Ο γάδαρος τζ' η σιλυντρούνα

Ο γάδαρος τζ' η σιλυντρούνα
Συγγραφέας:


Μια σχ̌ιλυντρούνα ετσάλλετουν
μέσα στα ποστρασχ̌ύδκια
κ̌ι έβρισκεν σχ̌ιος πουκατωθκιόν
του σιερκά του γαουρκού.
Μα ο σιερκάς εκαύκετουν
κ̌ι εκλώθετουν αλήθκεια,
σαν το ανήμερον θερκόν
στο κάμαν του μεσομερκού.
Μιτσίν καράβιν κ̌αι μιτσιάν
έχ̌ει, λαλούν, φουρτούναν·
κ̌αι δεν τραβά τα που τραβά
το μιάλον κάθε ώραν
κ̌αι δεν ι-ξέρει μιαν βολάν
την ανεμοπουμπούναν
κ̌είνου που βρίσκεται ψηλά
κ̌αι τρώ' κάμαν κ̌αι μπόραν.