Ο δωδεκάλογος του Γύφτου/Ο ερχομός
Ο δωδεκάλογος του Γύφτου Συγγραφέας: Ο ερχομός |
Ο δουλευτής→ |
Γιὰ μᾶς ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ κάβος,
τὰ δάση, τὰ βράχια. Εἴμαστε λαὸς ἀπὸ
τυχοδιῶχτες ποὺ ὅλο περπατεῖ. Σπίτια
καὶ τζάκια γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι.
ΙBSEN (Brand)
Γύφτισσα τόνε βύζαξε, γιὰ τοῦτο ἔχει φτερά.
ΣΕΡΒΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τ’ ἀξεδιάλυτα σκοτάδια
τὰ χαράζει μιὰ λιγνὴ λευκότη
νυχτοφέροντας καὶ αὐτή·
καὶ ἤτανε τοῦ νοῦ μου ἡ πρώτη
χαραυγή.
Καὶ ἦταν ὥρα μελιχρότατη˙
καὶ ἤτανε χυμένο ὁλόγυρα
κάτι πιὸ χαϊδευτικὸ
κι ἀπὸ τ’ ἀεράκι,
ὅταν ἔρχεται γιομάτο ἀπὸ τὰ μπάλσαμα
πρωϊνὰ τῶν ὁλοπράσινων πευκώνων,
κι ἀπὸ τ’ ἀεράκι·
καὶ ἦταν πέρα κάπου σὲ μιὰ γῆ,
σὲ πηγὴ λαῶν καὶ χρόνων·
καὶ ἤτανε στὴ Θράκη.
Καὶ ἦταν ὅπου κόσμοι ἀντίμαχοι
μὲ τὴν ἴδιαν ἐρωτόπαθη μανία
ν’ ἀγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
τὴν πανώρια Βοσπορίτισσα, τὴ μία,
καὶ κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
καὶ φιλούσανε τα χώματα
ποὺ τὰ πόδια της πατοῦσαν·
σὰν ἀκρίδες πέφταν οἱ λαοί,
μέλισσες ἐκεῖ οἱ λαοί πετοῦσαν.
Καὶ ἤτανε ἡ πανώρια, δυὸ γιαλῶν
ἀφροκάμωτη νεράιδα,
κι ἤσουν ἐσύ, Πόλη, ὦ Πόλη!
καὶ ἤτανε τῆς γῆς τὸ περιβόλι,
καὶ ἦταν ὅπου σὲ μιὰ δόξα
τῶν Ἐθνῶνε ταίριαζαν οἱ πόλοι,
καὶ ἦταν ὅπου ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου
Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι,
στὴ Ρωμαία τῶν Κωσταντίνων
πολεμοῦσαν κάτω ἀπὸ τὸ λάβαρο
τῶν Ἑλλήνων.
Κι ἀπὸ μέσα ἀπὸ τοὺς ὄχτους τῶν Κατάστενων
ἦταν ὅλο σὰ νὰ φύτρωναν
πολιτεῖες ἀπὸ πράσινο·
κι ἀναβρύζαν συντριβάνια ἀπὸ βλαστάρια·
καὶ ἤτανε οἱ ἀνθοὶ σὰν ξωτικά,
καὶ ἦταν ὡς νὰ χύνονταν ἀπὸ ψηλὰ
σὲ μαλαματένιες μέσα στέρνες
μιὰ βροχή ἀπὸ λυχνιτάρια.
Κι ἀντιχτύπαγε κι ὁ ἥλιος
ἀπὸ τὰ βουνὰ τὰ Βιθυνιώτικα
σὲ Μαγναῦρες καὶ Βλαχέρνες,
καὶ τοῦ ἥλιου ὅλα τὰ φέγγη ἐκεῖνες φέγγοντας,
πρὸς τὰ ὕψη ἀψήφιστα τραβοῦσαν.
Κι ἀπ’ τῶν κάστρων τὶς Χρυσόπορτες,
κι ἀπὸ τ’ ἄπαρτα Ἑφταπύργια
ὣς τὴν ἄκρη στὰ σπαρτά σμαραγδονήσια,
λεγεῶνες τὰ παλάτια
καὶ στρατοὶ τὰ μοναστήρια.
Καὶ ἦταν ὡς νὰ πλέκονταν
καὶ ἦταν ὡς νὰ λύνονταν
κάποιας μάισσας μάγια
ἀποπάνω ἀπὸ τοὺς τρούλους κι ἀπὸ τὰ σαράγια·
καὶ λαμποκοποῦσες, ὦ ψυχή μου,
μ’ ὅλους τοὺς ἀσάλευτους σταυρούς
καὶ μαυρολογοῦσες, ὦ καρδιά μου,
μὲ τὰ κυπαρίσσια.
Σὲ λευκὰ λιμάνια, ἀνάρια ἀνάρια,
ἀστραπόβολα χελάντια πυργωτὰ
μὲ τὰ ὀρθόπλωρα χαλκόπλαστα λιοντάρια,
ἀργοσάλευτα στὰ χέρια τῶν κυμάτων,
τί ὀνειρεύεστε; τί ἀράγματα νικῶν
καὶ θανάτων;
Καὶ δὲν ἤτανε στρατοὶ
πολεμόχαρων αὐτοκρατόρων
κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῶν ἀϊτῶν
τῶν τροπαιοφόρων,
καὶ δὲν ἦταν οὔτε στρατοκόποι
σταυροφόροι καβαλιέροι,
ποὺ γοργόσπρωξε ὣς ἐκεῖ
κάποιο ξαφνισμένο αγέρι·
καὶ δὲν ἦταν ἁμηράδες
πίσω σέρνοντας τ’ ἀράπικο
καὶ τὸ τούρκικο λογάρι,
καὶ δὲν ἤτανε τοῦ ὀλέθρου
ξανθοπρόσωποι κουρσάροι·
δὲν τοὺς φέρνανε οἱ αρμάδες
ἀπὸ πάγους καὶ βοριάδες
ταυροσκυθικούς·
τοὺς δειλοὺς τραντάζοντας γιαλούς,
μὲς τὰ δρακοντόφαντα μονόξυλα,
δὲν τοὺς φέρνανε οἱ αρμάδες!
Και ήταν σαν από μακρότατα,
και ήταν σαν από μερόνυχτα
κι από χρόνια πεζοδρόμοι·
και σα να ’χασαν το δρόμο τους,
και μαζί μ’ αυτό σα να ’χασαν
λίγο λίγο και την έγνοια,
λίγο λίγο και τη γνώμη,
κι ύστερα και κάθε μνήμη,
κι ύστερα και κάθ’ ελπίδα,
και που δεν κρατούσαν πίσω τους
και που μήτε ξάνοιγαν εμπρός
μια πατρίδα.
Σε φλογέρες γλυκοστέναζαν
κρυφούς πόνους λαλητάδες,
ήχοι σκίζονταν και δέρνονταν,
ήχοι πλήγωναν από
ντέλφια, βούκινα, ζουρνάδες·
και βαρυπερνούσαν παρεκεί
μεσ’ από τη στράτα τη λευκή,
και τον κουρνιαχτό φτερώνοντας
θόλωναν ανάρια του βουνού
την εικόνα τη γεράνια·
και βαρυπερνούσαν καραβάνια.
Κάπου απότομα τινάσματα
ξάφνιζαν σαν απ’ αγρίμια,
και ξεσπούσε στην απλοχωριά
και ήτανε σα να τη μόλευε τη σιγαλιά
την παρθένα μια βλαστήμια.
Γέλια αλάλαζαν· δεν ξάνοιγες
λύσσας αν αφρίσματα ήτανε
ή αν ξεχύματα χαράς.
Πίσω από το πύκνωμα της βατουριάς
πόθοι, ακράτητοι σατράπες,
λάγνα ταίριαζαν –το μάντευες–
με ξαδιάντροπες αγάπες.
Κι άλλοι, σαν από μιαν άσβηστη
δίψα, που τους είχε κάμει
κάποια αχόρταγα στοιχειά,
στέκαν άκρη στο ποτάμι,
σα να ριζοβόλησαν εκεί,
και γυρεύαν το ξεδίψασμα
σκύβοντας με την παλάμη,
πότε με το στόμα ολοσκυφτοί.
Κι άλλοι από ’ναν ύπνο, που έλεγες
είναι αξύπνητος, δετοί,
κοίτονταν όπου τους έδεσε
και όπως είχανε βρεθεί,
και στης χέρσας γης την αγκαλιά
και στα μαλακώτατα χορτάρια,
και είχανε τα σκίνα για κλινάρια,
τα στουρνάρια για προσκέφαλα
και ήτανε στις ακρορρεματιές,
και ήτανε σε όχτους και σε τράφους,
και ήτανε ως μπαλσαμωμένοι
και άλιωτοι νεκροί και λυτρωμένοι
και από πάθια κι από τάφους
και ήτανε σα να ταξίδευαν
πατρικά συντροφιαστοί
από Χάροντα ευεργέτη
σε μιαν άλλη αμίλητη ζωή.
Ορθοστήλωτες, απόκοτες,
μάντισσες λαοπλάνες,
είχανε τη γύμνια σα ζητιάνες,
και είχανε τα μάτια σαν αγάλματα,
και είχανε τα μάτια χωρίς βλέμματα,
γιατί λείπαν οι ματιές τους προς μαντέματα
δυσκολοξεδιάλυτα,
προς απόσκεπες λείπανε Μοίρες
και στα μεγαλόπρεπα κορμιά
τα κουρέλια αεροκυμάτιζαν
σαν πορφύρες.
Και ήταν, ήταν οι δαρμένοι
από κάθε ανεμοτάραμα,
και ήταν από τα λιοπύρια
των ερήμων οι ψημένοι,
και τα συντριμμένα ήταν κορμιά
από κόπους και από κόπους,
και ήταν οι ψυχές που πέρασαν
άγγιχτες κι απαρακάλεστες
από τόπους και από τόπους,
και ήτανε μιας άγριας άνοιξης
μηνυτάδες διαβατάρικοι,
μαύρα χελιδόνια,
και είχανε κελάιδισμα τ’ ανάθεμα
και φωλιές τα καταφρόνια.
Και ήταν όλ’ οι χαλκοπράσινοι,
κι ήταν όλ’ οι αφορισμένοι,
κι οι ερμοσπίτες, κι οι αλλόφυλοι,
και όλ’ οι πλάνοι, και όλ’ οι ξένοι,
κι όλοι όσοι τους ντρέπεται το φως
κι όσοι, σαν τους βλέπει η μέρα,
τη φωτόλουστη όψη κρύφτει·
και ήταν όλοι οι γύφτοι, οι γύφτοι,
από πέρα πέρασμα για πέρα.
Νύχτα ανάβει, νύχτα ολογυρνά,
έξω κι έξω απ’ το λιμάνι,
νύχτα σβήνει στα βαθιά νερά
σαν από αίμα πυροφάνι...
Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο
μέγα αστροπελέκι, κάτι
πρωταγρίκητο κι ώς τότε κι ανιστόρητο,
απ’ την Άσπρη Θάλασσα ώς το Δούναβη
και ίσα πέρα από τα πόδια του Ευφράτη
κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο,
κάψαλα και στάχτη να τον κάμη,
και λιγοθυμούσ’ η Ανατολή,
κι έτρεμε και η Δύση σαν καλάμι.
Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε,
και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε,
και καρτέραγ’ ένα μακελάρη.
Και ξολοθρεμός ο μακελάρης.
Ρούσοι, Νορμαννοί, Βουλγάροι, Καταλάνοι,
κι ο Χριστιανομάχος ο Σαρακηνός,
κι ο Ουγγαρέζος, ο τεράστιος καβαλάρης,
πιό απαλά μπροστά του δείχνονταν
καθεμιά φυλή, κάθε σεισμός.
Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει.
Και οι καιροί σημείωναν ακόμα
φοβερότατα σημεία,
και δεν έμειν’ ένα στόμα
που να μην ψιθύριζε χλωμό
σοφού κάποιου βασιλιά χρησμό,
κάποιου ολέθρου προφητεία.
Κι έβρεξε βροχή από αίμα,
κι αεροφύτρωσαν εφτά πύρινοι στύλοι,
κι ένα χέρι βγήκε ασώματο
κι έλεγες τους φύλαγε καρτέρι,
και τους ξέφτισε σα νά ηταν από γνέμα.
Και τα ξωτικά και οι πειρασμοί
από τη νυχτιά κι από τον Άδη
ξαπολύθηκαν και ζούσανε
με τον άνθρωπον ομάδι.
Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα
και στη χλαλοή του κόσμου,
άμαθος από πατέρα
κι άγνωρος από μητέρα
κι από κάθε χάιδιο ασκλάβωτος,
έστεκα σαν κορφοβλάσταρο
δέντρου ακλάδευτου κι αγέραστου
κι άκαρπου βαρίσκιωτου δεντρού.
Καβαλάρης γυμνοπόδαρος
μαύρης μούλας πεισματάρας,
μόνος, μάντευα το είναι μου,
(μήτε που άλλος θα το μάντευε κανείς),
να τυλίγει φόρεμα το είναι μου,
φόρεμα που τό ειχαν πλέξει
από τις δροσοσταλίδες
του ροδόφυλλου τα χέρια
μιας Αυγής!
Μαύρη μούλα, εσένα δε σε μοίρανε
του πατέρα σου η αρχόντισσα η μοίρα
με τ’ ολόμορφο λεβέντικο κορμί,
«κι απ’ τη μάνα μου την καταφρονεμένη
τη γαλήνη, μου είπες, δεν την πήρα
και του δούλου δούλα εγώ δεν είμαι!»
Το γνωρίζω, μαύρη μούλα μου, είσ’ εσύ!
Από μάνα και από κύρη πήρες
και ξεδιάλεξες και χώνεψες δυό μοίρες,
κι έκαμες εσύ το ριζικό σου,
κι αν η κυματόχαρη δεν είσαι
κι η λεβέντικη α δεν είσ’ εσύ,
κι α δεν είσαι η σκλάβα η σκεβρωμένη
κι η δουλεύτρα που στοχάζεται
και υπομένει,
η ομορφιά σ’ εσένα γνώμη έχει γενεί.
Κι αν ποτέ σου εσύ δεν είπες «όχι»,
από πείσμα δεν το είπες,
όχι από μιαν ήμερην υπακοή.
Δυνατή από βούληση είσ’ εσύ,
πάντα εμπρός και πάντα η ίδια,
σε ποτάμια, σε λογγάρια, σε ρουμάνια,
στην κλεισούρα, στην ερμιά, στη ρούγα,
και στα πολυθόρυβα λιμάνια·
και το στέρεο θ’ αξίζει πάτημά σου
την ανάλαφρη αερόχαρη φτερούγα·
κι αν κεντήσω σε να κατεβείς
ίσα προς τα τάρταρα της γης,
προς τα τάρταρα το δρόμο σου θα πάρεις
και το βήμα σου να τρέμει δε θα νιώθω·
κι αν τρελό ξυπνήσω εντός μου πόθο
για ταξίδι ουρανοπόρο,
προς τ’ αστέρια θα υψωθώ μ’ εσένα πάλι
κι η γερή περπατησιά σου θα μου γίνει
πέταμα στα ύψη εκείνη,
και θα ιδώ σε σαν το φτεροφόρο
τ’ άλογο του μάγου και του κράλη,
μαύρη αντάρτισσα κι αλύγιστη
μούλα πεισματάρα στείρα.
Συ κι εγώ, τα δυο, μια Μοίρα!
Και τα χέρια αναταράζοντας,
των καπεταναίων άρματα,
και ανεμίζοντας την κόμη,
του στρατιώτη φλάμπουρο,
σα να ξεκινούσα εγώ ημουνα
για μακριούς πολέμους πάντα
και για κονταροχτυπήματα.
Κι όπου ξάνοιγα στο δρόμο μου
θόλους πιο ψηλούς και πιό δασούς
από ταιριασμένες καστανιές
κι από αγκαλιασμένες λεύκες,
έσπρωχνα τη μούλα μου,
και στη ράχη της ολόρθος,
καβαλάρης, καβαλάρης,
διάβαιν’ από κάτω κι άγγιζα
τους ψηλούς και δασούς θόλους,
και ύψωνα τα χέρια, και ύστερα,
μπρος τραβώντας ή γυρνώντας,
πάντα είχα στα χέρια μου
φύλλα και χλωρόκλαδα.
Κι όπου μου έφραζε το δρόμο
ποταμός κατεβαστός,
αψηφώντας την ορμή του,
καβαλάρης, καβαλάρης,
κοίταζα να πρωτανοίξω
στα νερά, στα ρέματά του,
γλήγορο ένα μονοπάτι,
που θα ζούσε τόσο μόνο
όσο και το διάβα μου.
Και ήμουν τότε περατάρης,
καβαλάρης, καβαλάρης,
κάποιο σκάλισμα της πέτρας
από κάποια αρχαία λείψανα,
άτι και άνθρωπος, μια σάρκα,
που ξεχώρισε απ’ την πέτρα
και που πήρε ψυχή κι έφυγε·
και σα νά ηταν όλο σε λαούς
λογισμών, καημών και πόθων
αυτοκράτορας ο νους μου
για κορώνα του φορώντας
την κορώνα όλης της πλάσης.
Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια
δε σου πόδισαν ποτέ,
δε σου κάρφωσαν το δρόμο
τον παντοτινό, τον ανεμπόδιστο,
Γύφτε, αταίριαστε λαέ.
Της στεριάς τα τρεχαντήρια,
νά τ’ αδάμαστα μουλάρια!
τ’ άρμενά τους είναι τα τσαντήρια·
νά παλάτια, ιδές ναοί!
Σ’ ένα παίξιμο ματιών εδώ και κει
χτίζονται και υψώνονται και πάνε
και γκρεμίζονται, όπως πάνε,
ύστερ’ απ’ το χτίσμα κι απ’ τον υψωμό,
όσα πλάθει ο λογισμός μας κάτου εδώ.
Και δεν είναι ο γύφτος τού σπιτιού ραγιάς,
και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς,
και το σπίτι ακολουθάει,
και είν’ αυτό πιστό
στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό...
Κι εγώ λέω σε σας ανάμεσα,
στους ξεχωριστούς ξεχωριστός:
Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια, ούτε τσαντήρια·
στο μεγάλο αφεντοπάλατο της πλάσης
μια μονάκριβη σκεπή μου· ο ουρανός!
Και μου φτάνει για ξενύχτι
κάποιου αρχαίου δεντρού κουφάλα,
πάντα φτάνει ο τοίχος κάποιου βράχου
για ν’ αποκουμπήσω την πηλάλα
της ζωής μου μια στιγμή.
Κι ένα χάλασμα μου φτάνει
για να γύρω χρυσοπλέκοντας
των ονείρων το στεφάνι·
και μια γούβα ολοβαθιά σκαφτή στη γη
και μια γούβα είν’ αρκετή
για να πέσω και ύπνο νά ‘βρω
και δροσούλα ή ζεστασιά,
και να ιδώ την όψη της αυγής
με μια θείαν αφροντισιά,
και να τρανοχαιρετήσω
καλοκαίρια μεσημέρια,
ζίζικας τραγουδιστής!
Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα
και στη χλαλοή του κόσμου
κάτι γνώριζα που αρπάζοντας
με ξεχώριζε και με είχεν
αποπάνω απ’ το τρικύμισμα
κι απ’ τη χλαλοή του κόσμου·
δούλεμα δεν ήτανε φτερού,
και χεριού δεν ήταν ανασήκωμα,
και δεν ήταν πύργος ή κορφή·
άλλη σκάλα κι άλλο ανέβασμα,
και ήτανε τα ύψη αλλού·
και ήτανε σαν αξεδιάλυτο
ύπνου αξύπνητου χρυσόνειρο,
που ποτέ δεν πάτησε στη γη,
πόχει αλλού, από πέρα, την πηγή,
και που απλώνεται ανεβαίνοντας
όλο πέρα και όλο πέρα,
ώσπου νέο στοιχείο γίνεται,
κάτι σαν αιθέρας του αιθέρα.
Κι έτσι στα πανάλαφρα,
στα πανύψηλα έτσι εγώ ημουν
μέσα στους ξεχωριστούς
ο ξεχωριστός εγώ ημουν,
όλα μέσα μου τα νιάτα
κι όλα τα γεράματα
και τους σπόρους και τις μήτρες
κλειώντας αξεχώριστα!