Ο Ψυχάρης και το έργο του

Ο Ψυχάρης και το έργο του
Συγγραφέας:
Έκδοση της δημοτικιστικής ομάδας, Κάιρο. Τυπογραφείο Ι. Πολίτη, 1916.
Ψηφιοποιημένο έγγραφο

, Ψηφιακό κείμενο


Για να μιλήσει κανείς με κάποια ακρίβεια για το έργο του Ψυχάρη, πρέπει να το χωρίσει σε τρία:

  • στο γλωσσολογικό του έργο,
  • στο παναστατικό του έργο,
  • και στο λογοτεχνικό του έργο.

Εμείς θα εξετάσουμε πολύ σύντομα το γλωσσολογικό και παναστατικό του έργο μοναχά, δηλαδή θα εξετάσουμε τον Ψυχάρη σα γλωσσολόγο και σα καινοτόμο ή παναστάτη, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά και του έργου του και των ολίγω γεγονότων της ζωής του που θ’ αναφέρω.

Ο Γιάννης Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό στα 1854, στις τρεις του Μάη. Είναι χιώτικης καταγωγής, μα από οικογένεια αποκαταστημένη στην Πόλη, όπου πέρασε και τα παιδικά του χρόνια. Παιδί ακόμη άφησε την Πόλη και πήγε στο Παρίσι για τις σπουδές του. Φοίτησε στα εκεί λύκεια και πάντα είχε και ιδιαίτερο δάσκαλο έλληνα για τα ελληνικά. Ύστερα μαθητής της Σκολής των Ανωτέρω Σπουδών της Σορμπόνας, πέρασε δυο τις πιο δύσκολες εξέτασες που έχουνε στη Γαλλία, τη licence ès-lettres και ύστερα από ένα χρόνο μοναχά την agregation, δηλαδή του κλάδου γλωσσολογίας. Η agregation είναι μάλιστα διαγωνισμός, δέχονται λίγους, επειδή ορισμένος είναι ο αριθμός από την Κυβέρνηση. Εκείνη τη χρονιά διαγωνιστήκανε διακόσιοι πέντε, δεχτοί γενήκανε μόνο είκοσι εννέα. Το 'χουνε και για πολύ σπάνιο να πετύχει κανείς την πρώτη φορά που παρουσιάζεται, και ο Ψυχάρης όχι μόνο πέτυχε, μα κι απ' τους πρώτους βγήκε. Πρέπει να προστέσουμε πως μια και γίνεται κανείς agrégé στη Σορμπόνα, είτε του δίνουνε θέση καθηγητή αμέσως είτε όχι, ο νέος agrégé της Σορμπόνας αρχίζει να έχει αμέσως 500 φρ. το μήνα.

Τότε στα 1881 νιόβγαλτος agrégé ξέδωκε και το πρώτο του βιβλίο, μια μελέτη του μιας κωμωδίας του Λατίνου Τερέντιου, τους Αδελφούς, που και σήμερις ακόμη διδάσκεται στα λύκεια και στο πανεπιστήμιο. Και την ακόλουθη χρονιά παντρεύτηκε με την κόρη του μεγάλου Ερνέστου Ρενάν. Τρία χρόνια ύστερα απ' το πρώτο του βιβλίο, ξέδωκε ένα άλλο τόμο «Essai de phonetique néo-grecque» και την ακόλουθη χρονιά ακόμη ένα «Sur les doublets syntactiques du grec moderne». Και την ίδια χρονιά, δηλαδή στα 1884, διορίστηκε καθηγητής της Ελληνικής γλώσσας στη Σκολή των Ανωτέρω Σπουδών που εδρεύει στη Σορμπόνα. Στο μάθημά του αυτό, που είναι το ανώτερο μάθημα της Ελληνικής γλώσσας μιας ολόκληρης Γαλλίας, ξετάζει και διδάσκει την ιστορία της γλώσσας μας από τον Όμηρο ίσια με τα χρόνια τα δικά μας. Κοντά στο νου αναγκάζεται κάθε τόσο να μελετά έναν ένανε τους τύπους τους αρχαίους, αφού ψάχνει να βρει τι απόγινε κατόπι στη ζωντανή μας γλώσσα ο τάδε ή ο τάδε τύπος, ξετάζει βέβαια και τι θα πει γλώσσα, τι θα πει κοινή, αρχαία, δημοτική λαλιά. Ξένοι πολλοί πηγαίνουν, κάμποσοι απ’ αυτούς είναι τώρα καθηγητές σε μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης.

Ο Ψυχάρης αν και έγινε γνωστός στον πνεματικό κόσμο της Γαλλίας με την καθηγεσία του και τις μελέτες που προανάφερα, εκείνο όμως που πραματικά τον ανάδειξε είναι η σπουδαία του μελέτη που ξέδωκε στα 1886 με τον τίτλο: «Δοκίμιο νεοελληνικής ιστορικής γραμματικής» σε δύο τόμους, έργο που βραβεύτηκε απ' το Institut de France με το βραβείο Volney, και που δεν μπορεί παρά να μείνει κλασικό στη σπουδή της Ελληνικής γλώσσας.

Και ξακολουθώντας τη δράση του και προετοιμάζοντας το μεγάλο του έργο, κατέβηκε τον άλλο χρόνο στην Ελλάδα, επισκέφτηκε τα δυο πνεματικά κέντρα του γένου μας, την Αθήνα και την Πόλη, επισκέφτηκε τη Στερεά, τη Θεσσαλία, τα νησιά, μικρά και μεγάλα και σα γύρισε πίσω, έγραψε στα 1888 το περίφημο « Ταξίδι του» και το 'στειλε στην Ελλάδα για να της φέρει το μεγάλο ξύπνημα το πνεματικό.

Εκείνο τον καιρό, δηλαδή στα 1888 και πριν ο ελληνικός κόσμος δεν έβλεπε την πραματικότητα. Σειρά από ουτοπίες ήταν όλη η ιδεολογία του. Η ζωή και η εξέλιξη, μ' άλλα λόγια αυτή η πραματικότητα, γι’ αυτούς δεν ήταν τίποτε, και γι’ αυτό είχαν τότε, και είναι δυστύχημα που έχουμε ακόμη, λαϊκή μόρφωση πρωτόγονη, ανώτερη παιδεία μεσαιωνική, χαραχτήρα ασταθή και με κανένα πρόγραμμα, και όργανο κάθε πνεματικής εκδήλωσης την καθαρεύουσα, ποτισμένη με την περιφρόνηση για τα ζωντανά εθνικά στοιχεία και με την αρχαιομανία. Πρέπει, φωνάζανε, να μάθουν όλοι οι Έλληνες την καθαρεύουσα για να κρατήσουμε την ενότητά μας με τους αρχαίους, πρέπει και μ' αυτό το μέσο να δείξουμε στον κόσμο πως πραματικά παιδιά των αρχαίων είμαστε. Να λοιπόν κι η πιο μεγάλη τους ουτοπία.

Και με αυτήν την πεποίθηση, ριζωμένη στης ψυχής τους το βάθος, προσπαθούσανε να σταματήσουν την εξέλιξη και να δημιουργήσουνε φιλολογία σε γλώσσα που αυτοί της όριζαν στο χαρτί τους νόμους της και το λεξικό της. Τα σχολεία, η εκκλησία, τα βιβλία, οι φημερίδες, τους βοηθήσανε πολύ και καταφέρανε μ' αυτά ν' αποναρκώσουνε τον κόσμο και να τον κάμουνε να πιστέψει πως πραματικά η γλώσσα που μιλεί είναι πρόστυχη γλώσσα, γλώσσα χαλασμένη, γλώσσα που δεν του δίνει πια δικαίωμα στην αρχαία αθανασία.

Τ' αποτελέσματα τα είπαμε, ούτε παιδεία μας έδωσαν, ούτε φιλολογία, ούτε και πραχτικά εφόδια αρκετά για τη βιοπάλη.

Δεν ξετάζω τις αιτίες που δημιούργησαν τη μεσαιωνική αυτή κατάσταση στα σημερνά μας χρόνια. Οι αιτίες αυτές που είναι κοινωνιολογικές ξετάστηκαν από άλλους. Μέσα σ' αυτό λοιπόν το πνεματικό απονάρκωμα, μέσα σ' αυτό το χάος που δημιούργησε ο δασκαλισμός, παρουσιάστηκε ο Ψυχάρης και κήρυξε πως είναι ψέμα πως η γλώσσα που μιλούμε, που μιλά ένα ολόκληρο έθνος, είναι γλώσσα χαλασμένη, ψέμα πως η δημοτική, η γλώσσα που βρίσκουμε στα δημοτικά μας τραγούδια, μας αποχωρίζει για πάντα από τους αρχαίους, ψέμα πως δεν έχουμε μια γλώσσα κοινή, που όλοι οι έλληνες την καταλαβαίνουν. Και πραματικά με το «Ταξίδι του» έδειξε, τουλάχιστο σ' εκείνους που μπόρεσαν να διουν, πως είχε δίκαιο. Το «Ταξίδι του» αυτό, γραμμένο σ' αυτήν την ως τότε περιφρονημένη δημοτική μας γλώσσα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παραμύθι ενός ταξιδιού στην Ελλάδα, Πόλη και νησιά, με μερικά λόγια μοναχά εδώ κι εκεί σκετικά με τη γλώσσα.

Ο Ψυχάρης δεν είναι ο πρώτος που έγραψε τη δημοτική. Η δημοτική γράφτηκε και πριν απ’ αυτόν. Η ποίηση που θέλει γλώσσα ζωντανή περισσότερο από όλα τα άλλα είδη της λογοτεχνίας, καθιέρωσε πρώτη τη δημοτική. Μα και στο πεζό δεν είναι ο Ψυχάρης ο πρώτος που έγραψε τη δημοτική. Ο Σοφιανός στο 16° αιώνα είχε γράψει Ελληνική γραμματική της δημοτικής. Στα 1791 ο Κωσταντάς έγραψε Γεωγραφία στη ζωντανή γλώσσα. Στην επανάσταση ο Βηλαράς έγραψε τη « Ρομέηκη Γλόσα» και άλλα βιβλία στη δημοτική, ο Σολωμός το διάλογό του με το σοφολογιώτατο, κτλ., μα όλοι αυτοί που δεν είναι παρά πρόδρομοι του Ψυχάρη, γράψανε δημοτική ακανόνιστη, και με πολλά ιδιωματικά.

Ο Ψυχάρης λοιπό, με τα νέα μέσα που του έδινε η νέα επιστήμη η γλωσσολογία, μελέτησε κατάβαθα την ακαλλιέργητή μας μητρική γλώσσα, ξεχώρισε τα πραματικά εθνικά στοιχεία από τα επιβλημένα, ξεχώρισε τα ντόπια απ’ τα κοινά, βρήκε τους φτογγολογικούς της νόμους, έδειξε πως πολλοί απ’ αυτούς κρατιούνται στη δημοτική οι ίδιοι απ’ τα χρόνια τα κλασικά (ιστορικά του νι, ξάπλωση του φωνηέντου της ονομαστικής στις άλλες πτώσες κλπ), βρήκε τους γραμματικούς και συνταχτικούς της κανόνες, κατέβηκε στην Ελλάδα για το ίδιο ζήτημα, βεβαιώθηκε για πολλές λεφτομέρειες και ύστερα από τόση προετοιμασία έγραψε και παρουσίασε για πρώτη φορά μια κοινή κανονισμένη Ελληνική γλώσσα, με όλα τα χρειαζούμενα στοιχεία για να καθιερωθεί, δηλαδή την εθνική μας γλώσσα που μπορεί ο καθένας να τη μιλεί, να την καταλαβαίνει και να τη γράφει. Ίσως μερικοί θελήσουνε να μας πλεροφορήσουν πως αυτή η γλώσσα που μιλούμε είναι λογιώ λογιώνε, γιατί παρατηρήσανε πως διαφορετικά μιλιέται εδώ και διαφορετικά εκεί, και αφού είναι έτσι και δεν είναι μια, δεν μπορεί και να γραφεί με τη χρειαζούμενη ενότητα.

Οι κύριοι αυτοί που μας δίνουνε τέτοιες πλεροφορίες, ξεχνούνε, γιατί φοβούμαι πως δεν το ξέρουνε, πως κάθε χωριό σ' όλο τον κόσμο έχει και κάπως διαφορετική λαλιά, κάθε χωριό και χωριολαλιά. Κλασικό παράδειγμα: Μια σελίδα του Μποκάτσιο μεταφράστηκε, στα 1875, σε εφτακόσιες Ιταλικές χωριολαλιές. Μα εχτός απ’ τις χωριολαλιές κάθε έθνος έχει και την κοινή του, που σκηματίζεται στα κυριότερα πνεματικά του κέντρα, που όλοι μιλούνε όταν είναι, όξω απ’ το χωριό τους, και που την καταλαβαίνουνε όλοι.

Αυτήν την κοινή λοιπό μελέτησε και έγραψε ο Ψυχάρης, έχοντας για αρχή, όπως το λέει στον πρόλογο του «Ταξιδιού», πως όταν η κοινή δημοτική μας γλώσσα δεν έχει μια λέξη που μας χρειάζεται, παίρνει τη λέξη απ’ την αρχαία και προσπαθεί, όσο είναι δυνατό, να την ταιριάξει με τη γραμματική του λαού. Έτσι κάμανε όλα τα έθνη, έτσι θα κάμουμε και μεις. Γραφή της ομιλουμένης λοιπόν και γραφή της κοινής, και μ' ένα λόγο γραφή της κοινής ομιλουμένης είναι το πρόγραμμα του Ψυχάρη.

Μερικοί θα μας πούνε βέβαια πως γραφή της κοινής ομιλουμένης ισοδυναμεί, τουλάχιστο κατά το μισό, με γραφή της καθαρεύουσας, γιατί μιλώντας μιλούμε μια μιχτή, που δεν είναι η δημοτική που γράφει ο Ψυχάρης. Και μερικοί βασίζονται σ' αυτό, δηλαδή στο ότι στην κουβέντα μας μεταχειριζόμαστε και την καθαρεύουσα, για να βγάλουνε συμπέρασμα πως η καθαρεύουσα είναι ένα «καθεστώς» και σαν καθεστώς η δημοτική δε θα μπορέσει ολότελα να την ξεριζώσει, και γι' αυτό συμπεραίνουν πως θα γίνει ένας συβιβασμός, που η δημοτική θα του δώσει τα περισσότερα στοιχεία, μα κι η καθαρεύουσα θα δώσει αρκετά.

Ας ξετάσουμε το ζήτημα.

Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως κάθε ομιλία είναι δύο ειδώνε, δηλαδή σοβαρή και κοινή, και πως οι λέξες κάθε γλώσσας είναι επίσης δυο ειδώνε, δηλαδή λέξες σοβαρές ή δασκαλεμένες (mots savants) και λέξες κοινές (mots populaires). Στη σοβαρή ομιλία βρίσκουμε τις δασκαλεμένες λέξες, και στην κοινή ομιλία τις κοινές λέξες. Τις δασκαλεμένες ή σοβαρές λέξες μαθαίνουμε στο σκολείο απ' το δάσκαλο και τα βιβλία, που λίγο λίγο μας επιβάλλουν. Τέτοιες λέξες είναι και οι εξής: βαρύτης, φωνήεν, φθόγγος, εξέλιξις, η παράλληλος και όλες οι επιστημονικές λέξες. Τις κοινές λέξες μαθαίνουμε στο σπίτι από παιδιά, τέτοιες είναι και οι έξης: Μητέρα, πατέρας, μύτη, πόδια, νερό, βρύση, ταβάνι, σκόνη κλπ. Αυτές οι λέξες, δηλαδή οι κοινές μοναχά, είναι οι καθαυτό ζωντανές λέξες κάθε γλώσσας, και γι' αυτό αυτές μοναχά ακολουθούνε την πραματική εξέλιξη της γλώσσας, ενώ οι άλλες οι δασκαλεμένες, που είναι μισοζώντανες, παντού και πάντοτε δεν κάμουν παρά να συμμορφώνονται με τις κοινές για να παίρνουν κι αυτές την όψη της ζωής. Είπαμε πως το «καθεστώς» της καθαρεύουσας, που παραδέχονται μερικοί, παρατηρείται στη σοβαρή κουβέντα που, καθώς είπαμε, έχει πολλές δασκαλεμένες λέξες. Είπαμε όμως πως οι δασκαλεμένες λέξες δεν είναι εκείνες που αντιπροσωπεύουν την αληθινή ζωή κάθε γλώσσας, γιατί είναι λέξες οι περισσότερες επιστημονικές που τις μαθαίνουμε από τον καθηγητή και τα βιβλία. Αυτές τις δασκαλεμένες λέξες μπορούμε να μάθουμε να τις λέμε σε ό,τι γλώσσα και αν είναι, και σε νεκρή ακόμα, χωρίς αυτό διόλου να μας πειράζει τα νεύρα.

Αφού λοιπόν και νεκρές λέξες μπορούνε ν' αντικαταστήσουν τις δασκαλεμένες αυτές λέξες της σοβαρής μας ομιλίας, δεν είναι διόλου λογικό να παραδεχτεί κανείς πως αυτές οι δασκαλεμένες λέξες της σοβαρής μας ομιλίας, μορφωμένες σύφωνα με το φτογγολογικό και τυπικό της αρχαίας, θα κατορθώσουνε να νικήσουν τις ίδιες δασκαλεμένες λέξες της δημοτικής, που έχουνε σύχρονη και ζωντανή μορφή. Σύφωνα με το φυσικό νόμο, το πιο ζωντανό θα νικήσει το λιγότερο ζωντανό και έτσι οι δασκαλεμένες λέξες της δημοτικής δεν μπορούν παρά να νικήσουν τις δασκαλεμένες λέξες της καθαρεύουσας. Ώστε το περίφημο «καθεστώς» της καθαρεύουσας δεν είναι παρά το τελευταίο κούφιο δόντι που ζητούν οι δημοτικιστές να βγάλουν και να καθαρίσουν, έτσι τελειωτικά πια, τα στόματα μερικών !

Πολλοί μόλις ανοίξουν ένα βιβλίο του Ψυχάρη και διαβάσουνε μερικές γραμμές, άξαφνα σταματούνε σε μια λέξη και μας λένε, πως αυτή η λέξη ή αυτός ο τύπος είναι πρόστυχος ή πως κανείς δεν τόνε λέει, και απ’ αυτή τη λέξη ή τον τύπο που δεν εγκρίνουν, δηλαδή απ’ αυτή τη λεφτομέρεια, βγάζουνε συμπέρασμα γενικό που καταδικάζει αμέσως ολόκληρο το έργο του Ψυχάρη. Μα εμείς έτσι δεν πρέπει να κρίνουμε. Πρέπει πρώτα να σκεφτούμε πως τη δημοτική γλώσσα δεν τη διδαχτήκαμε, όπως ο Γάλλος ή ο Άγγλος διδάσκεται τη δική του, και γι' αυτό δεν μπορούμε να την ξέρουμε, και έπειτα πως κάθε ζήτημα έχει αρχή και τέλος, έχει μεγάλες γραμμές και λεφτομέρειες, και πως γι' αυτό και στο ζήτημα της γλώσσας, που είναι βέβαια και αυτό ένα ζήτημα, πρέπει ν' αρχίσουμε να το ξετάζουμε απ' την αρχή, και όχι από μια λέξη, δηλαδή από την τελευταία λεφτομέρεια, να βγάζουμε συμπέρασμα.

Ο Ψυχάρης αν και έγραψε μια γλώσσα κοινή δημοτική που για πολλούς είναι όσο μπορούσε τέλεια, εκείνος όμως ποτέ του τέτοιο πράμα δεν είπε. Το εναντίο δεν έπαψε να λέει πως «Πρώτος μαθητής σας θα προκηρυχτώ άμα με πείσετε πως αντίς τον τάδε τύπο, πιο σωστά τον τάδε πρέπει να συνηθίσω».

Ας ακούσουμε τώρα τον ίδιο τι λέει σχετικά με το γλωσσικό μέρος του έργου του

Απολογία, σελ. 295, Κεφάλαιο «Απρόσωπο και γενικό». «Μια μικρή, αχ! πολύ μικρή αλήθεια θαρρώ πως έτυχε να βρω και γω στην περαστικιά μου τη ζωή, μιαν αλήθεια που τη στιγμή εκείνη, ακόμα κι α δεν ήμουνε γεννημένος, θα 'ρχότανε στη θέση μου κανένας άλλος που θα την έβρισκε. Τουλάχιστο με τέτοιο νόημα είπα στο Ταξίδι μου, (Ταξ. β' σελ. 51) ατενίζοντας το μνήμα και τη δόξα ενός μεγάλου ποιητή [του Β. Ουγκώ]»

«—Σου μιλώ μια γλώσσα, που δεν την έχει ο καθένας και που μπορείς και συ να μας τη ζουλέψεις, μια γλώσσα που είναι παιδί και μοναχοκόρη της παλιάς ελληνικής, την καινούργια μας τη γλώσσα, που πρώτος εγώ σήμερα τη γράφω!»(*) Και το είπα δίχως να θελήσω να πειράξω κανένα, δίχως να θελήσω να καφκηθώ· πολύ απλά το είπα. Εννοείται πως τη γράψανε άλλοι πολλοί πριν από μένα· την έγραψε κι ο Σπανέας κι ο Πρόδρομος στον εντέκατο δωδέκατο αιώνα· τη γράψανε κατόπι στα χρόνια τα δικά μας Έλληνες περίφημοι και ξακουστοί, ένας Βηλαράς, ένας Σολωμός, ένας Βαλαωρίτης, που με σέβας, με αγάπη, με λατρεία, με καρδιοχτύπια, πάντα έπεσα μπροστά τους γονατιστά, να τους προσκυνήσω. Ελπίζω να μη μου τ' αρνηθεί ποτέ του κανένας, πως αντίς τάχα να γυρέβω κάπως να σκεπάσω τα ονόματα εκεινώνε που πρωταγωνιστήκανε για την Ιδέα την αθάνατη, δεν έκρυψα το τι τους χρωστούμε, το τι ο ίδιος τους χρωστώ, και πως δε δόξασα, με ταπείνωση και με χαρά, το μεγάλο κατόρθωμά τους. Αχάριστη δεν είναι η ψυχή μου — μα μήτε και καταδέχεται να είναι. Τέτοιες μικροπρέπειες ανάγκη δεν τις έχω. Κανένα δεν ξεχνώ. Θυμούμαι και τον αγαθό μας τον Κονεμένο που με τα βιβλία του τα πεζά κατάφερε να προχωρήσει το ζήτημα, κατάφερε και κάτι πιο σημαντικό, να βαστάξει την παράδοση, να μην αφήσει τη σειρά να κοπεί, τη σειρά του Βηλαρά, του Σολωμού και του Βαλαωρίτη, γιατί θαρρώ πως ο Κονεμένος — και δεν τον ξεπέφτω λέγοντας αυτό — είναι πιο πολύ της περασμένης της γενιάς παρά της εποχής της δικής μας. Μα είναι και άλλοι δυο τρεις που γράψανε τη δημοτική στα πεζά, επειδή για τα πεζά είναι ο λόγος μας εδώ· είναι ο Γέρο Κρητικός, στα 1858, με τη «Δεύτερη φυλλάδα για τζοι Τούρκους τζη Κρήτης», μια σπάνια φυλλάδα που μου τη χάρισε ο Βλαχογιάννης. Είναι ο τίμιος ο Σπηλιωτάκης που στα 1881 έβγαλε κι αφτός άλλη φυλλάδα που τώρα τελευταία την ξανατύπωσε ο Νουμάς. «Βέβαιο λοιπόν πως τη δημοτική, πριν από μένα, τη μεταχεριστήκανε κι άλλοι. Ως τόσο τι να γίνει, που την έγραψα πρώτος; Ή σαν προτιμάτε τη γράψανε και οι άλλοι· εγώ την έκαμα γλώσσα. Πήγα, ξεσκάλισα ήσυχα και μεθοδικά, τους νόμους της, το λεχτικό της, το πνέμα της, τη γραμματική της, ξεχώρισα τα ντόπια και τα κοινά, για να φανεί γλώσσα· τη λύτρωσα μ' ένα λόγο, από κάθε σκλαβιά· την έστησα στη μέση της Ελλάδας ανεξάρτητη, με ύπαρξη δική της, με δικό της είναι. Είμαι κουφός στις φωνές, στις βρισιές και στο μίσος· την κακή θέληση δεν τη βλέπω. Φανατισμός, ή όπως κι αν πούνε· υπάρχει ένας άγιος φανατισμός που είναι ο φανατισμός της αλήθειας. Ό,τι έγινε, ήτανε ανάγκη να γίνει. Τώρα ίσια ίσια μας χρειαζότανε απρόσωπο σύστημα και γενικό· βρέθηκε, γιατί έπρεπε να βρεθεί». «Το Ταξίδι μου», Έκδ. Β', σελ. 4.

«Βρήκα τις προάλλες στα χαρτιά μου τα σημειωματάρια που γιόμιζα μέρα τη μέρα με λογιώ λογιώνε ακουστά και ειδωτά. Κατόπι, αν η Ελλάδα δείξει στο τέλος περιέργεια περισσότερη και περισσότερη αγάπη για την εθνική της τη γλώσσα και για τη δουλειά που κάμαμε, ως που να την κανονίσουμε και κανονισμένη πια να της την καθιερώσουμε τη γλώσσα την εθνική, όσοι τύχει και διαβάσουνε κατόπι τα σημειώματά μου εκείνα, θα καταλάβουνε πως είχα τους λόγους μου όταν έγραψα το «Ταξίδι μου», πως δεν καταπιάστηκα τέτοιο βιβλίο, χωρίς πρώτα να ξετάσω τα καθέκαστα κι από τα καθέκαστα να μορφώσω γνώμη που να στέκει. Την ιστορική μας γραμματική την είχα μελετήσει χρόνια πριν ξαναβγώ στο ρωμαίικο. Και στα μαθήματά μου και σε άρθρα επιστημονικά και σα αλάκαιρους τόμους είχα ξηγήσει τύπους, λέξες και κανόνες. Ο σκοπός μου, σαν ξαναπήγα κάτω, ήτανε να βεβαιωθώ για κάμποσα που από μακριά βρισκόμουνε σε ανάγκη να τα συμπεράνω μόνο και μόνο, συχνά και να τα υποθέσω. Πόσες φορές με τ' αφτιά μου άκουσα εκείνα που όσο σπούδαζα, μάντεβα μόνο την ύπαρξή τους. Μεγαλύτερη χαρά για το γλωσσολόγο δεν έχει και την απόλαψα τότες με κάθε λέξη που μάζωνα. Πήγα στα σκολειά, ελληνικά, δημοτικά και γυμνάσια, πήγα στη Μεγάλη του Γένου Σκολή, κράτησα σημείωση για κάθε παράδοση, κάθε τάξη όπου πήγα. Μίλησα με τους βαρκάρηδες ή τους καϊξήδες, μίλησα με τους φτωχούς και μικρούς, μίλησα με την πιο διαλεχτή, με την καλύτερη κοινωνία. Παντού έβλεπα τους ίδιους νόμους να βασιλέβουνε, στρεβλωμένους κάπου κάπου από την καθαρεύουσα με τον ίδιο τρόπο. Καταντούσε λοιπόν πολύ έφκολο να ξεκαθαρίσει κανείς τους κανόνες τους αληθινούς, να βρει το σύστημα το σωστό της γραμματικής, να διορθώσει τα ίδια λάθια που τα 'φταιγε πάντα η καθαρέβουσα. Τα λάθια διορθωνόντανε και μοναχά τους, γιατί κι αφτό παρατήρησα, πως κοινωνία και λαός, αγράμματοι και γραμματισμένοι, διορθώνουνε παντού, ίδια κι απαράλλαχτα, τους δασκαλισμούς. Μια μέρα, στο βαπόρι που από το Γεφύρι της Πόλης κατεβαίνει στο Φανάρι, όπου πήγαινα κι αντίγραφα κάτι χερόγραφα παλιά, έτυχε να καθίσω κοντά σε τρεις τελειόφοιτους της Μεγάλης του Γένου Σκολής, που σας έλεγα. Ποτέ μου θαρρώ δε χάρηκα περισσότερο. Μιλούσανε αναμεταξύ τους την καθάρια δημοτική· ακόμη και σαν κουβεντιάζανε για το σκολειό, για πολιτικά, γι' αψηλά αντικείμενα, τύπος δεν τους ξεγλιστρούσε στην κουβέντα που ο φανατικός εγώ να μην τον παραδεχόμουνε αμέσως. Με δυο λόγια, όπου κι αν ήμουνε, τη γλώσσα του μιλούσε το έθνος».

Απολογία, σελ. 137, Κεφάλαιο «Το χρέος». «Εγώ θαρρώ πως το χρέος μου κάπως το 'καμα. Θέλετε να μας ακούσετε; Καλά. Τότες ν' αγκαλιαστούμε, γιατί θα σας αγαπήσω που στο τέλος καταλάβατε, που γυρέβετε τ' όφελός σας. Από την αγάπη σας για σας τους ίδιους θα σας αγαπήσω, γιατί μου έδωσε η φύση καρδιά για τους άλλους. Ειδεμή τι με μέλει και τι κακό θα βγει για μένα; Μα δε θέλετε ν ακούσετε; Δουλειά δική σας. Εμείς δε βιάζουμε κανένα και περιττές οι φωνές. Τι μέσα έχω κιόλας για να βιάσω και να επιβάλω; Δεν είναι τάχα περίεργο να το λέτε; Κοιτάξτε με και πείτε αν είμαι τίποτις. Τι θέση κατέχω στην Ελλάδα; Είμαι βουλεφτής; Είμαι υπουργός; Καθηγητής είμαι; Τυπώνουνται τα βιβλία μου τζάμπα; Οι τίτλοι που μου δώσατε, πού είναι; Τι δύναμη έχω, σας παρακαλώ; Ήρθα μια μέρα, μόνος, χωρίς δύναμη καμιά, χωρίς ασκέρι, χωρίς να με γνωρίζει, χωρίς να με διαφεντέβει κανείς, χωρίς ένα φίλο· ήρθα και σας είπα την αλήθεια. Φαίνεται πως θα 'ναι δύναμη κι αφτό, αφού από τότες με πολεμάτε. Με πολεμάτε, δηλαδή πολεμιέστε μοναχοί σας. Μοναχοί σας βιάζετε τον εαφτό σας κι επιβάλεστε μοναχοί σας, επειδή κι η αλήθεια, όσο κι αν καμώνεστε πως δεν τη βλέπετε, υπάρχει τόσο πολύ που σας σηκώνει στο ποδάρι με το κεντιστήρι της τ' ακούραστο, ίσια ίσια γιατί θαρρείτε πως βολετό σας είναι ν' αρνηθείτε την ύπαρξή της. Εγώ προσπάθησα ό,τι μπόρεσα, κι όσο μπόρεσα. Κι ακόμα θα προσπαθήσω. Τον ίσιο δρόμο σάς τον έχουμε χαραγμένο κι ανοιχτό. Τον εθνικό το δρόμο. Και να το ξέρετε πως αυτός είναι όπως σας τον ερμηνέβω κι όπως ξαπλώνεται τώρα μπροστά σας, ο μοναδικός, ο σωστός ο δρόμος».

Και το μεγαλείο του Ψυχάρη δεν είναι, μοναχά η μεγάλη του γλωσσολογική δουλειά, είναι και κάτι άλλο, που είναι επίσης σπουδαίο. Ο Ψυχάρης, αντίθετα με τους προδρόμους του που προανάφερα, κατόρθωσε μέσα στο νάρκωμα της καθαρευουσιάνικης κοινωνίας, μέσα στη γενική πεποίθηση πως η δημοτική μας γλώσσα είναι για περιφρόνηση, να κάμει ώστε ν' ακουστεί το κήρυγμά του, να ξυπνήσουνε μερικοί, να πάρουν το μέρος του, αυτοί να ξυπνήσουν άλλους, και σιγά σιγά να δημιουργήσει οπαδούς και να φέρει αυτός πρώτος το ζήτημα της γλώσσας σε συζήτηση, που δεν μπορεί παρά μια μέρα να μας δώσει τη λύση. Είπαμε πότε παρουσιάστηκε ο Ψυχάρης, ότα δηλαδή οι επίσημοι του γένου μας και οι γραμματισμένοι, είχαν ήδη πείσει όλο τον ελληνικό κόσμο πως πρέπει να περιφρονεί τη γλώσσα που μιλεί, σα χαλασμένη και τουρκεμένη που είναι, και να προσπαθεί ν' απομακρύνεται απ’ αυτήνε, για να φτάσει, όσο το δυνατό πιο κοντά, στην κλασική ελληνική.

Ο Ψυχάρης λοιπόν ήρθε και έριξε κάτω τα είδωλα τω δασκάλω, με σαρκασμό αμίμητο μίλησε πάντα γι' αυτούς και κήρυξε πως ένας λαός ζωντανός θέλει, ζωντανή γλώσσα. Αυτό το πράμα επόμενο ήτανε να μην αρέσει στον τότε ελληνικό κόσμο. Ξεσηκωθήκανε όλοι και όλοι με μια φωνή και αγανάχτηση απερίγραφτη καταδικάσανε βέβαια το κήρυγμα του Ψυχάρη, αρχίσανε να του χαρίζουν όλα τα πιο άπρεπα επίθετα και να φωνάζουν, άλλοι πως ο Ψυχάρης γράφει γλώσσα της φαντασίας του, που αδύνατο να την καταλάβει κανείς, άλλοι πως γράφει γλώσσα ενός μοναχά χωριού, άλλοι πως γράφει τη γλώσσα τω γαλατάδων, κλπ., κλπ., και όλοι μαζί, πως καταστρέφει τη γλώσσα. Και αφού τέτοια έλεγαν οι σοφοί, οι άλλοι θεωρήσανε βέβαια περιττό όχι να διαβάσουνε, μα ούτε κάνε να αγγίξουνε τα βιβλία του Ψυχάρη. Δεν υπάρχει βιβλίο στην Ελλάδα που να μιλήθηκε περισσότερο απ’ το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, και που να διαβάστηκε λιγότερο. Ο καθένας ήτανε και είναι πάντα έτοιμος να κατακρίνει το βιβλίο αυτό και όλο του το έργο, μα το περίεργο είναι πως απ’ αυτούς τους κυρίους κανένας, μα κανένας, δεν το έχει διαβάσει. Δεν πιστεύω να μου αρνηθείτε ποτέ, πως για να κρίνει ή κατακρίνει κανένας το έργο ενός αθρώπου, πρέπει πρώτα να το έχει διαβάσει. Και όμως εδώ είναι το κλειδί, γιατί εκείνοι που κατηγορούνε τον Ψυχάρη δε διαβάσανε τα βιβλία του, και εκείνοι που τα διαβάσανε δεν τον κατηγορούνε πια.

Αν και λοιπόν όλοι οι γραμματισμένοι και μ' αυτούς και οι μισογραμματισμένοι, υποδεχτήκανε το «Ταξίδι» με τέτοια αγανάχτηση, δυο σηκώσανε αμέσως τη φωνή τους, τότε στα 1888, και, πήραν το μέρος του Ψυχάρη. Ο πρώτος είναι ο Ροΐδης, η ξέχωρη αυτή φυσιογνωμία, που έγραψε μια τίμια κρίση του «Ταξιδιού», δέχτηκε το κήρυγμά του, και αναγνώρισε αμέσως και την αξία του Ψυχάρη και τη σημασία του «Ταξιδιού» του, και ο δεύτερος είναι ο γνωστός Γαβριηλίδης, που από τότε δεν έπαψε να υπερασπίζεται τη δημοτική και να δημοσιεύει στην εφημερίδα του, όταν τύχαινε, μελέτες ή γράμματα του Ψυχάρη.

Πέντε χρόνια ύστερα από την έκδοση του «Ταξιδιού» του, ο Ψυχάρης κατέβηκε πάλε στην Ελλάδα, μα τη φορά αυτή με ιδιαίτερη αποστολή της Γαλλικής Κυβέρνησης. Εκείνα τα χρόνια οι καθαρευουσιάνοι ξαναθυμήθηκαν τον Ψυχάρη και άρχισε πάλε ο πόλεμος. Και αυτός ο Χατζιδάκις ο γλωσσολόγος, αν και πολλές φορές παραδέχτηκε τα δικαιώματα της ζωντανής μας γλώσσας, σα γλωσσολόγος που είναι, κηρύχτηκε όμως απ’ την αρχή αντίπαλος του Ψυχάρη. Εκείνο ακριβώς το χρόνο, δηλαδή όταν ο Ψυχάρης κατέβηκε για δεύτερη φορά στην Αθήνα, ο Χατζιδάκις τόλμησε και έγραψε πως ο Ψυχάρης πλέρωσε, αγόρασε και δημοσίεψε με τ' όνομά του, εργασία ενός φτωχού του μαθητή. Εδώ περνούσε πια τα όρια και έθιγε όχι μόνο την αξιοπρέπεια του Ψυχάρη, μα και την επιστημονική του φιλοτιμία. Μια λύση είδε, να τον προσκαλέσει και με το πιστόλι στο χέρι να δώσει λόγο της κατηγορίας του.

Πήγαν οι μάρτυροι του Ψυχάρη, βρήκαν το Χατζιδάκι, μα αυτός δείλιασε κι αρνήθηκε να μονομαχήσει! Τότε οι φοιτητές μαζευτήκανε, βγάλανε ψήφισμα εναντίο του Ψυχάρη, και παινέσανε βέβαια το Χατζιδάκι, δηλαδή εκείνον που χωρίς την ελάχιστη ντροπή καταδέχτηκε να συκοφαντήσει! Βλέποντας τα πράματα αυτά ο Ψυχάρης έγραψε στο Γαβριηλίδη ένα γράμμα που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη και που είναι και μια ήσυχη απάντηση στις τόσες βρισιές που δεν πάψανε να δημοσιεύουνται.

Αξίζει τον κόπο να το ακούσετε: Ρόδα και Μήλα Β' σελ. 109.

Φίλτατέ μου, «...Βέβαια, η μονομαχία, το ντουέλλο, είναι κακό πράμα, είναι μάλιστα και πράμα άδικο, αφού μπορεί να σκοτωθεί και κείνος που έχει δίκιο. Έπειτα, ή να σε σκοτώσουν ή εσύ να σκοτώσεις άθρωπο, είναι και τα δυο φοβερά. Έχει όμως κι η μονομαχία τα καλά της. Είναι και της ανάγκης. Μας μαθαίνει να 'χουμε τρόπους σοβαρούς, να συλλογέται ο νους προτού γράψει το χέρι. Αλλιώς κι η αξιοπρέπεια θα μας έλειπε. Είναι, σύστημα αχαμνό που ακολουθούνε μερικοί και βρίζουνται κάθε τόσο. Βρίζουνται, γιατί ξέρουν πως τίποτις δε θα βγει Σήμερα σε λέω ψέφτη και κλέφτη. Με λες άβριο τα ίδια και συ. Έτσι είμαστε ένα ένα. »Θα 'γραφαν πολλοί πιο σοβαρά, θα 'πιανε κι ο λόγος τους περισσότερο τόπο, αν την ώρα που γράφουν είχανε στο νου τους πως δεν είναι παίξε γέλασε η πέννα. Πρέπει κανείς να στοχαστεί καλά ως πού μπορεί να τον πάει ο λόγος που θα πει και να πάει ο ίδιος ως εκεί. Πρέπει να βάλει στο νου του πως είναι ζήτημα τιμής και ζωής — ένα είναι — κι αφτό κάποιο νόημα έχει σ' όλους τους τόπους του κόσμου. »Δε θα ήτανε μάλιστα άσκημο διόλου να ξέρει εκείνος που γράψει πως από την πέννα του μπορεί να στάξει θάνατος ή ζωή, και να πει μέσα του πρώτα "Βαστάω ή δε βαστάω να το γράψω; Θυσιάζω ή δε θυσιάζω και τη ζωή μου και του αλλουνού τη ζωή;" Θαρρώ πως θα γράφουνταν πολύ λιγότερες αηδίες, πως θα 'στρωναν κάπως και τα ήθη. Έτσι μαθαίνει κανείς να σέβεται τον πλησίο του και του πλησίου του την τιμή και τη ζωή. Μαθαίνει όμως να σέβεται και τον εαφτό του.

»Νομίζω Λοιπόν πως κι οι καλαμαράδες θα βάζανε γνώση και θα μιλούσαν πιο φρόνιμα, αν τα συλλογιούνται πρώτα αυτά που είπαμε. Κι αν πάλε δεν τα ξέρουν, καιρός είναι να τα μάθουνε. Πως είναι δάσκαλος ή καλαμαράς, δεν πάει να πει διόλου πως μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Να βρίζει κανείς, να συκοφαντάει, κι έπειτα σαν του γυρέβεις ικανοποίηση, να χλωμιάζει και να φέβγει, είναι ντροπή όχι μόνο στο Παρίσι, μα και σ' όλη τη Ρωμιοσύνη, γιατί κι ο Ρωμιός δεν τα πολυσηκώνει τα τέτοια. »Εγώ, φίλε μου, είμαι γεννημένος Ρωμιός, είμαι και γάλλος πολίτης. Κάφκημά μου και τα δυο. Τέτοιος ήρθα και τέτοιος θα πάω. Πάντα το είπα και δεν το 'κρυψα ποτές, γιατί συνήθεια δεν έχω μήτε να κρύβω, μήτε να κρύβγουμαι. Όλα τα χρωστώ στη Γαλλία, που σαν πατρίδα μου την έχω. Και τα παιδιά μου είναι της Γαλλίας παιδιά και το αίμα μου δικό της· μάλιστα και τώρα που ήρθα στην Ελλάδα, κι αφτό στη Γαλλία το χρωστώ. Είμαι και γάλλος καθηγητής και το 'χω για δόξα.

»Εκείνα που έκαμα εδώ για τη γλώσσα και τη φιλολογία, για το εθνικό μας, για το άγιο αυτό ζήτημα, τα 'καμα γιατί λατρέβω την Ελλάδα, γιατί δε θέλησα να φύγω έτσι, να της πω έχε γεια, να την παρατήσω, γιατί έλεγα πως κάτι της χρωστούσα. Της χρωστούσα τούτο δηλαδή, που γεννήθηκα, που είμαι Ρωμιός. »Και μ' αυτά, φίλε μου, σώνει. Έγραψες, μια φορά κι έναν καιρό, τόσα καλά για μένα, που σ' έβαλα στην καρδιά μου και που δεν μπορώ ποτέ μου να το ξεχάσω. Το χρέος του πρώτα απ’ όλα κι ό,τι κι αν πούνε, πρέπει να κάμει ένας άντρας. Αυτό μόνο είναι της ζωής μου το καμάρι».

Ο πολύ φίλος σου.

Η πολεμική των αντιπάλων του Ψυχάρη ξακολούθησε με την ίδια λύσσα και με περισσότερη ακόμη, γιατί βλέπανε την πρόοδο του δημοτικισμού, βλέπανε πως οι πλατωνικές συκοφαντίες δεν ήταν πλέον αρκετές για να καταπνίξουνε το δημοτικισμό και στα 1901 βρήκανε για ευκαιρία τη μετάφραση της Νέας Διαθήκης του Πάλλη, για να φανατίσουν το λαό, να δημιουργήσουν τις τότε ταραχές και να κηρύξουν τη δημοτική μας γλώσσα σε διωγμό, πείθοντας τον κόσμο πως οι δημοτικιστές που μεταφράσανε τα Βαγγέλια, το κάμανε για να χαλάσουνε τη γλώσσα τώνε Βαγγελίων και για να μπορέσουνε να έρθουν έπειτα οι Ρώσσοι και να μας πουν, πως ούτε Έλληνες είμαστε, ούτε και ελληνική Εκκλησία έχουμε! Όργανα λοιπόν της πασλαβιστικής εταιρίας οι δημοτικιστές, άθρησκοι οι δημοτικιστές, πλερωμένοι οι δημοτικιστές!

Τότε ο Ψυχάρης, σαν τίμιος αρχηγός της Ιδέας, θέλησε να δείξει στην Αθήνα πως άδικα και παράλογα πράματα είναι αυτά που λένε, και πως η βία είναι μεσαιωνικός τρόπος υπεράσπισης μιας Ιδέας. Έγραψε λοιπόν τα καθέκαστα στον Κακλαμάνο, για να δημοσιευτούνε στο «Νέο Άστυ », μα πήρε απάντηση πως το «Νέο Άστυ» δε θα δημοσιέψει πια τίποτε του Ψυχάρη. Έγραψε και του Γαβριηλίδη, του φίλου του, μα κι εκείνος την ίδια απάντηση του έδωσε. Και τότε, έτσι αποκλεισμένος, ενώ όλοι καθημερινά τόνε συκοφαντούσανε, του φάνηκε περίεργο και με πίκρα έγραψε του Γαβριηλίδη, πως στο Παρίσι πολλές φορές πήγανε σπίτι του, εχτός από γάλλοι, ως και άγγλοι και γερμανοί φημεριδογράφοι να του ζητήσουνε τη γνώμη του για τα βαγγελικά, και πως μονάχα στην Ελλάδα, που γι' αυτήνε δουλεύει και πασκίζει μέρα νύχτα, δεν μπορεί να τήνε πει. Μα σε λίγο οι δημοτικιστές αποχτήσανε και όργανο δικό τους, το «Νουμά», και λέφτερα πια μπορούσανε να πούνε τη γνώμη τους και να υπερασπιστούνε. Σ' αυτόνε για πρώτη φορά δημοσίεψε υ Ψυχάρης την «Απολογία» του, που στα 1906 έβγαλε και σε χωριστό βιβλίο. Σ' αυτόν τον τόμο ξηγά ο Ψυχάρης όλο του το σύστημα, δηλαδή ξηγά όλες τις λεφτομέρειες τις σκετικές με τη μέθοδο, το τυπικό, το φτογγολογικό και λεξικό που ακολούθησε στα βιβλία του, και γι' αυτό όποιος θέλει να κρίνει λιγάκι σοβαρά το σύστημα του Ψυχάρη, πρέπει χωρίς άλλο, να διαβάσει μαζί με το «Ταξίδι» του, τουλάχιστο και την «Απολογία» του, που είναι και ο γλωσσολογικός πρόλογος του «Ταξιδιού», για να διει πρώτα με τι έννοια έβαλε κάθε λέξη, ποια η αιτία κάθε τύπου, και έπειτα να κρίνει.

Στα 1903 νέα τιμή έκαμε η Γαλλία στον Ψυχάρη διορίζοντάς τονε καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας στη Σκολή των Ανατολικώ Γλωσσών. Αυτό το πράμα πείραξε τους καθαρευουσιάνους, που είχανε την Αρχή, δηλαδή τη δύναμη, στα χέρια τους, μα λιγάκι αργά, γιατί μονάχα στα 1908 φαίνεται πως το 'μαθαν και τότε βλέπουμε να γίνεται ζήτημα μέσα στη Βουλή κι ο μακαρίτης Κυριακούλης Μαυρομιχάλης να ζητά απ’ την Ελληνική Κυβέρνηση να επέμβει και να ζητήσει απ’ τη Γαλλική Κυβέρνηση την πάψη του Ψυχάρη!

Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να μας δείξει πως σκέφτουνταν οι τότε πολιτικοί μας.

Ζητούσε δηλαδή ο Μαυρομιχάλης, που ούτε πάτησε στο μάθημα του Ψυχάρη για να διει τι διδάσκει, να επέμβει η Κυβέρνησή μας και να ζητήσει να πάψουν ένα Γάλλο καθηγητή, που για να διοριστεί ψηφίστηκε από το Συβούλιο της Σκολής, ξαναψηφίστηκε από την Ακαδημία, και διορίστηκε από τον υπουργό τον ίδιο.

Σ' εκείνη τη συνεδρίαση της Βουλής αρκετά χαρακτηριστικά ακουστήκανε, σκετικά με τη δημοτική μας γλώσσα και τον Ψυχάρη, που αξίζει τον κόπο να ακούσετε μερικά. Ομιλεί ο Μαυρομιχάλης: «Η γλώσσα η διδασκομένη από της έδρας εκείνης είναι γλώσσα ελεεινή και χυδαία, φρικώδες κατασκεύασμα του διδάσκοντος αυτήν.»! Ο κ Ρούφος αποκαλεί τη δημοτική «βδέλυγμα γλώσσης»! Και πολλοί βουλευτές απαντούνε θριαβευτικά «Εύγε»!! Ο κ. Κουμουνδούρος λέγει πως ο Ψυχάρης είναι « μίσθαρνον όργανον»! Ο κ. Στάης κηρύχνει πως ο Ψυχάρης διορίστηκε για να εξοικονομηθεί κλπ., κλπ., και μόνο ο Δραγούμης, αν και καθαρευουσιάνος, σηκώθηκε και είπε πως νομίζει «ότι δεν πρέπει να αποδοθούν μομφαί τοιαύται οίαι απεδόθησαν εναντίον ανθρώπου κατά πάντα αξίου λόγου και ως ανθρώπου και ως επιστήμονος.»

Και πού να αναφέρει κανείς τι και τι δε γράψανε οι φημερίδες και τι δε λέγανε και ξακολουθούνε να λένε άλλοι, λιγότερο υπεύτυνοι, για τον Ψυχάρη. Αρκεί μόνο να πω πως κάποιος Παγανέλλης κήρυχνε στην Πόλη, μέσα σ' ένα σαλόνι, πως «Θα αθωώσει τον φονέα του Ψυχάρη.»!

Τα ίδια παναληφτήκανε μέσα στη Βουλή, έπειτα από δυο χρόνια όταν οι αντιπρόσωποί μας, αναθεωρώντας το σύνταγμα, ζήτησαν από το Βενιζέλο, με τόση πιμονή, τη σύνταξη του γνωστού άρθρου του σκετικού με τον καθορισμό της επίσημης μας γλώσσας, πράμα άλογο που ο Βενιζέλος δεν μπόρεσε να αποφύγει.

Τότες όμως ο Ψυχάρης, που τόσα και τόσα περίμενε απ' το νέο Πρωθυπουργό το νεωτεριστή, όταν είδε πως ο Βενιζέλος δεν κηρύχτηκε δημοτικιστής σαν το Μαβίλη μέσα στη Βουλή, τόνε θεώρησε ανάξιο της εχτίμησής του και την αφιέρωση που του είχε κάμει ενός δηγημάτου του, του την πήρε πίσω με τα εξής λόγια που δημοσίεψε:

«Ένα μου δήγημα, το «Εθνικό Συμπόσιο», που δημοσιέφτηκε στο «Νουμά» (αρ. 422) είναι, λέει, αφιερωμένο του Βενιζέλου. Ξεγράφεται η αφιέρωση, ο άθρωπος και τ' όνομά του. Το δήγημα μνήσκει. Το δήγημα αυτό το αφιέρωσε έπειτα στην Κρήτη που τρέφει γι' αυτήν ιδιαίτερη συμπάθεια.

Έπειτα όμως δούλεψε ο Βενιζέλος για την πατρίδα, έδειξε ικανότητα, φιλία για τη Γαλλία, έγιναν έπειτα οι Βαλκανικοί πόλεμοι, διπλασιάστηκε η Ελλάδα, και έπειτα όταν ο Βενιζέλος πήγε στο Παρίσι στα 1913, ο Ψυχάρης, με τη μεγάλη του καρδιά, δεν μπόρεσε παρά να πάγει και να σφίξει το χέρι του Βενιζέλου. Ήταν πρωτοχρονιά κι ο Βενιζέλος ήτανε στην Εκκλησία. Ύστερα απ’ τη λειτουργία πλησίασε ο Ψυχάρης με τους άλλους, του έσφιξε το χέρι και του είπε σκετικά με την πρωτοχρονιά :

« Σου εύκομαι να ζήσεις χρόνια πολλά, δε σου εύκομαι να ζήσεις αιώνες, γιατί θα ζήσεις.»

Αυτό φαίνεται άρεσε του Βενιζέλου, τον ευκαρίστησε ιδιαίτερα, και ο Ψυχάρης αποφάσισε να τον ξαναδιεί στην Πρεσβεία. Πήγε, και μόλις ο Βενιζέλος είδε τον Ψυχάρη να πλησιάζει, τον πήρε από το χέρι, τον πήγε σ' ένα ιδιαίτερο δωμάτιο κι εκεί αρχίσανε την κουβέντα. Του ξήγησε τότε ο Βενιζέλος πως ήταν αναγκασμένος σ' εκείνη τη συνεδρίαση της Βουλής να μη κηρυχτεί δημοτικιστής, γιατί είχε άλλα πιο βιαστικά ζητήματα να λύσει και ταχτοποιήσει, τόνε βεβαίωσε όμως πως την εχτίμηση που είχε για το έργο του, πάντοτε ξακολουθεί να την έχει, πως πάντοτε διαβάζει και μελετά τα βιβλία του, πως η Ζωή κι Αγάπη ατή Μοναξιά, ρομάντζο του Ψυχάρη, για μήνες ήταν το αγαπημένο του βιβλίο και πως έχει ασάλευτη πεποίθηση πως η νίκη πάντα δική του θα είναι.

Ας ευκηθούμε λοιπόν πως ο Βενιζέλος, που έχει για αρχή, πως «Ο πολιτικός ανήρ πρέπει να λέγει πάντοτε την αλήθειαν και προς τα άνω και προς τα κάτω», και ο Ψυχάρης που κήρυξε πολύ πριν απ’ αυτόν πως « Με την αλήθεια, όποια κι αν είναι, δουλεύει κανείς την πατρίδα του πολύ περισσότερο παρά με την ψεφτιά, όσο πατριωτική κι αν τη νομίζει», πως αυτοί οι δυο μια μέρα θα συνεργαστούνε για να λύσουνε το γλωσσικό ζήτημα, και να μας γλιτώσουνε πια απ’ τον καθαρευουσιάνικο εφιάλτη.

Είπαμε πως τη δεύτερη φορά που ο Ψυχάρης κατέβηκε στην Ελλάδα, ήτανε στα 1893. Από τότε δεν ξανακατέβηκε παρά το καλοκαίρι του 1914, δηλαδή ύστερα από είκοσι ένα χρόνια, και τότε η πατρίδα μας, τιμώντας την τόση του δράση, τον παρασημοφόρησε με ανώτερο παράσημο.

Καθώς είπα πιο απάνω, στα 1888 έβγαλε ο Ψυχάρης το «Ταξίδι» του. Ύστερα από δυο χρόνια δημοσίεψε στην «Εστία» το πρώτο του δήγημα «Η Ζούλια» και στα 1897 ξέδωκε «Τ' όνειρο του Γιαννίρη» και απ’ τα 1901 ως τα 1913 άρχισε να βγάζει ένα τόμο κάθε χρόνο, δηλαδή δώδεκα τόμους, και μαζί με την πρώτη έκδοση του «Ταξιδιού» και «Τ' όνειρο του Γιαννίρη», ξέδωκε όλους μαζί δεκατέσσερις τόμους. Απ' αυτούς έξι είναι ιστορίες (Τ' όνειρο του Γιαννίρη, Ζωή κι Αγάπη στη Μοναξιά, Τα Δυο Αδέρφια, η Αγνή και οι δυο έκδοσες του Ταξιδιού), δυο (η Ζούλια και η Άρρωστη Δούλα) που δε βγήκανε σε χωριστά βιβλία δε λογαριάζονται στους 14 τόμους, ένας τόμος δηγήματα γραμμένα για να διαβαστούνε «Στον ίσκιο του πλατάνου», που είναι και ο τίτλος τους, ένας τόμος με θεατρικά έργα, με τον τίτλο «Για το Ρωμαίικο Θέατρο και έξι τόμοι «Ρόδα και Μήλα», που είναι συλλογές που ξανατυπώνει μέσα όλα του τα φιλολογικά και γλωσσικά μ' ένα ιστορικό πρόλογο το καθένα. Ο τρίτος τόμος τω «Ρόδων και Μήλων» είναι η «Απολογία» του, και στον τέταρτο βρίσκουμε τη δικαστική απόφαση του Στελάκη, που αποδείχνει πως μπορούμε πολύ εύκολα να καθιερώσουμε μια γλώσσα ιδιαίτερη πάντα όμως δημοτική της νομικής. Εχτός από αυτούς τους 14 τόμους, που είναι όλο σκεδόν το ελληνικό του έργο, ανάφερα στην αρχή πέντε τόμους γλωσσολογικούς σε γαλλική γλώσσα. Κι εχτός απ’ αυτούς ξέδωκε ως τα 1905 σε γαλλική γλώσσα άλλους οχτώ τόμους.

Όλοι μαζί λοιπόν είκοσι εφτά τόμοι ελληνικοί και γαλλικοί, χωρίς να λογαριάσω τα άλλα του γαλλικά βιβλία που ξέδωκε ύστερα απ’ τα 1905 και που μου είναι άγνωστα, καθώς και τις άπειρες μελέτες που έχει δημοσιέψει σε όλες τις πιο σοβαρές γαλλικές και αρκετές γερμανικές επιθεώρησες. Μα νομίζω πως και οι 27 αυτοί τόμοι μοναχά που ανάφερα είναι αρκετοί για να μας δείξουν α δούλεψε ή δε δούλεψε ο Ψυχάρης στη ζωή του (*).

Κάποτε το «Lectures pour tous» δημοσίεψε μια μελέτη σκετική με τους σοφούς της Γαλλίας που δουλεύουνε πιο πολύ. Και μέσα στα ονόματα τω σοφών αυτών ήταν και τ' όνομα του Professeur Jean Psichari, όνομα που στην πατρίδα του Ελλάδα, που τόσο δούλεψε γι' αυτήνε, δεν έχει σημασία.

Και μ' όλα αυτά ο Ψυχάρης δε βλέπει το έργο του τελειωμένο, και δε νόμισε πως πρέπει πια να ησυχάσει. Δυο έργα απ’ όλα που ετοιμάζει ιδιαίτερα τον απασκολούν και λέει πως όταν τα ετοιμάσει και τέλεια τα στείλει στην Ελλάδα, τότε ήσυχος πια θα είναι και παρηγορημένος θα πεθάνει. Το πρώτο είναι η γραμματική του, η «Μεγάλη Ρωμαίικη Γραμματική» του σε τρεις τόμους, που τώρα και τόσα χρόνια μας την υποσκέθηκε κι ακόμα να την παρουσιάσει, και το δεύτερο είναι ο «Διγενής Ακρίτας» δημοτικό ιστορικό μυθιστόρημα.

Εχτός απ’ αυτά κι άλλα ετοιμάζει, που όλο και δουλεύουνται, δηλαδή ένα δεύτερο τόμο με θεατρικά έργα, δυο ρομάντζα, ένα τόμο με τραγούδια, κατόπι «Το Μεγάλο το Ταξίδι» και στο τέλος σ' ένα τόμο «Η Ζωή μου». Έχει και ορισμένα ανέκδοτα ο Ψυχάρης που θα δημοσιευτούν αφού πεθάνει.

Πολλοί καθαρευουσιάνοι, περαστικοί απ’ το Παρίσι, πηγαίνουνε ν ακούσουν τον Ψυχάρη, μόνο και μόνο, καθώς διαλαλούνε, για να του πουν αυτό για να του πουν εκείνο και να του δείξουνε πως απατάται, πως δεν ξέρει τίποτε κι α βρουν και την ευκαιρία να του πατήσουνε και κανένα βρισιδάκι! Μα όσοι πήγανε μ' αυτόν τον αέρα, διαφορετικά γυρίσανε. Η πρώτη εντύπωση που δίνει ο Ψυχάρης είναι η απλότητά του. Φίλος κάθε επισκέφτη και πρώτος φίλος τω δημοτικιστών, που έτοιμος πάντα είναι να τους ανοίξει την καρδιά του και με ειλικρίνεια χαραχτηριστική να τους ξιστορίσει τα γλυκά του όνειρα που τρέφει για την Ελλάδα.

Δεν είναι δάσκαλος ο Ψυχάρης και η απλότητα του, η λαοφιλία του, η προθυμία του, δε σε αφήνουνε να πιστέψεις πως αυτός ο άθρωπος έζησε και ζει σ' ένα επίπεδο πνεματικό που λίγοι ζούνε στον κόσμο, γιατί ο Ψυχάρης στην Ευρώπη είναι «authorité» στο είδος του.

Στo μάθημά του απλούστατος, κατορθώνει και τα πιο στριφνά ζητήματα της γλωσσολογίας να τα παρουσιάζει όχι μόνο απλά μα και ευκάριστα, γιατί ο Ψυχάρης έχει χιούμορ πολύ, και αλλοίμονο στο δάσκαλο που θα τύχει να παραλάβει!

Είναι ακούραστος στη συζήτηση και πάντα πρόθυμος και έτοιμος να συζητήσει και για το πιο επιπόλαιο επιχείρημα των καθαρευουσιάνων. Το συμπέρασμα της κουβέντας δεν το δίνει εκείνος, μα κάμνει το συνομιλητή του να το δώσει, και έτσι ο καθαρευουσιάνος αυτός, που πήγε να πουλήσει μυαλό του Ψυχάρη, φεύγει φίλος του και συχνά οπαδός του!

Δεν είναι μόνο η συζήτηση που προσελκύει τους επισκέφτες του Ψυχάρη στην Ιδέα. Είναι και κάτι άλλο. Ο Ψυχάρης ότα μιλεί ελληνικά, μιλεί την καθάρια δημοτική, τη δημοτική εκείνη που θα μιλήσουνε μια μέρα όλοι οι αναπτυγμένοι Έλληνες, και αυτό, δηλαδή το άκουσμα της σωστής εθνικής μας γλώσσας, εθουσιάζει κάθε, έστω και λίγο, ευαίστητο άθρωπο, και κάμνει τους καθαρευουσιάνους να βεβαιώνουνε, μόλις φύγουν απ’ του Ψυχάρη, πως: «Ο Ψυχάρης δεν είναι μαλλιαρός»!! Ένας χαραχτήρας σαν του Ψυχάρη, που πάντα έζησε για την Αλήθεια, την απρόσωπη αλήθεια που κήρυξε στα 88 και που από τότε ως τώρα πιστά και κατά γράμμα ακολούθησε και αψήφησε γι αυτήν κάθε βρισιά και μίσος, ένας τέτοιος χαραχτήρας δεν μπορούσε παρά να δώσει και άλλα δείγματα τόλμης για την αλήθεια και τη λευτεριά.

Και πραματικά όταν οι Γάλλοι, στα 1897, ήτανε με το μέρος των Τουρκών και βασανίζανε με τη στάση τους τους Κρητικούς, σηκώθηκε ο Ψυχάρης στο Παρίσι, έκαμε δημόσιο ανάγνωσμα και κήρυξε πως είναι ντροπή της Γαλλίας η πολιτική της Κυβέρνησής της, και πως οι Κρητικοί έχουν τόσο δικαίωμα λευτεριάς όσο και οι ίδιοι οι Γάλλοι. Τ' ανάγνωσμα αυτό έκαμε εντύπωση στη Γαλλία, τόνε φώναξε λοιπόν ο υπουργός ο ίδιος και του είπε πως πρέπει να πάψει. Μα ο Ψυχάρης τότε κόρωσε και αν και είχε σκοπό να μη ξακολουθήσει, όχι μόνο ξακολούθησε μα και στις επαρχίες πήγε για τον ίδιο σκοπό.

Άλλως τε ο Ψυχάρης πάντα έδειξε πόσο διαφέρεται για την Ελλάδα. Κάποτε, που είχανε γίνει σεισμοί στη Χαλκίδα, ο Ψυχάρης με δυο τρεις άλλους ρωμιούς, θελήσανε να βοηθήσουν εκείνους που πάθανε και αποφασίσανε να διοργανώσουνε παράσταση. Η παράσταση έγινε, μαζευτήκανε και εφτά χιλιάδες φράγκα και ο Ψυχάρης τα 'στειλε στην Ελλάδα. Για απάντηση γράψανε τότε οι φημερίδες πως τους παράδες αυτούς η Ελλάδα, δεν πρέπει, δε γίνεται μήτε να τους δεχτεί, μήτε να τους καταδεχτεί, και πως είναι από μέρος του Ψυχάρη βρισιά να στέλνει χρήματα στην Ελλάδα! Μα ο Ψυχάρης φέρθηκε πάντα ιπποτικά σ' όλους που τον κατηγορήσανε, και ποτέ στις ολίγες απάντησές του, δε μεταχειρίστηκε την παραμικρή άπρεπη φράση, όπως έκαμναν και κάμουν οι αντίπαλοι του κάθε τόσο.

Όποιος διαβάσει αμερόληφτα και χωρίς πρόληψη βιβλίο του Ψυχάρη, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει αμέσως τη ζωηρότητα της δήγησης. Νομίζει κανείς πως δε διαβάζει, μα ακούει. Ακούει τραγούδι αρμονικό, όχι μονάχα γιατί αρμονικιά είναι η δημοτική μας μα και γιατί ο Ψυχάρης ξέρει να την κάμει ακόμα πιο αρμονικιά.

Ζωηρότητα, απλότητα και αρμονία είναι τα διακριτικά της γλώσσας του Ψυχάρη, και τα βιβλία του μας δείχνουνε ψυχολόγο δυνατό, παντού βαθιά ιδέα και ποίηση συχνή. Κάποιος, που διάβασε το «Ταξίδι» του, πήγε τόνε βρήκε και του είπε· «Του κάκου, είσαι ποιητής.» Και πραματικά πολύ συχνά σε όλα του τα φιλολογικά βιβλία, βρίσκουμε σελίδες με ποίηση δυνατή. Ο Ψυχάρης είναι βέβαια ένας απ’ τους πιο μεγάλους μας πεζογράφους. Μα δεν πρόκειται να μιλήσουμε για το λογοτεχνικό του έργο. Αυτό πρέπει ιδιαίτερα να ξεταστεί και ιδιαίτερα να παρουσιαστεί.

Η βιβλιοθήκη του Ψυχάρη είναι κάτι τι το ανεχτίμητο, γιατί είναι η πιο τέλεια βιβλιοθήκη σκετικά με την ελληνική γλώσσα. Έχει 11.000 βιβλία, δηλαδή όλα τα βιβλία που έχουνε σκέση με τη γλώσσα μας. Η βιβλιοθήκη αυτή ήτανε για να γίνει χτήμα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σκολής της Αθήνας, ύστερα απ’ το θάνατο του Ψυχάρη, μα πρόπερσι γράψανε οι φημερίδες πως ο Ψυχάρης τήνε δώρισε στη Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Βουλής.

Η επίδραση του Ψυχάρη είναι πολύ μεγάλη και ποικίλη.

Στα 1888 και πρώτα μεγάλο μέρος της ποίησης γραφότανε στην καθαρεύουσα και βλέπουμε, ύστερα απ' το κήρυγμα του Ψυχάρη, η ποίηση να γράφεται σιγά σιγά και πιο δημοτικά, και σήμερα ποιήματα στην καθαρεύουσα μόνο γέλια προξενούν. Κι αυτός ο Παλαμάς δεν έγραφε πριν την καθάρια δημοτική που γράφει σήμερα στα ποιήματά του.

Ο πεζός λόγος, τότε στα 1888 και πρώτα, γραφότανε όλος στην καθαρεύουσα, εχτός από ελάχιστες εξαίρεσες, και σήμερα βλέπουμε πως και σ' αυτόν η καθαρεύουσα υποχωρεί (δηγήματα, χρονογραφήματα, μυθιστορήματα, θέατρο). Μόνο η σοβαρότερη πεζογραφία, σαν πιο λιγότερο ζωντανή που είναι, έμεινε η τελευταία, μα και αυτή φυσικά θα υποχωρήσει. Και βλέπουμε αμέσως τ' αποτελέσματα της επίδρασης του Ψυχάρη, βλέπουμε δηλαδή μία ολόκληρη νέα φιλολογία μια πραματικά ελληνική φιλολογία να δημιουργέται, πράμα που η καθαρεύουσα δεν μπόρεσε να πετύχει τόσα και τόσα χρόνια.

Η επίδραση του Ψυχάρη δεν αναφέρεται βέβαια μονάχα στη φιλολογία, μα και σ' αυτόν τον προφορικό λόγο, γιατί δε συναντούμε πια εκείνους τους τύπους που μιλώντας σκέφτουνταν κάθε λέξη που θα πούνε να είναι σωστή, μη θέλοντας ν' αφήσουνε τον εαυτό τους να μιλήσει λέφτερα και ειλικρινά. Άλλως τε και οι «ελληνικούρες» λείψανε, γιατί όλοι μας έμμεσα ή άμεσα δεχτήκαμε την επίδραση του Ψυχάρη.

Είναι δυστύχημα για την Ελλάδα που ενώ βλέπουμε οι ξένοι να μελετούνε τη δημοτική μας γλώσσα και, να ιδρύουνε και διατηρούνε έξι ως τώρα έδρες πανεπιστημιακές της δημοτικής, εμείς όχι μόνο δε σκεφτήκαμε να ιδρύσουμε μια τέτοια έδρα της γλώσσας μας, μα ακόμα προσπαθούμε ν' αποδείξουμε πως η δημοτική, η ζωντανή μας γλώσσα, πρέπει να περιφρονιέται.

Πρέπει να ελπίσουμε πως με την κατεύτυση που παίρνει ο δημοτικισμός, που από αίρεση έγινε αξίωση της κοινωνίας μας, ανάγκη κοινωνική, και που όλο και προοδεύει, πως γρήγορα θα πάψει η τόση αδιαφορία του Ελληνισμού και θ' ακούσουμε την πρόσκληση του καθηγητή Ψυχάρη στην Αθήνα, για να διδάξει στο Πανεπιστήμιο τη δημοτική.

Ο Ψυχάρης δεν είναι μονάχα μεγάλος καινοτόμος της γλώσσας μας, είναι και ο πρώτος που έφερε στον Ελληνισμό μια Ιδέα, μια απρόσωπη Ιδέα, την ιδέα του δημοτικισμού. Ξέρουμε πόσο προσωπικά και συφεροντολογικά σκέφτουνταν και σκέφτεται ακόμα ο Ελληνισμός. Δεν έχουμε παρά να διούμε τα πολιτικά του κόμματα για να το καταλάβουμε. Ο τάδε ψήφιζε και ψηφίζει για τον τάδε, δηλαδή για το πρόσωπο του τάδε και όχι για μια Ιδέα (συντηρητική, δημοκρατική, σοσιαλιστική κλπ.), που πάντοτε αντιπροσωπεύουν οι βουλευτές σε όλα τα πολιτισμένα μέρη.

Γι' αυτό το λόγο μεγάλη σημασία έχει ο δημοτικισμός και γι' αυτό ακόμη περισσότερο πρέπει να τιμούμε τον Ψυχάρη.

Η δουλειά του Ψυχάρη, η επίδρασή του, τα ως τώρα αποτελέσματα της επίδρασής του και τα μελλοντικά, με κάμουνε να κατατάξω τον Ψυχάρη στην πρώτη γραμμή του σημερνού μας πνεματικού κόσμου μαζί με δυο άλλους, το Βενιζέλο και τον Παλαμά.