Ο ετοιμοθάνατος Σουλιώτης

Ὁ ἐτοιμοθάνατος Σουλιώτης
Συγγραφέας:


Στὴν ξενιτειὰ πεθαίνω,
πατρίδα μου ακριβή·
θ’ ἀφήσω τὸ κορμὶ
σὲ χῶμα ξένο.

Τοῦ κάκου αὐγὴ καὶ βράδυ
ποθοῦσα νὰ σὲ ἰδῶ.
Χριστέ! μὲ τὶ καϊμὸ
θὰ πάω στὸν Ἅδη!

Δεῖξε μου κἃν τὴν ἔρμη,
τὴ δοξασμένη γῆ,
μὲ ἀπάτη σπλαχνική,
βαρειά μου θέρμη!

Ξανοίγοντας τὰ μαῦρα
τοῦ τόπου μου βουνά,
θὰ μοῦ φανῇ δροσιὰ
τοῦ Χάρου ἡ λάβρα.

Θὰ λέω πῶς εἶναι τότες
ποῦ πάλευαν συχνὰ
μὲ ἀμέτρητη Τουρκιὰ
λίγοι Σουλιώταις.

Τᾶ παλληκάρια ἐκεῖνα
θὰ ξαναπλάςῃ ὁ νοῦς,
ποῦ νίκησαν ἐχθρούς,
δίψα καὶ πεῖνα.

Θὲ νὰ τὰ ἰδῶ στὴ μάχη,
στὸν κίνδυνονν ὀμπρός,
ἀκλόνητα, καθὼς
τοῦ τόπου οἱ βράχοι.

Πῶς οἱ βουνίσιοι θόλοι
βγάνουν πολέμου ἀχό,
πῶς μ’ εὕρηκε θὰ πῶ
τούρκικο βόλι.

Στὸ λαβωμένο στῆθος
χείλη θ’ ἀκούω θερμά,
καὶ ξέπλεκα μαλλιά,
καὶ δάκρυα πλῆθος.

Τοῦ κάκου! Ἐρμιά, σκοτάδι
ἒχω στὰ μάτια ἐγώ·
Χριστέ! μὲ τὶ καϊμὸ
θὰ πάω στὸν Ἅδη!