Ο γυρισμός των χωρικών μας
Ὁ γυρισμὸς τῶν χωρικῶν μας Συγγραφέας: |
Ἐλᾶτε, παλληκάρια μας· ἐλᾶτε, ἡ γῆ σᾶς κράζει·
τὸ βλέπετε, χωρὶς ἐσᾶς ἐδῶ κ' ἐκεῖ λογγιάζει.
Βγάλτε τὸ σκῖνο σύρριζα· ρίχτε τοὺς βάτους πέρα·
βαθυά, βαθυὰ ταὶς δίκοπαις· εἶναι κ' ἡ γῆ ὡς μητέρα,
π' ὅσο βαθύτεραις πληγαὶς ἕνα παιδὶ τῆς κάνει
τόσο ἡ καρδιά της ἄφθονους καρποὺς ἀγάπης βγάνει.
Ὀμπρός! εἶν' ὥρα γιὰ δουλειά. Τὸ νοῦ μὴ σᾶς πειράξῃ
ποιά στοὺς πολέμους ἤτανε τοῦ ἑνὸς ἢ τ' ἄλλου ἡ πράξη.
Ὁ τόπος ἔχει, ὡς βλέπετε στὴν εργασία τὴν ἴδια,
σκουλήκια, πέτραις ἄκαρπαις, φαρμακωμένα φίδια·
ἀλλὰ στὸ μέρος, π' ὄργωμα καὶ σκαλιστάδαις θέλει,
θὰ κυματίσουν τὰ σπαρτὰ καὶ θὰ γελάῃ τ' ἀμπέλι.
Σταθῆτε! Μαῦρο σύγνεφο τὸν οὐρανὸ σκεπάζει·
βροντοῦν τ' ἀστραποπέλεκα· πέφτει βροχή, χαλάζι,
ἀπὸ τὸ ξέφωτο γοργὰ τρεχᾶτε παραπάνου
σκέπη νὰ βρῆτε στὰ κλαριὰ τοῦ φουντωτοῦ πλατάνου.
Ἐκεῖ ποῦ χάμου ἀνότιστο σᾶς δίνει στρῶμα ἡ χλόη,
γι' αὐτοὺς μιλῆστε πὤφυγαν, καὶ πέρα γῆ τοὺς τρώει.
Ἂν οἱ φτωχοὶ καὶ ἀγνώριστοι θέση ποτὲ κἀμμία
δὲ θὲ νὰ βροῦν στὴν ἄχαρη τέτοιου καιροῦ ἱστορία,
ἂν ἡ θλιμμένη φήμη τους δὲ θὰ πετάξῃ πέρα,
γιὰ λίγο κἂν ἂς ἀκουστῇ στὸν ἔρμο αὐτὸν ἀέρα.
Σὰν ποιός ρωτάει τί πράξανε; - σταὶς μάχαις καλεσμένοι,
ἐπεταχτῆκαν πρόθυμοι, κ' ἐπέσαν σκοτωμένοι.
Ἐλᾶτε· ξέκοψε ὁ καιρός, καὶ 'ς ὅλη του τὴ χάρη
γελάει μὲ πλούσια χρώματα τὸ οὐρανικὸ δοξάρι.
Κάθε τοῦ τόπου ἀποσκαφὴ νἆναι ζητάει σπαρμένη·
ἀστάχυ ὁ σπόρος γλήγορα, πλήθιο ψωμὶ θὰ γένῃ.
Χριστέ! κ' οἱ ἀνδρεῖοι ποῦ τῆς ψυχῆς ἀφῆκαν ἀποφόρι
θαμμένο 'ς ἄλλα χώματα, τῆς δόξας νἆναι οἱ σπόροι.