Ὁ ἥλιος ὁ ὕπνος
Συγγραφέας:


Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΥΠΝΟΣ

Nel mezzo del cammin di nostra vita
mi ritrovai per una selva oscura,
che la diritta via era smarrita.

Δημιουργία τῆς ἁπλῆς ἡσυχίας
Ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῶν ψυχῶν

Γνώριμην ἁβρὴ δεντροστοιχία
Ἀπάντησε ἄξαφνα ὁ ἑαυτός μου —
Μιὰ μέρα μεστὴ χυμούς
Κι ἀπελπισμένην ὑπεροψία —
Σὰν ἐλησμόνησε τὸ θάνατο
Κάτω ἀπ’ τὸ χῶμα τῆς αὐγῆς

Ἀποκάλυψη σοφίας
Ἡ μοναξιά!
Θίγω τὰ εὐάερα δέντρα
Κορμιὰ ποὺ ἀρχίζουν καὶ ὑπάρχουν,
Αἰσθάνομαι στὴ θέρμη τῆς ἀφῆς
Πὼς γεννήθηκα σὲ τούτη τὴ σκιά

Τώρα ὁ ἥλιος
Γλαυκὸς ὕπνος
Αἰώνια λυώνει
Στὸ πρόσωπό μου,
Καὶ μὲς στὴ θύμηση
Στρώνει τὸ φῶς

Ἐγὼ ἀγαπάω
Ὅ,τι λάτρευσε ἡ φύση,
Ἡ ἀνάμνηση
Μὲ περίσσια λάμψη μ’ ὁδηγάει,
Κι ὅπου σκοντάφτω
Εἶναι ὁ ἀγώνας τερπνός

Θάλασσα ὑγείας ἡ ζωή
Ἀληθινὸ ἀκρωτήρι!