Ο γερο-δάσκαλος
Ὁ γερο-δάσκαλος Συγγραφέας: |
- Ἀφιεροῦται εἰς τοὺς Ἕλληνας διδασκάλους -
Α'
Δάσκαλος, ποὺ μὲ τὴ ξερὴ γραμματική του μόνο
δὲν ἔμπαζε σταὶς παιδικαὶς καριδαὶς τὰ γράμματά του,
ἀλλὰ ἀκτῖνα ἔχυνε μ' ἀγάπη καὶ μὲ πόνο
μέσα στὸ νοῦ καὶ στὴ ψυχὴ βγαλμένη ἀπ' τη καρδιά του,
μὲ τοὺς μικρούς του μαθητὰς κάθε γιορτῆς ἡμέρα,
στὸν Παρθενῶνα πήγαινε, σταὶς στήλαις, στὸ Θησεῖο,
ἐδρόσιζε τὰ σπλάχνα τους μ' ἄλλου καιροῦ ἀγέρα,
κ' ἄρχιζε ἄλλο μάθημα στ' ἀθάνατο σχολεῖο...
Γιὰ πλάκαις, στήλαις εἴχανε, τὰ μάρμαρα θρανία,
κ' ἐδιάβαζαν σ' ἀγάλματα ἀπάνω τοῦ Φειδία.
Β'
Μιὰ μέρα, ἕνα δειλινό καλοκαιριοῦ δροσάτο,
διέκοψε τὸ μάθημα, έπῆρε τὰ παιδιά του
κ' ἐπήγαινε περίπατο σὲ γέρικο λαγκάδι,
ποὺ ἥσυχα ζευγάρονε τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι...
Σὲ ρίζα δέντρου κάθισαν ἀπάνω κουρασμένοι,
γύρω-τριγύρω τὰ παιδιά κι' ὁ δάσκαλος στὴ μέση,
σὰν δεντρουλάκια νειόφυτα σ' ἐλῃὰ μισογυρμένη,
πὤχει κουφάνει ὁ καιρὸς κ' εἶν' ἕτοιμη νὰ πέσῃ...
Κυκλόνανε γλυκειαὶς αὐγαὶς προχωρημένη δύσι
καὶ λουλουδὰκια τῆς αὐγῆς τῆς νύχτας κυπαρίσσι.
Γ'
Ἀπὸ τὰ δέντρα ἔπεφτε δροσιᾶς μαργαριτάρι.
Τὸ δάσος ἦταν ἔμμορφο, ἀπὸ πουλιὰ γεμᾶτο
καὶ χρυσαλλίδες κάτασπρες χιονίζαν τὸ χορτάρι
κ' ἐκάμνανε τὸ κόκκινο τριαντάφυλλο χιονᾶτο...
Μὲ τὰ μαλλιά τους ἔπαιζε ἀγέρι μυρωμένο,
στὸ πλάϊ τους ἐμύριζαν ἀγροτικὰ λουλούδια,
τὸ πόδι μέσα ἐχώνετο σὲ χόρτο ἀνυψωμένο
καὶ χίλι' ἀγνώριστα πουλιὰ ἐψέλνανε τραγούδια.
Ἦταν ἡμέρα ὤμορφη, χαρούμενη, δροσάτη·
γλυκειὰ τῆς φύσεως γιορτή, ἀπὸ Θεὸ γεμάτη.
Τὴ φύσι ὁ γέρος κύτταζε γλυκὰ τὴν ἁγιασμένη,
καθὼς κυττάζει τὸ παιδὶ μανούλ' ἀγαπημένη.
Ἡ προσευχή του ἤτανε τὸ κύτταγμα ἐκεῖνο!...
Μήπως δὲν εἶναι προσευχὴ ὁπόταν βλέπῃς κρίνο,
βουνάκι, δέντρα καὶ νερά; Βωμὸς Ἐκείνου εἶναι
ὅλα, κι' ἀστέρια καὶ βουνὰ καὶ δάφνες καὶ μυρσίναι!
Ὅποιος κυττάζει μὲ ματιὰ γεμάτη νοῦ τὴ φύσι,
προσεύχεται, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ γονατίσῃ.
Ὁ γέρος ἦτον εὐτυχής, χαίρουνταν ἡ καρδιά του·
κύτταζε πότε τὰ πουλιὰ καὶ πότε τὰ παιδιά του...
Σύρετε, εἶπε· παίξετε· τὰ πόδια μὴ λυπεῖσθε·
σταὶς πρασινάδαις τοῦ Θεοῦ χαρούμενα πετᾶτε·
ἀνοῖξτε τώρα τὰ φτερά, καὶ σεῖς πουλάκια εἶσθε...
Καὶ κουρασμένα ἔπειτα στὸ γέροντα ἐλᾶτε!
Δὲν πρόφθασε νὰ τοὺς τὸ ἐιπῇ, κι' αὐτὰ ζευγαρωμένα,
μακρυά του βρέθηκαν· πουλιά ἀπ' τὸ κλουβὶ βγαλμένα·
ἐκυνηγοῦντον, ἔπαιζαν, ἐμάζευαν λουλούδια,
κι' ἄκουγες γέλια καὶ χαραὶς καὶ παιδικὰ τραγούδια.
Τοῦ γέρου τἄβλεπ' ἡ ματιὰ ὡσὰν νὰ τὰ 'βλογοῦσε,
καὶ κἄπου, κἄπου ἐστέναζε· τὰ χρόνια τους ποθοῦσε!
…....................................................................................
Σὰν μῆλα κατακόκκινα γυρίσαν κουρασμένα,
ἀπ' τὸ παιχνίδι τὸ τρελλό, χαρούμενα, ἱδρωμένα·
τὸ χέρι του τὸ πατρικὸ μ' ἀγάπη τοῦ φιλῆσαν,
καὶ στὸν καλό τους δάσκαλο τριγύρω ἐκαθήσαν.
Κ' ἔστρεψ' ὁ γέρος στὰ παιδιά μὲ μάτ' ἀκτινοβόλα·
- Ἀπ' τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ, παιδιά μου, πειὸ ἀπ' ὅλα
σᾶς ἄρεσε;... σᾶς ἔμαθα τ' ἀλφαβητάρι ἐκεῖνο,
πὤχει ψηφιά τὸν οὐρανό, τὴ θάλασσα, τὸ κρίνο...
- Παίξαμε, καθὼς πρόσταξες, τοῦ εἶπαν μ' ἀπορία·
κἀνένα μας δὲν διάβασε· δὲν εἴχαμε βιβλία...
- Κἀνένα; ὅμως εἴχατε βιβλίο τυπωμένο,
ποὺ λάμπουν ὅπου κι' ἂν στραφῇς κ' εἰς ὅ,τι ὅ.τι πιάσῃς·
Γεωργάκη, δὲν ἐμπόρεσες καὶ σὺ νὰ τὸ διαβάσῃ;
Μήτε καὶ σύ, Αἰμίλιε, δὲν τὄνοιωσες ἀκόμα;...
Κ' εἰς δυὸ αελφάκια ἔστρεψε ποὖχαν τὸ ρόδο στόμα·
τὸ ἕνα εἶχε οὐρανὸ κι' αὐγὴ μέσ' στὴ ματιά του,
τ' ἄλλο ἀκτῖνα ὁλόμαυρη στὰ μάτια τὰ γλυκά του.
- Ναί, Δάσκαλε, τὰ δυό παιδιά τοῦ εἴπανε μὲ χάρι·
γιὰ τ' ἄλλο, γιὰ τ' ἀλλοιώτικο θὰ λὲς ἀλφαβητάρι,
ποὺ τὤχει γράψει ὁ Θεός· μπας τὄειπες κι' ἄλλη μέρα...
Διαβάσαμε ὅ,τι βλέπαμε στὸ δάσος ἐκεῖ πέρα!
- Καὶ τί διαβάσατε μικροί; Κ' εἶπε τὸ πειὸ μεγάλο;
- Τὴν ὠμορφάδα τοῦ Θεοῦ, θαρρῶ καὶ λαλωσύνη...
- Κ' ἐγὼ τὸ ἐκατάλαβα, ἀπήντησε τὸ ἄλλο,
πὼς ὸ Θεὸς μπας ἀγαπᾷ καὶ ὅλα μᾶς τὰ δίνει!
Ὁ δάσκαλος τὰ κύτταξε γλυκὰ συγκινημένος·
αὐτὸς δὲν ἦταν δάσκαλος κανόνες φορτωμένος,
πλὴν ἤξευρε τὰ γράμματα στὸν νοῦ πρὶν ν' ἀναιβοῦνε,
πὼς πρέπει πρῶτα στή ψυχή, μέσ' στὴν καρδιὰ νὰ μποῦνε.
Δ'
Κάτω ἀπ' τὸ δέντρο δρόσιζε τ' ἀγέρι τὸ κορμί τους,
καὶ ὁμιλοῦσ' ὁ γέροντας γιὰ τὸ Θεὸ μαζῆ τους.
Ἔλεγε τ' ὄνομα «Θεὸς» τόσο γλυκὰ ἡ φωνή του,
ὡσὰν νὰ ψέλνανε πουλιά· καὶ τὰ παιδι' ἀντικρύ του,
ἀκίνητα τὸν ἄκουγαν μὲ μάτια ἀκτινωμένα·
φύτευε πίστο ὁ γέροντας στὰ στήθεια τὰ παρθένα!
Εἶχε τὴ ρίζα τῆς ἐλῃᾶς καθέδρα του· βιβλίο,
τὸ δάσος καὶ τὸν οὐρανό· ἀκροατὰς παιδάκια·
ἦταν ὡραίοα ζωγραφιά, γεμάτη μεγαλεῖο,
καὶ τὴν ἐκαθρεφτίζανε κρυστάλλινα ρυάκια!
Τί δὲν τοὺς ἔλεγεν ἐκεῖ στὸ δέντρο ἀκουμπισμένος,
στοῦ ἥλιου τὸ βασίλεμμα, στὴ δύσι τῆς ἡμέρας·
τοὺς ἔλεγε πὼς ὁ Θεὸς ὁ ἀστροστολισμένος,
Θεός μας εἶναι δυό φοραὶς γιατ' εἶναι καὶ πατέρας...
….........................................................................
Τὴν παιδική τους τὴν καρδιά στὴ χούφτα του κρατοῦσε,
τὴν δρόσιζε, τὴ μύρονε μὲ μαστοργιὰ μεγάλη,
τὴν ἔκαμνε ὅ,τ' ἤθελε μὲ τὰ σοφὰ τὰ χείλη·
τὰ μπουμπουκάκια ἐμύρονε τὸ φῶς πρὶν ἀνατείλῃ!!
Ἀπὸ τὴν ἀριθμητικὴ μὲ μιὰ στροφὴ πηδοῦσε
στὸν Πυθαγόρα, κ' ἔπειτα σὲ δοξασμένη σμίλη·
ἀπὸ τὴν κρύα Λογικὴ στὸν Ὅμηρο πετοῦσε,
κ' ἦταν τὸ μάθημα γλυκὸ σὰν τὰ γλυκά του χείλη.
Καὶ τὴν ξερὴ γραμματική, τὴν γρυνιασμένη ἀκόμα,
τραγοῦδι τοὺς τὴν ἔκαμνε τὸ τεχνικό του στόμα!
Ε'
Ὅμως ὁ γέρος ψήλονε, φωσφόριζ' ἡ ματιά του,
γίνουνταν νειός, δυνάμονε ἡ ἥμερη φωνή του,
ὅταν γιὰ τὴν Πατρίδα του μιλοῦσε στὰ παιδιά του·
κ' ἐκεῖνα ἐθαυμάζανε στὴ μεταμόρφωσί του,
καὶ πότε κοκκινίζανε καὶ πότε κιτρινίζαν,
καὶ μάτια γοργοκίνητα σὰν ἄστρα ἐσπινθηρίζαν!
Ἆ, οἱ μεγάλοι μας σοφοὶ ποὺ εἶναι στὴν Ἀθήνα,
νὰ τόν ἰδοῦνε ἤθελα, σ' αὐτὸν νὰ μαθητέψουν,
ν' ἀκούσουν τὰ μαθήματα τοῦ γέροντα ἐκεῖνα,
τὴν τέχνη του τὴν εὔκολη καὶ δύσκολη νὰ κλέψουν!
Νὰ ἰδοῦν πῶς ἐδασκάλευε ὁ χωρικὸς ἐκεῖνος.
- Εἰς τοὺς ἀγροὺς καλλίτερα μοσχοβολᾶ ὁ κρινος. -
Στ'
Ἐβράδυαζε κι' ὁ γέροντας σηκώθη· - πᾶμε τώρα,
εἶπε, παιδιά· ἐπέρασε ὀγρήγορα ἡ ὥρα·
σᾶς περιμένουμε μικρὰ ἀδέλφι' ἀγαπημένα,
τῆς μάνας σας ἡ αγκαλιά, καὶ τὸ βιβλίο ἐμένα...
Δὲν ἐπεράσαμ' ἄσχημα... - Ὦ Δάσκαλε· ἡμέρα
σὰν τούτη δὲν χαρήκαμε ποτὲ ὠμορφοτέρα!
Ἤτανε τόσο ἔμορφα ἐδῶ στὴν πρασινάδα...
- Γιατί μᾶς ἔδωσ' ὁ Θεὸς μητέρα τὴν Ἑλλάδα,
κ' ἔχομε φύσι σὰν κι' αὐτὴ... Παιδιά, μήπως θαρρεῖτε,
πὼς τόπο σὰν τὸ τόπο σας κι' ἀλλοῦ θενὰ τὸν βρῆτε;
Ὅμως, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, τὴν Κυριακὴ τὴν ἄλλη,
ἂν εἶσθε πάντα φρόνιμα, θὰ ξαναρθοῦμε πάλι.
- Τὴν Κυριακή; Ὤ, τί χαρά! Ἐδῶ θὰ ξαναρθοῦμε·
ὡσὰν νεράκι, Δάσκαλε, τὸ μάθημα θὰ εἰποῦμε...
Κ' ἐκίνησαν χαρούμενα, δυό-δυό καὶ τρία-τρία·
λουλούδι' αὐτά, κρατούσανε στὰ χέρια τους λουλούδια,
κι' ἄκουγες γέλια δροσερά κι' ἀγγελικὴ εὐθυμία,
καὶ κἄπου-κἄπου ἐψέλνανε δημοτικὰ τραγούδια.
Ὁ Γέρος μπρὸς ἐπήγαινε καὶ πίσω του ἐκεῖνα·
μπροστὰ ἡ νύκτα, καὶ αὐγῆς κατόπιν της ἀκτῖνα!