Ο θάνατος της ορφανής

Ὁ θάνατος τῆς ὀρφανῆς
Συγγραφέας:


Πές μου, θυμᾶσαι, ἀγάπη μου, ἐκείνη τὴν παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα;
Ὁποὖχε σὰν παρθενικὸ τραντάφυλλο τὸ στόμα,
Ποὖχε τὰ μάτια γαλανὰ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα;
Ποὺ πρὸς τὸ βράδυ πάντοτε μονάχη ἐπερπατοῦσε,
Κι᾿ εἶχε κοντὰ της ἕν᾿ ἀρνὶ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε;
Ποὺ καθισμένη ἐβρίσκαμε στὸ ἔρμο περιγιάλι,
Καὶ λυπηρὰ ἐτραγούδαε τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη;
Ἄχ! τὸ τραγούδι ἀκλούθαε, κοιτάζοντας τὸ κύμα
Μὲ τόση λύπη, ποὺ ἔλεγες ὁπὼς ἐκοίταε μνῆμα.
Τὴ μαύρη! τὴν ἀπάντησα τὸ χάραμα στὸ δρόμο,
Ἀλλὰ τὴν κόρη τέσσεροι τὴν εἴχανε στὸν ὦμο·
Χυμένα ἦταν σ᾿ ὅλο της τὸ λείψανο ποὺ εὐώδα
Γιούλια, μοσκοῦλες καὶ γαντσιές, τραντάφυλλα καὶ ρόδα.
Σβημένα ἦταν τὰ μάτια της ποὺ φέγγαν σὰν ἀστέρια,
Καὶ μὲ κορδέλες κόκκινες δεμένα εἶχε τὰ χέρια.
Ἄχ! κατεβάζοντάς τηνε οἱ τέσσεροι ἀπ᾿ τὸ βράχο,
Κανεὶς δὲν τὴν ἀκλούθαε πάρεξ τὸ ἀρνὶ μονάχο,
Καὶ μαραμένα ἤτανε τὰ ἀνθηρὰ στολίδια,
Ποὺ κάθε αὐγὴ τοῦ ἐμάζωνε καὶ τοῦ ἔπλεκεν ἡ ἴδια.
Τ᾿ ἀρνὶ μόνον ἀκλούθαε, μπὲ μπέ, μπὲ μπὲ φωνάζει,
Πάντα μπὲ μπέ, πάντα μπὲ μπέ, καὶ τὴν παιδούλα κράζει.
Μὲ τὸ κουδούνι στὸ λαιμὸ εἰς τοὺς γκρεμοὺς περπάτει·
Ν τ ὶ ν ντὶν κουδούνιζε κοντὰ εἰς τὸ στερνὸ κρεβάτι.
Ἐτούτη εἶναι, κόρη μου, ἡ ὄμορφη παιδούλα,
Ὁποὖχε στὰ ξανθὰ μαλλιὰ νεοθέριστη μυρτούλα.