Ο ήρως
Συγγραφέας:
5 Μαρτίου 1881.


Ζητοῦσα πάντα μὲς στὸ μυαλό μου
ἥρωα νἄβρω πολὺ μεγάλο...
Τέλος δὲν ηὗρα κανέναν ἄλλο,
παρὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου.

Καὶ νά! μὲ πόζα καὶ νταϊλίκι
ἐμπρός σας πάλι κι' ἐγὼ πηδῶ,
κι' ἀρχίζω μόνος νὰ τραγουδῶ
τἆθλα μου ὅλα ποὺ εἶναι φρίκη.

Ταμποῦρλο κτύπα, τουφέκι βρόντα,
ἐφ' ὅπλου λόγχη, ἕν, δύο, τρία...
γιὰ σένα φίλη ἐπιστρατεία,
ἔγινα ἥρως κι' ἐγὼ στ' ὀγδόντα.

Κι' ἂν Τούρκου μούρη καμμιὰ δὲν εἶδα,
ἐκεῖ στὸ κάστρο τὸ ξέρουν ὅλοι
πὼς ἔχω ρίξει, μὰ δίχως βόλι,
δέκα φυσέκια γιὰ τὴν πατρίδα.

Τοῦ Φιλοπάππου ἀρχαῖον μνῆμα,
σὺ τῇς δικαῖς σου πές συμφοραῖς,
σὺ μόνο ξέρεις πόσαις φοραῖς
σ' ἔχω μετρήσει βῆμα πρὸς βῆμα.

Τὴν τουφεκιά μου γροικῶ ἀκόμα
στὸ μνῆμα γύρω ν' ἀντιβροντᾷ,
καὶ χαραγμένα ἐκεῖ κοντᾶ
τὰ βήματά μου βλέπω στὸ χῶμα.