Ο ερχομός του Γεωργίου Α' στην Κέρκυρα

Ὁ ἐρχομός τοῦ Γεωργίου Α' στὴν Κέρκυρα
Συγγραφέας:


Εἶδες ποτέ, μὲ ἀπόκρυφη
τῆς φαντασίας λαμπαα,
μία γῆ, στὰ πλούσια κάλλη της,
καμάρι τοῦ Θεοῦ;
Πατῶντας τὴν Ἑλλάδα
θὰ εὑρέθηκες αὐτοῦ.

Τ' ὡραῖο νησί, ποῦ ξέμακρα,
μὲ τὴ χαρὰ τ' ἀνθρώπου,
χίλια σοῦ στέρνει ἀρώματα
στῆς αὔρας τὴν πνοή,
τοῦ μαγεμένου τόπου
δὲν εἶναι ἀδέξια γῆ.

Ὦ! Βασιλιᾶ, δὲν ἔβλεπε
ἡ ἀθώα καρδιά σου πέρα
ἕν' ἀκρογιάλι ἀγνώριστο,
ὅλο εὐωδία καὶ φῶς;
Ίδές το τέτοια μέρα
στὰ βλέμματά σου ὀμπρός.

Λάμπει τὸ κῦμα· ὁλόχαρο
φιλεῖ τὴν ἄκρη ἐκείνη
ποῦ πάει τὰ πρῶτα χνάρια σου
μέ ἀγάπη νὰ δεχτῇ·
ρόδα πολλὰ καὶ κρίνοι
βγαὶνουν ὡστόσο ἐκεῖ.

Ἄν ἀμμουδιαὶς ἀνθίζουνε
καὶ βράχοι ὁλόγυρά σου,
στὸ νοῦ τ' ἀνθρώπου στρέφοντας
τὰ μάτια τῆς ψυχῆς,
ἀπὸ χαρὰ φαντάσου
τί Ἀπρίλη θὲ νὰ ἰδῇς!

Χαῖρε, ἀκριβέ! Σὰν ἄγγελος,
πὤσει στὴ γῆ νὰ φέρῃ
ὅσα ὁ Θεὸς τοῦ πρόσταξε
μηνύματα ἱλαρά,
ἐπάτησες τὰ μέρη
ποῦ σ' ἔκραζαν θερμά.

Μὲ θάρρος ἀνοιχτόκαρδο,
στὴ δεύτερη πατρίδα
κἀμμία δὲ φέρνεις δύναμη
ἀλλόφυλου στρατοῦ·
εἶναι δική σου ἀσπίδα
ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ.

Στὸν ἐρχομό σου ἀγροίκησε
πῶς ξάφνου αὐτὴ ἀναβρύζει,
καὶ γύρω, ἀπὸ ταὶς ὄμορφαις
τοῦ τόπου ἀκρογιαλιαίς,
τὰ πάντα πλημμυρίζει
μὲ ἀκράτηταις φωναίς!

Μὲ τέτοια ὁρμὴ χαρούμενη,
στὴ μία μεριά, στὴν ἄλλη,
ἀθῷα πουλιά, ποῦ μάργωσε
τὸ δάκρυ τῆς νυκτός,
ὅταν ἡ αὐγὴ προβάλῃ,
ὑμνολογοῦν τὸ φῶς.

Νὰ ἰδῇ καθένας χαίρεται
τὴν ἐθνική του ἰδέα,
ποῦ σάρκα ἐπῆρε κ' ἔκαμε
εἰκόνα της ἀγνὴ
μίαν ὄψη τόσο νέα
καὶ τόσο ἀγγελική.

Σὰν τὴν ἐλπίδα ἡ νιότη σου
λάμπει γι' αὐτοὺς ποῦ τώρα
εἰς τὴ χρυσή τους βρίσκονται
τῆς ἡλικίας αὐγή,
καὶ ὀμπρός τους ροδοφόρα
ξανοίγουν τὴ ζωή.

Ἀλλ' ὅσοι γέροι ἐσκέβρωσαν
ἀπ' τοῦ Καιροῦ τὰ τόξα,
σὲ βλέπουν, καί, δακρύζοντας,
μὲ θλίψη προνοοῦν.
Ποῦ εἰς ὅλη σου τὴ δόξα
δὲ θέλει αὐτοὶ σὲ ἰδοῦν.

Ἀπὸ ψηλὰ στὸ διάβα σου
ὡραῖα κοράσια κλίνουν,
δαφνολογῶντας ἄκοπα
μὲ χέρια λυγερά,
ὁποῦ στὰ φύλλα δίνουν
μία ξένη χλωρασιά.

Δάφνη θὰ βγάλῃ ὁ δύσκολος
βασιλικό σου δρόμος,
ποῦ λίγη ὀμπρός της βέβαια
θὲ νἆναι ἡ σημερνή·
ἂς βασιλέψῃ ὁ Νόμος
καὶ θὰ φυτρώσῃ αὐτή.

Ποιὸς ξέρει, ἀπὸ τὰ πράσινα
κλαριά της ἀποκάτου,
μὴν ἔβγη μὲ τὸν Ὕμνο σου
τοῦ Πίνδου μία φωνή,
ποῦ δύναμη θανάτου
δὲ θέλει φοβηθῇ.

Μὲ τόση τέχνη ἂν ἔστεργε
νὰ μὲ προικήσῃ ἡ μοῖρα,
ὅση κρυφὴ ἀναγάλλιαση
στὰ στήθη μου ἀγροικῶ,
τοῦ Δημοδόκου ἡ λύρα
θὰ ἠχοῦσε τώρα ἐδῶ.

Ἀλλ' ὄχι, ἐμὲ δὲ θἄβλεπαν
στὴν ἔρημη Τρωάδα
ν' ἀναζητάω τὸν Ἥρωα
τοῦ νέου μου τραγουδιοῦ·
ἡ ἀναστημένη Ἑλλάδα
μοῦ ἐμάγεψε τὸ νοῦ.

Ὤ! πόσα, ὤ! πόσα ν' ἄκουες
ἔργα λαμπρὰ καὶ νέα
τὰ παλληκάρια ἐκάμανε
γιὰ τὴ γλυκειά τους γῆ,
ὡσὰν τὸν Ὀδυσσέα
θὰ ἐδάκρυζες καὶ σύ!

Χαῖρε! - στὸ νοῦ σου θἄλεγες -
χαῖρε, ἀκριβὴ πατρίδα!
Δική μου ἂς ἦναι ἡ δόξα σου,
οἱ πόνοι σου, ἡ χαραίς,
κάθε μεγάλη ἐλπίδα
ποῦ ἀνάβει ταὶς καρδιαίς!

Πλὴν τώρα, ὢ ναί! στὸν ἴσκιο σου,
βασιλικὸ κλωνάρι,
ἂς ξαναγύρουν ἄφοβα
ἡ Τέχναις, ποῦ ἀγαποῦν
βαλμένο στὸ θηκάρι
τὸ ξίφος νὰ θωροῦν.

Τριγύρω ἡ φύση, δείχνοντας
λαμπρά, περίσσια κάλλη,
ἀπ' ταὶς ἁγναὶς ἀγκάλαις της
μὲ πόθο ἀκαρτερεῖ
γραφίδα θεία νὰ βγάλῃ
μία δεύτερη ζωή.

Τρέμει, ἂν ἰδῇς, πατόκορφα
ἡ ξακουστὴ Πεντέλη,
τί ἀκούει καινούριον Ὄλυμπον
στὰ σπλάχνα της βαθυά,
καὶ νἄβγῃ ὁ Ρήγας θέλει
μὲ τέκνα του πολλά.

Ἡ Μοῦσα κλαίει, γυρεύοντας
τραγοῦδι, ὡσὰν ἐκεῖνο
ποῦ τῆς Ζακύνθου ἐδόξασε
τὸ πρόσχαρο νησί·
ὢς πότε τέτοιο θρῆνο
θ' ἀκολουθήσῃ αὐτή;

Τοῦ μελῳδοῦ τῆς Κέρκυρας
ἡ μαγικὴ ἁρμονία
στὴν αὖρα ἠχάει, σὰ νἄλεγε
πὤχει τ' Ὡραῖο γοργὰ
νὰ ξαναϊδῇ τὰ θεῖα
φτωχά του γονικά.

Ὅλαις μαζὶ στὸν ἴσκιο σου,
βασιλικὸ κλωνάρι,
ἂν ξαναγύρουν ἄφοβα
ἡ Τέχναις, ποῦ ἀγαποῦν
βαλμένο στὸ θηκάρι
τὸ ξίφος νὰ θωροῦν.

Μῖσος, ὀργὴ κατάκαρδα
ἂς θησαυρίσουν ὅλοι,
γιὰ τὸν καιρὸ ποῦ ἡ βάρβαρη
ψευδόπιστη φυλὴ
τῆς γῆς τὸ περιβόλι
θ' ἀφήσῃ, θὰ χαθῇ.

Ὁ Μέγας, ποῦ κατέβαινε,
πολέμου ἀστροπελέκι,
στὰ βορεινά σου κύματα,
χτυπῶντας τὸν ἐχθρό,
κρυφὰ σὲ παραστέκει
μὲ βλέμμα φλογερό.

Σὰν τί χαρὰ τὸ πνεῦμα σου
μὲ μίαν θὰ συνεπάρῃ,
τὴν ὥρα ποῦ, ξετρέχοντας
τὰ τούρκικα πανιά,
στὸν κάμπο τοῦ Κανάρη
θὰ ὁρμήσῃς τολμηρά!

Ὅταν μακρὺς ἀντίλαλος
πολέμου ὀλεθροφόρου,
ἀπὸ τὴ μαύρην Ἤπειρο
καὶ Θεσσαλία χυθῇ
στὴν ἄκρη τοῦ Βοσπόρου,
στοῦ πόθου μας τὴ γῆ!

Ὤ! πότε, πότε, αὐξάνοντας
τοῦ Ἀγαρηνοῦ τὸν τρόμο,
θὲ νἄβγῃ ὁλόρθο Φάντασμα,
μὲ σκῆπτρο καὶ σπαθί,
τὸ νέο του κληρονόμο
νὰ προσκαλέσῃ ἐκεῖ!

Τώρα σιγάει. Στὸν ἴσκιο σου,
βασιλικὸ κλωνάρι,
ἂς ξαναγύρουν ἄφοβα
ἡ Τέχναις, ποῦ ἀγαποῦν
βαλμένο στὸ θηκάρι
τὸ ξίφος νὰ θωροῦν.

Συχνὰ στὰ μέρη νἄρχεσαι,
ποῦ, σύμβολον εἰρήνης,
παντοῦ τὸ πλούσιο φαίνεται
κλαρὶ τῆς Ἀθηνᾶς·
μὴ θλίβεσαι ἂν ἀφίνεις
τὸν τόπο τῆς Θεᾶς.

Τὴν ὥρα ποῦ πρωτόσχιζες
τ' ὡραίου νησιοῦ τὸ κῦμα,
φωνὴ θὰ σοὖπε ἀντίμακρα
συρμένη ἀπ' τὸ γιαλό:
Στάσου! θὰ ἰδῇς τὸ μνῆμα
τοῦ Κυβερνήτη ἐδῶ. -

Σῦρε γοργὰ καὶ ἀσπάσου το
σὰ θεῖο προσκυνητάρι·
πὲς τῆς Ἑλλάδας τ' ὄνομα,
καὶ ἀπὸ βαθυὰ θ' ἀκοῦς
θὰ θαυμαστὸ λιθάρι
νὰ ἠχολογάῃ χρησμούς.

Μὲ σέβας τότε ἁπλόνοντας
τ' ἁγνό σου χέρι ἀπάνω,
ὁρκίσου, ὡς νἆχες μάρτυρα
τὸν ἔνδοξο Νεκρό:
θὰ ζήσω, θὰ πεθάνω
σὰν Ἕλληνας κ' ἐγώ!