Ο αμολόητος
Συγγραφέας:


Έναν κ̌αιρόν κ̌αι μιαν φοράν του σώματος τα μέλη
έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην δκιαν το μέλιν
εκάμαν επανάστασην κ̌ι εθέλαν πάνω-κάτω
να ρίψουσιν την κ̌εφαλήν που το καπιτανάτον.
Πκιάνουν τον δρόμον λάμνουσιν κατταρκαστοί λουρκάζουν,
παν κόττα βία στους Θεούς κ̌ι αρκ̌έψαν να φωνάζουν.
Θωρείς κ̌αι κ̌ει π' ακούετουν ούλλους οι μαλλωμοί τους
σηκώνεται ο αμολότος κ̌ι αννοίει κ̌αι λαλεί τους:
«Είντα νεκατωθήκετε, ούλα τους καραόλους;
ό,τι κ̌ι είμαι 'γιω είμαι. Εγιώ σας ρίζω όλους.
Όταν κ̌οιμάστε ούλλοι σας κ̌αι σεις κ̌ι ο καπιτάνιος
εγιώ ξυπνώ κ̌αι στέκουμαι κ̌αι βλέπω σα βαρκιάνος.
Βαρκιάνος τούρος, άφοος, γρυ να μου πει ποιος μπόρει
να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωρόν παμπόριν.
Χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την βρήτε;
Εγιώ ξέρω 'ντα τράβησα για να 'στε σεις να ζήτε.
Εξύπνουν κ̌ι εσηκώνουμουν σαν λιόντας θυμωμένος
κ̌ι εγύριζα ξηκούτρουλλος δισακκοφορτωμένος.
Κ̌αι εν ετταναΐτιζα με κρίσην με βασίλειον
παρά 'μπηα τα μούτρα μου κ̌ι έφτυννα μες στον σπήλιον,
σπήλιον πού 'τουν το στόμαν μου π' αππέξω κρεμμασμένον.
Πάψετε τα μαλλώματα κ̌αι νά 'στε αγαπημένοι
γιατ' είστε 'πο 'ναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι».
Τότε λαλεί κ̌ι η κεφαλή με θάρρος κ̌αι θυμόν πολλύν.
«Μουλλώστε σεις πουκατινά κ̌αι εν σας ππέφτουν λόγια
κ̌ι εγιώ είμαι ο αρχηγός που κάθομαι στ' ανώγεια».
Κ̌αι ο πυρκόλος άξυππα πετάκτηκεν στην μέσην,
κ̌ι ως δυστυχής εγύρευκεν κ̌ι εκείνος καμιάν θέσιν.
Εστέκουνταν παππεξωδκιόν καμπόσοι μαζεμένοι
κ̌αι οι Θεοί εκάθουνταν πολλά συλλοϊσμένοι.
Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην
κ̌αι πουρουκ̌ήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει.