Ο άνθρωπος και η φύση

Ο άνθρωπος και η φύση
Συγγραφέας:


Ανάμεσα σε ουρανούς
Περπάτησες χωρίς αίμα
Έχοντας χαρίσει το αίμα σου
Στη γη
Για να δώσει καρπό
Στον άνθρωπο
Για να δώσει ανάστημα
Στ' όνειρο
Που τρέφει τον άνθρωπο;
Ανάμεσα στα λιβάδια
Διάλεξες μιαν αιώνια κατοικία;
Ανάμεσα στα λουλούδια
Τα λουλούδια που θα σε ντύσουν
Ανάμεσα στα πουλιά
Τα πουλιά που θα τραγουδήσουν μαζί σου
Όταν όλα τα πουλιά τραγουδήσουν;

Κάποιος τα λόγια έρριξε·
Ξύπνησα με τα φύλλα
Ακόμα εκοιμόντουσαν τα φύλλα
Τα 'φησα και τα 'βλεπα μπροστά μου
Με τόσον ύπνο όσος δεν χωράει
Στα μάτια
Τα πουλιά δεν κοίταζαν τα φύλλα
Και τραγουδούσαν
Εγώ δεν τραγουδούσα
Ήταν το σπίτι μου έρημο και δεν είχα ψωμί
Μόνο έτρωγα τα φύλλα
Μόνο έτρωγα τον ύπνο
Και περπατούσα
Τα μάτια μου ετρύπωσαν αυγές
Ενώ τα πόδια μου ετρύπωναν το χώμα
ΤΟ θόρυβο του σκοταδιού
Εγλίτωσαν τ' αυτιά μου
Πριν κοιμηθώ θα κάνω ένα θαύμα
Κάποιος δεν ξέρω ποιος μπορεί ο αδελφός μου
Θέλει ξυπνήσει για πάντα

Γιατί πεθαίνουν οι ψυχές;
Γιατί πεθαίνουν οι ψυχές
Όσων μαζί μας έρχονται
Και μίλησαν και πάνε;
Ένα σκοπό ετόνισε ο ύπνος
Σ' όλες τις γλώσσες
Σε κάθε εποχή·
Έδιωχνε τον θάνατο
Τον έφερνε σιμά στη θάλασσα
Τον έπνιγε εκεί·
Πάνω στον θάνατο
Εσώπασε η θάλασσα
Σαν πάνω σε νεκρό
Με τραγούδι εσκέπασε τον θάνατο
Με τραγούδι εσκέπασε το πρόσωπο της γης
Με τα μαλλιά της χάιδεψε τον θάνατο
Με το φιλί της φίλησε το πρόσωπο της γης
Κι όταν ανθίζει η γη στον άνεμο στον ήλιο
Ξανανθίζει ο θάνατος

Να πάμε όλοι τώρα σ' έναν τόπο
Σ' έναν τόπον απάνεμο
Εκεί να φάμε το ψωμί μας
Εκεί να παίξουμε όταν δεν θα τρώμε
Με το παιχνίδι να μάθουμε τα γράμματα
Με τα γράμματα να μάθουμε τους αριθμούς
Τη μουσική
Για να μετρήσουμε τη γη
Και να την κάνουμε ήχο
Και να μετρήσουμε τα πλάσματα
Και να μιλήσουμε γι' αυτά
Σα να ήτανε παιχνίδια ζωντανά
Μια που έχουνε στον χώρο
Μια δική τους κίνηση
Δάκρυα και γέλια σ' ένα χορό
Όπου ακόμα μέρος δεν παίρνουμε·
Ο αριθμός κι η μουσική μας μέθυσαν
Μας βγάλανε από πάνω τη φωτιά
Μας έκαναν παιδιά που δεν τολμούνε
Τη λέξη την ελάχιστη να πούνε

Είχαμε κάποτε όλοι μια μητέρα
Μια μητέρα κοινή
Όλων μητέρα μάντισσα
Όταν ξυπνούσε ο άνεμος κοντά μας
Δεν φοβόταν τον άνεμο
Όταν γαυγίζαν τα σκυλιά τριγύρω
Δεν φοβόταν σκυλιά και δεν φοβόταν τίποτα
Ταξίδευε προτού ταξιδέψουμε εμείς
Γυρνούσε σπίτι προτού εμείς γυρίσουμε
Όμως μαζί μας έφευγε μακριά
Μόνο μαζί μας χόρευε μακριά
Μαζί μας άφηνε μιαν ώρα την πατρίδα
Μαζί μας έσερνε μαζί της την πατρίδα
Στη γλυκύτερη μέρα όποιου καιρού
Σε ρέμβη σε ξεφάντωμα σε πλάνη
Όταν κάθε τραγούδι είναι ναός
Και αρπάζει την πνοή απ' το πουλί
Και αρπάζει από τη μέλισσα το μέλι

Οι βρύσες έχουνε τα γέλια
Οι στέρνες έχουνε τα δάκρυα
Τ' άστρα δεν έχουν τίποτα να πούμε
Τα είπανε όλα προτού κοιμηθώ
Τώρα κρατάν αναμμένη σιωπή
Τώρα κοιτάζουν μ' απορία τη γη
Εγώ στον ύπνο κρύβομαι και φεύγω
Και δεν τους μιλώ
Σε άλλο λαό πηγαίνω να μιλήσω
Σε άλλον λαό πηγαίνω να μιλήσω
Σε άλλον ξένο τα χέρια μου απλώνω
Γυναίκες έρχονται να με απαντήσουν
Φέρνουν λουλούδια και δεν βλέπουν τ' άστρα
Στο χαμόγελο μπαίνουν με μάτια φεγγερά
Και βγαίνουν
Με κάτι από την άνοιξη της γης
Με κάτι από τα περιβόλια εκείνα
Που λυπήθηκα
Και δεν έπρεπε να λυπηθώ
Με κάτι από τις αγκαλιές που αγάπησα
Όταν ήμουν στην ηλικία παιδί

Ενός βλέμματος καρποί
Οι εποχές του χρόνου
Οι ώρες οι στιγμές
Μην τις πεις παιδιά
Γιατί τα παιδιά θα σε ραπίσουν
Μην τις πεις λουλούδια
Γιατί αόρατα θα γίνουν τα λουλούδια
Μην τις πεις καρπούς της γης
Γιατί οι καρποί της γης θα χάσουν το χυμό τους
Μάθε να τις κοιτάζεις
Μάθε τη γονιμότητα του ματιού
Όπως μαθαίνεις τον ουρανό με τα σύννεφα
Τη θάλασσα με τα κύματα
Μάθε τα μάτια με τον καιρό και τα χρώματα.