Ὁ ἀποκλεισμὸς τοῦ 1886
Συγγραφέας:


Ζήτω ἡ Τουρκιά! - Γιὰ τὴ γενναία σας πράξη
τώρα, ὦ σύμμαχοι ἀνδρεῖοι, 'ς ἄλλα λιμάνια
τρεχάτο ἂς πάῃ κάθε σας πλοῖο ν' ἀράξῃ
μὲ περηφάνεια.

Μὴ σᾶς πειράζῃ ἂν ἔχουν λίγη άκόμα
στὰ στήθια τους ἐλπίδα οἱ νικημένοι·
ἔρμη, γυμνή, μὲ πληγωμένο σῶμα
ἡ Ἑλλάδα μένει.

Στὸν ἐρχομό σας ξάφνου ἔλαβε θάρρος
τ' ἀργὸ σπαθί του ὸ βαρβάτος νὰ σύρῃ,
κ' ἔδειξε βία γιὰ σᾶς νὰ κάμῃ ὁ Χάρος
νέο πανηγύρι.

Ἔπαψε, ναί! - Μεγάλη δόξα ἐπῆρες,
μικρὸ κέρδος, Ἀγγλία· καὶ τὄχεις λάβρα
ποῦ λίγα ροῦχα γιὰ ὀρφανὰ καὶ χήραις
θὰ στείλῃς μαύρα.

Θαρρῶ πῶς τέτοια αἰσχροῦ Γιουδαίου λαχτάρα
μόνον θ' ἀκοῦς, καὶ ἂν ἄλλου κόσμου ἀέρι
τῆς Ἀθηνᾶς μία δεύτερη κατάρα
στ' αὐτιά σου φέρῃ.

Γιὰ τὰ δύο στόματά σου ἀνίσως λίγα
εἶδες, Ἀετέ, νὰ πέσουν κρύα κουφάρια,
λάβε στὴ γῆ τοῦ ἀδικημένου Ρήγα
δάφνης κλωνάρια.

Μ' ἐκεῖνα κρύψε ὅλα τὰ ζόρκα μέλη
ποῦ ὁ Πρῶσος μίαν ἡμέρα εἶχε μαδήσῃ,
καὶ μὲ τὰ ὡραῖα σκόρπια φτερά μας θέλει
νὰ τὰ στολίσῃ.

Ζήτω καὶ αὐτός! Ἀχώριστη, μεγάλη,
πλούσια πατρίδα ἐζήλεψε, καὶ τώρα
δὲ στέργει μία νὰ ξεσκλαβώσουν ἄλλοι
μικρή τους χώρα.

Μὲ ὀργὴ μεγάλη βλέπει ἀπὸ τ' ἀχρεῖο
ἔργο τῆς ἀδικιᾶς ν' ἀποτραβιέται,
σὰν ἕνας πὤχει φρίκη, ἔθνος ἀνδρεῖο,
ποῦ ἐδῶ τιμιέται.

Ἐδῶ μὲ πόθο ἀντιφωνοῦν τριγύρου
τ' ὄνομα τῆς Γαλλίας χιλιάδαις ἦχοι·
ζοῦν ἐδῶ πάντα, ὡς ραψῳδίαις Ὁμήρου,
τοῦ Γάλλου οἱ στίχοι,

ποῦ, ἀκούοντας ξάφνου ἑλληνικὰ τουφέκια,
πρῶτο, λαμπρὸ τους θέμα εἴχανε πάρῃ
ταὶς πράξαις τῶν ἡρώων, τ' ἀστροπελέκια
τοῦ ἀνδρείου Κανάρη.

Τραγούδα τώρα, Εὐρώπη, ἀλλιῶς τραγούδα!
Στὸ ξεφάντωμα ὁποὖχες ἑτοιμάσῃ
ἔκαμες – νά! - καὶ τὴ μεγάλη ἀρκοῦδα
χορὸ νὰ πιάσῃ.

Τὸν ἦχο σου ἀκλουθάει μὲ τέχνης πράξη,
μὸν ὑποψία κάθε ματιά της δίνει
ποῦ 'ς ἄλλο πανηγύρι ὅλους θὰ κράξῃ
γοργὰ κ' ἐκείνη.

Ποιὸς ξέρει τότε ἂν ἀκριβοί μας φίλοι
δὲν κηρυχτῆτε σεῖς, ποῦ δίχως φρίκη
ὕμνους τώρα ξερνᾶτε ἀπὸ τὰ χείλη
γιὰ τέτοια νίκη!

Μὴ μετανοιῶστε· εἶν' ἴσως ἔργα νέα;
Τάχα στὴν ἀνομία δὲν εἶστε γέροι;
Σύρετε, ναί, μὲ ὁλάνοιχτη σημαία
στὰ κρύα σας μέρη!

Ἀλλὰ σύ, ποῦ στὴν ὄψη ἔχεις τὰ κάλλη
τοῦ ἐθνικοῦ σου Μαγιάπριλου, Ἰταλία,
μὴ δείξῃς, ὄχι, ἂν καὶ τὸ κάνουν ἄλλοι,
χαρὰ κἀμμία.

Ἐδῶθε πέρα, ὅταν ἀνθοὶ καὶ φύλλα,
κάμποι καὶ πλάγια εἰς ἕνα χρῶμα σμίγουν,
σιγὰ σιγὰ τὰ κολοσσαῖα σου ξύλα
κάμε νὰ φύγουν.

Τοῦ ναύτη ποῦ γυρνάει, λίγη γλυκάδα
θὰ προξενοῦν καὶ ἡ χάραις σου καὶ ὁ πλοῦτος,
τί ἐντρέπεται νὰ ποῦνε: Εἰς τὴν Ἑλλάδα
ἐπῆε καὶ τοῦτος!

Ἄχ! σὰν τὸ δοξασμένο, ἄτυχο κῦμα
ἔσχισες, Ἰταλία, μ' ὅλη τὴ Δύση,
τοῦ Σανταρόζα νὰ βογγάῃ τὸ μνῆμα
εἶχε ἀρχινήσῃ.

Καί, ἂν ἀέρας τὸ βράδυ ἐκεῖθε πνέει
ποῦ κείτεται ὁ γενναῖος, γροικιέται ἀκόμα,
μὲ ἀθάνατο καϊμό, τοῦτα νὰ λέῃ
τὸ θεῖο του στόμα:

Παιδιὰ τῆς Ἰταλίας! δύναμη τόση
γιὰ μένα καὶ στὸν τάφο εἶχε ἡ πατρίδα,
ποῦ τοῦ κορμιοῦ μου ἔφτανε μία νὰ δώσῃ
ζωῆς ἀχτίδα.

Τ' ἄψυχα στήθη, ὡς ἡ πνοὴ τ' ἀέρος
νὰ τὰ ἐσάλευε ἀκόμη, ἀπὸ τὸν ἅδη
στὰ πάθη σας, ἀδέλφια, ἔπαιρναν μέρος
αὐγὴ καὶ βράδυ.

Μεγάλη τῆς ψυχῆς μου ἦταν ἡ θλίψη,
ἂν τοῦ κακοῦ τὸ σωριασμένο βάρος
ἔκανε κἄπου κἄπου αὐτοῦ νὰ λείψῃ
τὸ πρῶτο θάρρος.

Ἀλλ' ἀπὸ τέτοιο χῶμα, ὁποῦ κλινάρι
δοξασμένου θανάτου εἶχε μοῦ γένῃ,
καὶ τὸν ἄγριο χειμῶνα, ὡς νέο χορτάρι,
ἡ ἐλπίδα βγαίνει.

Γιὰ τοῦτο τὴ φωνή μου, ὡς χελιδόνι,
ἔσερνα ἐκεῖ, φοβούμενος μὴ φτάσουν,
ἀλοιά! γιὰ πάντα οἱ ψυχικοί σας πόνοι
νὰ σᾶς δειλιάσουν.

Τὴ σκλάβα σᾶς θυμοῦσα, ὁποῦ βαφτίστη
'ς ἕναν Ἰορδάνη ἀπ' ἀκριβό της αἷμα,
κ' ἔκανα εὐθὺς νὰ λάμψῃ πάλε ἡ πιστή
σὲ κάθε βλέμμα.

Ὤ! μόλις τοῦ θριάμβου ἔφεξε ἡ μέρα,
τόση χαρά, σκιρτῶντας ὅλη, αἰσθάνθη
τῆς Λευθεριᾶς ἡ πρώτη θυγατέρα,
ποῦ ἐγιόμισ' ἄνθη.

Στὴ θεία της γῆ, ποῦ μ' ἀγκαλιάζει ἀκόμα,
τότες ἄκουσα φλόγα ἐπιθυμίας
γιὰ τὸ γλυκό, ξαγορασμένο χῶμα
τῆς Ἰταλίας.

Πόσαις φοραίς, ἂν ἕνα πλοῖο μας εἶδα
ποῦ κατ' αὐτοῦ μὲ βία τὸ κῦμα ἐχτύπα:
φέρτε με, ἀδέλφια, εἰς τὴν ὡραία πατρίδα!
Θλιμμένος εἶπα.

Ὄχι τώρα – φευγᾶτε! Ἂς μὴ ταράξῃ
κἀνεὶς τὰ κοκκαλά μου! Ὅσο νὰ πλύνω
μὲ δάκρυα τὴν ἀθλία, δειλή σας πράξη,
ἐδῶ θὰ μείνω.

Θὰ μείνω ἐδῶ. Χιονιὰ καὶ ἀνεμοζάλη
τοῦ κάκου τὴ φωλιὰ μου ἄκοπα δέρνει·
ζυγόνει ὁ Μάρτης, καὶ λουλούδια πάλι
γελῶντας φέρνει.