ζήσῃ;
῾Φθὺς κατ᾿ ἐμᾶς ἐβούιξε φριχτὰ τὸ Ποιὸς θὰ ζήση.
Τότε ὁ ἠγαπημένος μου ἐστέναξε ἀπ᾿ τὰ στήθη,
Καὶ τοὖπα: Τί ἔχεις στὴν καρδιά; Κι᾿ αὐτὸς δὲν μ᾿ ἀπεκρίθη.
Δυστυχισμένη συντροφιά! Ποὺ τὸ χαρούμεν᾿ ἄνθι
Τῆς νιότης μας τῆς τρυφερῆς ὀγλήγορα ἐμαράνθη.
Ὢ Θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με καὶ φθάσε·
Ἕνα ἀναστέγμα γλυκό μου φαίνεται πὼς θἆσαι.
Μοὔπανε πὼς μεσάνυχτα τὸν βάνουνε στὸ μνῆμα
Κι᾿ ἐξέδωκα τὸ ροῦχο μου γιὰ τὸ στερνό του ἐντύμα.
Φωνάζω, σκούζω δυνατὰ στὸν τάφο του γυρμένη,
Μὰ δὲν ἀκοῦνε τὲς φωνὲς στὸν τάφο οἱ πεθαμένοι.
Κεῖνοι ποὺ θὰ μὲ θάψουνε, ἀκόμη ἂν μ᾿ ἀγαποῦνε,
Ἂς βάλουνε τὰ χέρια μας νεκρὰ ν᾿ ἀγκαλιασθοῦνε.