Ο ανυπόμονος
Συγγραφέας:


Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»