Ο δέκατος ένατος αιών
Ο δέκατος ένατος αιών Συγγραφέας: |
Σχίσε τον χάρτην, σκόρπισε χαμαί και την μελάνην
Και θραύσε το κονδύλιον, δεν χρησιμεύουν πλέον·
Αν ζώσι τα μειράκια εις σκότος και εις πλάνην,
Τί άγνωστον διέμεινε και τι θα είπω νέον;
Προβαίνει ο πολιτισμός, προβαίνει αιωνίως,
Του Ιουδαίου όμοιος τού περιπλανωμένου·
Αλλ’ εις τα ίχνη εαυτού προσκρούει αιφνιδίως
Κ’ επαναρχίζει την οδόν θνητού κατηραμένου.
Εις τα κλεινά ερείπια του πάλαι μεγαλείου,
Όπου υψούντο κολοσσοί ακμής και διανοίας,
Η χλόη ανεβλάστησε του νεωτέρου βίου·
Ολίγη χλόη, σύμβολον της ήδη ερημίας.
Τους βράχους κατεσύντριψεν, ελείανε το κύμα·
Του παρελθόντος η σκιά την γην περικυκλώνει·
Πατούμεν κόνιν ήρωος πολλάκις εις παν βήμα,
Ην τόσον ήδη ελαφρώς ο άνεμος σαρώνει.
Εγήρασεν ο ήλιος· ερρυτιδώθη πλέον·
Αυτή η φύσις τρέφουσα τον κόσμον εξηντλήθη·
Εσπάραξε τα σπλάγχνα της ο άνθρωπος παλαίων,
και στείρα ήδη, άγονα παρουσιάζει στήθη.
Απέκαμε βαστάζουσα την γενεάν της Πύρρας·
Και νέον Δευκαλίωνα σιγώσα αναμένει,
Να ρίψη πάλιν τα οστά της γης της γενετείρας,
Να πλάση νέον άνθρωπον, να πλάση νέα γένη.
Η θεία Πρόνοια, καθώς η πάλαι ειμαρμένη,
Απετυφλώθη, τείνουσα τυχαίως την αγκάλην,
Και η ελπίς κατέπεσε χαμαί συστρεφομένη.
Τίς Προμηθεύς εξ ουρανού θα την αρπάση πάλιν;
Τον έρωτα εμόλυνε, μαραίνει η οδύνη·
Δεν έχει πλέον του παιδός την ιλαρά καρδίαν·
Επαίτου δίσκον σήμερον αντί βελών προτείνει,
Και αντί τόξου γέροντος δεικνύει βακτηρίαν.
Την Αφροδίτην τ’ ουρανού κατέρριψ’ η πενία
Και με πηλόν εκάλυψε την καλλονήν εκείνην·
Κ’ η πάνδημος τον άρτον της μασσά εν αγωνία,
Βρεγμένον εις το όνειδος και ίσως εις οδύνην.
Ω γέρον κόσμε, την αυγήν του βίου ενθυμείσαι;
Αλλ’ εβλασφήμει ο Ιώβ και τότε πικρώς κλαίων·
Υπήρξεν άρά γε χρυσούς αιών; Τον χάρτην σχίσε
Και θραύσε το κονδύλιον, δεν χρησιμεύει πλέον.