Ο Φασουλής φιλόσοφος
Συγγραφέας:
Μέρος Δ


123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126


Στηριγμένος στὸ ραβδί μου
τώρα στὰ γεράματα
κλαίω τὴν πολλὴ σπουδή μου
καὶ τὰ τόσα γράμματα.

Τόσαις γνώσεις φύγανε,
πέταξαν ἡ φήμαις
καὶ στὸν βρόντο πήγανε
τόσων στίχων ρίμαις.

Ὦ σκέψεις κατηφείας!...
κρῖμα στὰ γράμματά μου...
τὸ δέντρο τῆς σοφίας
ὀρθόνεται μπροστά μου.

Κυττάζω φιλοσόφους, Καντίους σκυθρωπούς...
τὰ χέρια των ἁπλόνουν νὰ πιάσουν τοὺς καρπούς.

Ἀλλ' ὅμως κι' ἕνας Ἕλλην ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα
πάει κι' αὐτὸς κοντά των, καὶ δός του καὶ τεντώνεται...
μὰ τοὺς καρποὺς δὲν φθάνει κι' ἁρπάζει μιὰ πριόνα
καὶ κόβοντας τὸ δένδρο στὴ ράχη τὸ φορτόνεται.

Ἔκλαψα τὸ μαρτύριον ἐκείνου τοῦ τρελλοῦ,
τοῦ Προμηθέως, ποὔφερε στὸν κόσμο τόσαις λύπαις,
δάσκαλοι τὸν ἐκύκλωναν παυμένοι πρὸ πολλοῦ
κι' ἔτρωγαν τὰ σηκότια του σὰν πεινασμένοι γῦπες.

Καὶ τρώγοντάς τα λαίμαργα δὲν ἔπαυαν νὰ λένε:
«γιατί νὰ κλέψῃς τοὐρανοῦ τὸ πῦρ, καταραμένε;
τί διάβολο σοῦ κάπνισε σοφία νὰ μᾶς δώσῃς;
ἂς εἴχαμε νὰ τρώγαμε κι' ἂς ἔλειπαν ἡ γνώσεις».

Μὲς στῆς ζωῆς τὸν κόπο
μὲ σῶμα κουρασμένο
ξανοίγω μπρός μου τόπο
μὲ καύκαλα σπαρμένο.

Γελῶντας τὰ πατῶ,
τὰ πιάνω, τὰ κυττῶ,
τοὺς κάνω τόσα χάδια...
ἡ μόνη των σοφία
εἶναι νὰ μένουν ἄδεια
μὲς στὰ Νεκροταφεῖα.

Ὁ Περικλέτος μου κι' ἐγώ, παράξενο ζευγάρι,
κυττάζαμε σιωπηλοὶ μιὰ νύχτα τὸ φεγγάρι,
κι' ὁ Περικλέτος βλέποντας τοῦ φεγγαριοῦ τὸ φῶς,
ἤθελες νἄσουν, μ' ἐρωτᾷ, πολύξερος σοφός,

Νεύτων, Θαλῆς, Κοπέρνικος, Ἀναξιμένης, Πρόδικος;
ὄχι, τοῦ λέγω, τέρας
τῆς φιλοδόξου σφαίρας,
ἤθελα νἆμαι βουλευτής, ἢ κἄν... λῃστοφυγόδικος.

Φίλοι μοῦ λὲν πολλοί:
καϋμένε Φασουλῆ,
τώρα ποὺ τόσα πέρασες
τώρα ποὺ κακογέρασες,
κι' ἐθυσιάσθης ἄδικα καὶ σὺ γιὰ τὴν πατρίδα σου,
σὲ μοναστῆρι πήγαινε ν' ἁπλώσῃς τὴν ἀρίδα σου.

Ναί, θὰ γενῶ καλόγερος, ἄλλο δὲν ἀπομένει...
Στὰ μοναστήρια πῶς περνοῦν;... ρωτῶ μιὰν Ἡγουμένη.

Ἤμουν πρῶτα παππαδιά,
μὰ δὲν ἔκανα παιδιά,
κι' ὁ παππᾶς μαράζι τὦχε, τὸ θαρροῦσε σὰν κατάρα...
τί δὲν κάναμε;... τοῦ κάκου... μέναμε μὲ τὴν λαχτάρα.

Μιὰν ἡμέρα θέλεις, τοὖπα, νὰ σοῦ κάνω τὸ χατῆρι;
κλεῖσε μὲ σὲ μοναστῆρι.
Πήγαινε, μοῦ λέει... πῆγα κι' ἔγινα Γουμένισσα...
τὸ πιστεύεις;... γέννησα.

Εὐοὶ τῆς Ἐπιστήμης,
ποὺ τρέχει φωταυγὴς
μὲ τα πτερὰ τῆς Φήμης
στὰ πέρατα τῆς γῆς.

Κρατεῖ μεγάλην δᾷδα
καὶ φεύγει διαρκῶς
τὴς σκοτεινὴν κοιλάδα
τῶν πόνων τῆς σαρκός.

Καί μόνην ἔχει σκέψιν
τοῦ σώματος τὴν θρέψιν
καὶ κάθε βρώμας πέψιν.

Εὐοὶ τῆς Ἐπιστήμης!... κορῶνα καὶ τιμή μας!...
καὶ τί καὶ τί δὲν βρίσκει σὲ τοῦτο τὸ κορμί μας.
Μικρόβια, τοξίναις, καὶ στρεπτοκόκκους κι' ἄλλα,
καὶ μᾶς χαρίζ' ὑγεία καὶ χρόνους Μαθουσάλα.

Κι' ἐκείνη μοῦ φωνάζει μὲ τὸν μεγάλο νοῦ:
κατάπληκτος μὴ χάσκῃς μὲ τ' ἄστρα τοὐρανοῦ.
Τὸ φῶς των δὲν ἀξίζει τοῦ Ραῖντγκεν μιὰν ἀκτῖνα,
μήτε ποτὲ δὲν φθάνει
σ' ἐκεῖνον τὸν ἀχρεῖον ἐντερικὸν σωλῆνα
ποὺ δυστυχεῖς μᾶς κάνει.

Ἐκεῖνον τὸν σωλῆνα μελέτα τακτικά,
κι' ὅταν αὐτὸς δουλεύῃ φυσιολογικά,
τότε μπορεῖς καὶ λίγο ψηλὰ νὰ σηκωθῇς,
ἀλλοιῶς ἀλλοίμονό σου κι' ἄϊντε νὰ μοῦ χαθῇς.

Στὸν οὐρανὸ τί βλέπεις;... ἄστον ψηλὰ νὰ κρέμεται...
ὅσο καὶ νὰ ψηλώσῃς
δὲν θὰ τὸν χαμηλώσῃς
καὶ τρέμε τὸν σωλῆνα σὰν τὸν ἀκοῦς νὰ βρέμεται.

Ἔφαγα μακαρόνια μὲ τυρὶ
καὶ πάσχει τὸ στομάχι μου βαρύ,
κι' Ἀσκληπιὸ γυρεύω νὰ μὲ γιάνῃ
κι' ἀρχίζουν ρετσινόλαδα καὶ γιάνοι.
Ἐλάφρωσα λιγάκι... Τί χαρά μου!...
ἀέρια δὲν πρήσκουν τ' ἄντερά μου.
Μοῦ φαίνεται πὼς ἔγινα νεώτερος
καὶ τώρα πεταλούδας ἐλαφρότερος
νοιώθω τῆς ἐπιστήμης τὴν ἀξία,
καὶ πάω μιὰ καὶ δυὸ στὸν Γαλαξία.

Εὐοὶ τῆς Ἐπιστήμης!... κόφτε μυρτιᾶς κλαρί...
μέσα στῇς συμφοραῖς μας πῶς μᾶς παρηγορεῖ.
Κόβει τῶν ἐμβοντήτων τὰ ψεύτικα πτερὰ
καὶ τὰ σκιρτήματά των,
κι' ἔκαμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ βλέπουν σοβαρὰ
τὰ περιττώματά των.

Στ' ἀλάνθαστά της λόγια μπορεῖς νὰ μὴν πιστέψῃς;
κι' ὅπως ἀπὸ τῇς βρώμαις βγαίνουν ἡ μυρωδιαῖς,
ἔτσι κι' ἐκείνη βγάζει μέσ' ἀπὸ ρύπους σκέψεις,
ποὺ τῶν θνητῶν φτερόνουν κεφάλια καὶ καρδιαῖς.

Πῶς μᾶς ἀνακουφίζει μέσα στῇς τρικυμίαις...
καὶ στῇς ἀναβροχιαῖς...
ὅλα γιὰ ταύτην εἶναι νευρώσεις, ἀναιμίαις,
καὶ κακοστομαχιαῖς.

Στὰ φῶτα της προστρέχουν καὶ τῆς γυρεύουν γνώμαις
παρηγοριά, βοήθεια,
κι' ἐκείνη τοὺς φωνάζει: ψάξετε μὲς στῇς βρώμαις,
νὰ βρῆτε τὴν ἀλήθεια.

Ἄνθρωπε μὲ ποδάρια καὶ σὺ μὲ δεκανίκια
μὴ βλέπῃς κεχηνώς...
στὸ χῶμα πεθαμμένο σὲ τρῶνε τὰ σκουλήκια,
ποὺ τρέφεις ζωντανός.

Περπατῶ καὸ ξεροβήχω
καὶ δὲν εἶμαι στὰ καλά μου,
καὶ σιμόνω σ' ἕναν τοῖχο
γιὰ νὰ κάνω τὰ ψιλά μου.

Νάσου κάποιος ἐπιστήμων,
Ἱπποκράτης πανδαήμων,
Ἔ! τί κάνεις ἐκεῖ πέρα, μοῦ φωνάζει, κακομοίρη;
μὴ στοὺς τοίχους... πίσω πίσω...
βάλτα μέσα σὲ ποτῆρι,
στεῖλε τα νὰ τ' ἀναλύσω,
γιὰ νὰ δῶ τί κρύβουν μέσα καὶ νὰ ξέρῃς τί νὰ τρῶς;...
τί περίφημος γιατρός.

Θὰ πηγαίνανε τοῦ κάκου... καλὰ ποὔτυχες μπροστά μου...
ξέχασα πὼς πρέπει τώρα νὰ κυττῶ καὶ τὰ ρευστά μου,
καὶ θυμήθηκα τὰ χρόνια, ποὺ καταμεσῆς τοῦ δρόμου
σκόρπιζα τὸ φώσφορό μου.

Πολύαθλε, τριέσπερε, σὺ τέκνον τῆς Ἀλκμήνης,
ποὺ σύμβολον δυνάμεως αἰώνιον θὰ μείνῃς,
μὲ τὴν πυκνήν τὴν λεοντῆν καὶ μὲ τὰ ρόπαλά σου,
ἂν ζοῦσες σήμερα καὶ σύ,
ποὺ κόσμος πάσχει καὶ νοσεῖ,
ποιὸς ξέρει πόσο λεύκωμα θὰ βρίσκαν στὰ ψιλά σου.

Ὁ Διογένης ἔρχεται κυλῶντας τὸ πιθάρι του
κι' ἀνάβει τὸ φανάρι του.
Σύ, ποὺ ταπείνωσες κι' αὐτὸν τὸν μέγα Μακεδόνα,
καλῶς μᾶς ἦλθες, κυνικέ, σὲ τοῦτον τὸν αἰῶνα.

Πάλι γιὰ νἄβρῃς ἄνθρωπο μὲ τὸ φανάρι βγῆκες...
τὸν ἄνθρωπο ποὺ γύρευες ἀκόμη δὲν τὸ βρῆκες;
Ἐγὼ καὶ χοίρους γνώρισα, ποὺ γίνηκαν ἀνθρῶποι,
καὶ τώρα πᾶνε κι' ἔρχονται μέσ' ἀπὸ τὴν Εὐρώπη.

Ὁποία κυνικότης,
καϋμένε Διογένη...
τὸ κράτος τὸ δικό της
παγκόσμιο θὰ γένῃ.
Ἐκεῖνον σοῦ τὸν κάνει ζητιάνο μὲς στοὺς δρόμους
κι' αὐτὸν πυργοδεσπότη μὲ σταύλους κι' ἱπποκόμους.

Σοφὲ τοῦ δρόμου καὶ κουρελιάρη,
ὁ λωποδύτης μὲ τὸ πιθάρι
κλέβει τὸ σπῆτι
τοῦ λωποδύτη
ποὔχει τἀχούρια
καὶ τὰ λαχούρια.

Κ' ὁ λωποδύτης
ὁ σπητωμένος,
ὅλος γλυκύτης
καὶ μυρωμένος,
μὲ τόση χάρι
κι' ὅπως τοῦ πρέπει
ζητεῖ νὰ πάρῃ
καὶ τὸ πιθάρι,
τὴν μόνη σκέπη
τοῦ διακονιάρη.

Μὲ κινάβραις τῶν Μενίππων
χώνομαι σὲ βόθρους ρύπων,
τὸ πιθάρι μου τὸ φέρνω
ποτ' ἐκεῖ καὶ πότ' ἐδῶ
καὶ τὸν κυνισμό μου σέρνω
μπρὸς στοῦ κόσμου τὴν αἰδώ.

Ἔ! φιλόσοφοι χαζοί,
στῆς ζωῆς αὐτῆς τὴν πλάνη
ὁ καθένας γιὰ νὰ ζῇ
ὅρκο στὴν τιμή του πιάνει.
Ψάχνει νὰ τὴν βρῶ ποῦ μένει,
ποῦ τὴν στήνει τὴ φωλῃά,
καὶ τὴν βρίσκω τρυπωμένη
στῶν τιμίων τὴν κοιλιά.

Ἂν δὲν φρόντιζες, θνητέ,
πῶς νὰ θρέψῃς τὸ κορμί σου,
ὅρκο θἄπιανες ποτὲ
στὴν ἀτίμητη τιμή σου;

Στῆς πόλεως τὸν σάλον
κι' ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου
ἀκούω κι' ἕναν κι' ἄλλον
νὰ λέῃ «στὴν τιμή μου».

Φεύγω κι' ἀπὸ τὰ δάση,
φεύγω κι' ἀπὸ τὴν πόλι,
μ' ἔχουνε παρασκάσει
μὲ τὴν τιμή τους ὅλοι.

Σὲ δάσος τριγυρίζω
καὶ κἄποιαν ἀντικρύζω
κυρία σεβαστὴ
μὲ κἄποιον τοκιστή.

Πολλαῖς της φιλενάδες
λένε πὼς χρέη βάζει,
κι' ἔρχεται καὶ τὰ βγάζει
μέσα στῇς πρασινάδες.

Ὁ τοκιστὴς ὁ φίλος
φιλεῖ γλυκὰ τὸ χεῖλος
αὐτῆς τῆς ἐριτίμου...
τὸν εἶδα... στὴν τιμή μου.

Σ' ἔπιασα στὰ πράσσα,
διάκο μὲ τὰ ράσσα.
Μιᾶς μαμμῆς γελοῦσες,
μάννας τοῦ διαβόλου,
κι' ὅλο τῆς μιλοῦσες
στὴν ὁδὸν Αἰόλου.

Διάκο μὴν ξεχάνῃς
ποῖον φέρεις σχῆμα,
μὴν τὸ ξανακάνῃς
ἕνα τέτοιο κρῖμα.

Στῆς τιμῆς τὸν κόσμο δίνουν ἀφορμὴ
σὰν μιλοῦν στοὺς δρόμους διάκος καὶ μαμμή.

Λέει γειτόνισσα σὲ κἄποιαν ἄλλη:
γιατί τὸν ἄνδρα σου, κυρὰ μεγάλη,
τὸν ἔχουν πάντα διωρισμένο
καὶ τὸν δικό μου πάντα παυμένο;

Πές μου τὰ μέσα σου, κυρά..., κι' αὐτή,
ποὖχε μιὰ θέσι στὴν κοινωνία,
κἄτι ψιθύρισε κρυφὰ στ' αὐτὶ
τῆς ἄλλης, ποὖχε τὸν Παυσανία.

Τί νὰ τῆς εἶπε;... ποιὸς τὸ γνωρίζει;
ἀλλ' ἀπὸ τότε καὶ τὸν δικό της
κάθε κουβέρνο τὸν διορίζει
κι' ἄνοιξε λίγο τὸ ριζικό της.

Κι' ἐκεῖνος πάει καὶ θεατρίζεται
μέσα σὲ μέγαρα τιμῆς ἐγκρίτου,
καὶ βεβαιόνει πὼς διορίζεται
μὲ τὴν ἀξία του καὶ τὴν τιμή του.

Καθένας τὴν τιμή του κελαϊδεῖ
κι' ἀκούω κάποιο γνήσιο παιδί.
Ἔβριζε δυό του φίλους,
τὸ μωρό μου,
καὶ νόθους τοὺς ὠνόμαζε τοῦ δρόμου.

Παιδάκι μου, μὴ βρίζῃς τέτοια πλάσματα...
τί φταῖν ἂν γεννηθῆκαν νόθα πλάσματα;

Τὸ στόμα σου νὰ κλείσῃς τὸ θρασύ...
ποιὸς ξέρει μές στοὺς γάμους τοὺς ἐννόμους
ἂν νόθο δὲν ἐφύτρωσες καὶ σύ,
καὶ μόνο ποὺ δὲν σ' ἔρριξαν στοὺς δρόμους.

Παιδάκι μου, τί φταῖν οἱ σύντροφοί σου;
ποῦ ξέρεις ἂν δὲν εἶναι κι' ἀδελφοί σου;

Κἄποιος μὲ κλάμμα καὶ χολὴ
τέτοια τῆς μάννας του μιλεῖ.
Μάννα μου, καψομάννα μου, σὰν ἐκοιλοπονοῦσες,
πῶς ἄλλον δὲν γεννοῦσες;

Κι' ἀφοῦ στὸν κόσμο μ' ἔφερες, δυστυχισμένη μάννα,
τοὐλάχιστο δὲν μ' ἔκανες χωρὶς κοιλιὰ φαγάνα,
γιὰ νὰ μὴν ἀναγκάζωμαι νὰ σέρνω τὴν τιμή μου
μόνο γιὰ τὸ ψωμί μου;

Κι' εἶπε σ' αὐτὸν ἡ μάννα του: παιδάκι μου, μὴν κλαῖς,
κι' ἂν ἡ τιμή σου γίνεται κοπέλι τῆς φαγάνας σου,
τὰ τόσα σο παράπονα σ' ἐμένα μὴν τὰ λές,
σύρε στὴ μάννα νὰ τὰ πῇς, ποὺ γέννησε τὴ μάννα σου.

Εἶδα σκουλήκια φρόνιμα,
κι' ἐργατικὰ καὶ γόνιμα,
ποὔτρωγαν φύλλα τῆς μουριᾶς καὶ τἄκαναν μετάξι,
καὶ δέσποιναις τὸ ζήλευαν μὴ βρέξῃ καὶ μὴ στάξῃ.

Μὰ κι' ἄλλαις τὸ ζηλεύανε, μικραὶς χωρὶς λεφτό,
καὶ σάρκες ἐγυμνώθησαν γιὰ νὰ ντυθοῦν μ' αὐτό,
κι' ὁ κόσμος παραγέμισε καὶ μ' ἄλλους νέους νόθους,
ποὺ γιὰ μετάξια σκουληκιῶν εἶχαν κι' ἐκεῖνοι πόθους.

Κι' εἶδ' ἀποκάτω σὲ μουριαῖς τὰ νόθα τὰ καϋμένα,
κι' ἔλεγαν ὁλοένα
γιὰ τοὺς ἀγνώστους των γονεῖς,
μὰ δὲν τοὺς ἔλεγε κανεὶς
ὅτι τὰ φύλλα τῆς μουριᾶς γενῆκαν ἀφορμὴ
νὰ γίνῆ τὸ πολύπαθο, τὸ νόθο των κορμί.

Μὲ φαλάκρα γέρος
νειάτα ξαναθέλει,
καὶ τοξότης ἔρως
τοῦ τινάζει βέλη.

Πιάνει πεταλούδαις,
μὲ τὰ βρέφη ζῇ,
κι' ὅπου κοπελούδαις
νὰ κι' αὐτὸς μαζί.

Ἡ νεκρὴ καρδιά του
δός του καὶ πετᾷ...
γύρω τὰ παιδιά του
τὸν γελοῦν κι' αὐτά...

Κι' ὁ κόσμος κάνει χάζι μ' αὐτὸν τὸν Μαθουσάλα
καὶ λέει: τὰ παιδιά του γινήκανε μεγάλα,
κι' ὁ γέρος φαλακρὸς
ξανάγινε μικρός.

Γέρος ἀπέθανε, μὰ πρὶν ἀκόμη
νὰ σαβανώσουν τὸν σκελετό του,
γύρω μαζεύτηκαν οἱ κληρονόμοι,
ποὖχαν ζωή τους τὸ θάνατό του.

Τὴν διαθήκη καθεὶς προσμένει
κι' ἀπὸ τὰ γέλοια ξεκαρδισμένοι,
ποὺ λὲς πὼς ἦταν σὲ πανηγύρι,
τὸν πῆγαν ἔξω στὸ κοιμητῆρι.

Μὰ πρὶν νὰ θάψουνε κι' αὐτὸ τὸ πτῶμα
συνέβη θαῦμα κι' ἀπὸ τὰ σπάνια,
ὁ γέρος ἄνοιξε μάτια καὶ στόμα,
ὁ γέρος ἄνοιξε μάτια καὶ στόμα
κι' ἔπαθε λένε σὰν νεκροφάνεια.

Ἐβρυκολάκιασε... πῶ!πῶ! τρεχάλα...
καῆκαν ἄδικα κεριὰ μεγάλα,
χαμένη πῆγε τόση δαπάνη,
κι' ὁ θάνατός του ψευτιὰ καὶ πλάνη.

Τί κρίμα σ' ὅσους τὸν συχωρέσανε,
κι' ὅσους στὸ λάκκο τὸν κατεβάσανε,
καὶ στὰ λουστρίνια ποὺ τοῦ φορέσανε
καὶ στοὺς παππάδες ποὺ τὸν διαβάσανε.

Πάει τὸ σάβανο... πάει κ' ἡ κάσσα...
στὰ πόδια τὄβαλαν παππάδων ράσσα
κι' οἱ κληρονόμοι του φεύγουν μὲ φρίκη
καὶ λησμονήσανε τὴν διαθήκη.

Ὁ γέρος ἔζησε καιροὺς καὶ χρόνια
κι' ὅλοι τὸν κύτταζαν μὲ κρύους τρόμους,
ὡς ποὺ σαβάνωσε παιδιὰ κι' ἐγγόνια
κι' ἐκληρονόμησε τοὺς κληρονόμους.

Γέρο σακάτη ρώτησα: γέρο, γιὰ πές, στὴν πίστη σου
ἤθελες πάλι στὴ ζωὴ τὴν πρώτη σου νὰ γύριζες,
νὰ μὴν πονῇ τὸ χέρι σου, τὸ πόδι σου, ἡ κύστι σου,
καὶ νὰ μὴν εἶχες δύσπνοια καὶ ξένοιαστος νὰ σφύριζες;

Κι' ἐκεῖνος μοὖπε θλιβερὰ
κουνῶντας τὸ κεφάλι:
ἂς εἰμποροῦσα μιὰ φορὰ
νὰ γίνω νέος πάλι,
κι' ἂς ἐπερνοῦσα βάσανα χίλιαις φοραῖς χειρότερα
κι' ἀπ' ὅσους περισσότερα.

Φτοῦ! νὰ χαθῇς, κρονόληρε καὶ γέρο ξεκουτιάρη,
δὲν βλέπεις πὼς σ' ἐτύφλωσαν ὀγδόντα χρόνων κλάμματα;
καὶ τί θὰ καταλάβαινες ἂν ἤσουν παλληκάρι;
πάλι μιὰ μέρα θἄφτανες στὰ τωρινὰ γεράματα.

Ἐδῶ κι' οἱ νέοι σήμερα πᾶνε κι' αὐτοκτονοῦν
καὶ τὴ ζωὴ σιχαίνονται καὶ τὴν περιφρονοῦν.
Οἱ νέοι τὴν σιχαίνονται, μοῦ λέει πιὸ σιγά,
γιατὶ τὴν ἔχουν ἄφθονη καὶ μέσα των σφριγᾷ.

Ὅμως γιὰ ρώτησε κι' ἐμὲ τὸν γέρο τὸν σακάτη,
ποὺ μοὔφυγε κι' ἐπέταξε φωνάζοντας σπολλάτη,
μὲ τί λαχτάρα τὴν ποθῶ, μὲ πόσο καρδιοκτύπι...
στὸν κόσμο πάντα λαχταρᾶς ἐκεῖνο ποὺ σοῦ λείπει.

Φασουλῆ
κουρελῆ
λόγια χάνεις.

Σὲ βουνὰ
μὲ πλανᾷ
πνεῦμα πλάνης.

Γαλανὸς
οὐρανὸς
μὲ κυκλόνει.

Καὶ κυττῶ
τὸν ἀητὸ
νὰ ψηλόνῃ.

Τί ψηλὰ τὴν φωλῃά του τὴν κάνει!...
συμφορὰ
καὶ χαρὰ
δὲν τὴν φθάνει.

Ἀετὲ
φτερωτὲ
τί χαρά σου!

Σὰν πονῶ
πῶς φθονῶ
τὰ φτερά σου.

Ἀετέ, ποὺ μὲ σκιάζει τὸ νύχι σου
πῶς ζηλεύω, καϋμένε, τὴν τύχη σου.
Τὰ δυσώδη τῆς γῆς ἑρπετὰ
πῶς φθονοῦν ὅ,τι πρᾶγμα πετᾷ.

Ἀετέ, τὰ φτερά σου κτυπᾷς,
κι' ἔλα πάρε κι' ἐμὲ τὴν χελώνα,
θέλω τόσο ψηλὰ νὰ μὲ πᾷς,
ποὺ νὰ βλέπω τὴ γῆ σὰ βελόνα.

Πουλιὰ γοργόφτερα πηδοῦν
καὶ μὲς στοὺς κάμπους κελαϊδοῦν,
πουλιά, ποὺ δὲν τὰ γνώρισα, δὲν ξέρω τὄνομά των,
κι' ὁ κόσμος ἀνασταίνεται μὲ τὸ κελάδημά των.

Τέτοιο γλυκοκελάδημα τί τάχα φανερόνει;
μὴ τὸ γεννᾷ τρελλὴ χαρά; μὴ τὸ γεννοῦνε πόνοι;
Πουλιά, μὴν παύετε στιγμὴ τὰ τόσα ξεφωνήματα,
μ' αὐτὰ νὰ μᾶς ξυπνᾶτε,
κι' ἂν πόνο φανερώνετε μὲ τέτοια κελαδήματα,
μακάρι νὰ πονᾶτε.
Κι' ἂν φανερώνετε χαρὰ
νὰ μὴ σᾶς λείψῃ μιὰ φορά.

Τζίτζικα τί τερετίζεις
πότ' ἐδῶ καὶ πότ' ἐκεῖ,
καὶ ταὐτιά μας τὰ σκοτίζεις
μὲ τὴν ἴδια μουσική;

Ποιὸς σοῦ πιάνει, ποιὸς σοῦ σφίγγει,
τζίτζικά μου, τὸ λαρύγγι;
Ὁ λαιμός σου δὲν πονεῖ;
ποῦ τὴν βρίσκεις τὴ φωνή;

Σύ, ποὺ σ' ἔψαλε τὸ πάλαι
τῶν Ἀνακρεόντων λύρα,
τὴν ἀμέριμνή σου μοῖρα
στὰ κλαδιὰ τῶν δένδρων ψάλε.

Δὲν φροντίζεις πῶς θὰ φᾷς
μόνο τὴν δροσιὰ ρουφᾷς,
κι' ἡ δροσιὰ δὲν θέλει πέψεις...
σὰν δὲν τρῷς τί θὰ χωνέψῃς;

Μ' ἕνα χωνὶ σαλπίζω: κατάρα στὴν ὑφήλιο,
στὸ ψέμμα της, στὴ φρίκη...
κι' ἐγὼ καθὼς ὁ Δάντης δὲν θέλω τὸν Βιργίλιο,
μήτε τὴν Βεατρίκη,
γιὰ νὰ μὲ φέρουν τώρα μακρὰν αὐτῆς τῆς πλάσεως
καὶ νὰ μὲ πᾶνε κάτω στὰ σκότη τῆς κολάσεως.

Τοῦ Δάντη Βεατρίκη, Βιργίλιε πατέρα,
τὴν Κόλασι τὴν βλέπω μπροστά μου κάθε μέρα.
Βουΐζουν μὲς στ' αὐτιά μου βασανισμένων θρῆνοι,
κι' οὐρανομήκεις φλόγες ἀπὸ παθῶν καμίνι
τὴν σάρκα κατατρώγουν ἐλεεινῶν σκελέθρων
κι' ὀχιαῖς σφυρίζουν μαύραις καὶ δαίμονες ὀλέθρων.

Ὁ κοπετὸς κι' ὁ μόχθος τοὺς ἔγινε συνήθεια,
παχαίνουν κοιλιόδουλοι,
καὶ σέρνουν ξεμαλλιάρα στοὺς δρόμους τὴν Ἀλήθεια
ρακένδυτοι Μπερτόδουλοι.

Ἐδῶ κι' ἐκεῖ τὴν σπρώχνουν...
γιοῦχα τῆς κουρελοῦς!
Οἱ φρόνιμοι τὴν διώχνουν
καὶ πάει στοὺς τρελλούς.

Αὐτὸς ὁ κακομοίρης
τρώει τὸ καύκαλό του,
κι' ἐκεῖνος σὰν φακίρης
βλέπει τὸν ὀμφαλό του,
κι' ἰδού μπροστά μου πλούτη καὶ φοῦρνοι μὲ καρβέλια
κι' ὕστερα... μοναχός του ξεραίνεται στὰ γέλοια.

Νὰ καὶ κάποιος ὅπου γδύνει
λίγο λίγο τὴν ὀρφάνεια,
μὰ στὸ κράτος κἄτι δίνει
καὶ τὸν θάβουν μὲ στεφάνια.

Γαῖαν ἐλαφρὰν ἂς ἔχῃς, τοῦ φωνάζουν ὁλοψύχως,
μὰ κι' αὐτὸν τὸν εὐεργέτη, τὸν ἀθῶο τὸν ἀμνό,
τὸν ἐξέθαψε μιὰ νύκτα νεκροθάπτης τυμβωρύχος
καὶ τὸν ἔγδυσε τὸν δόλιο καὶ τὸν ἄφησε γυμνό.

Ἕνας γιὰ παράσημα σφίγγεται κι' ἱδρόνει...
Ταξιάρχης γίνεται, μὰ καλοπληρώνει.

Πρόστυχο παράσημο... τὄχουν κι' οἱ κοινοί...
τοῦτος Μεγαλόσταυρος θέλει νὰ γενῇ.
Ἄνθρωπος καλότυχος!... πῶς τὰ καταφέρνει
καὶ τὸν Μεγαλόσταυρο δίκαια τὸν πέρνει.

Μὰ κι' ὁ Μεγαλόσταυρος σὰν νὰ μὴ τοῦ φθάνῃ,
ἂν τὸ κράτος ἄγαλμα καὶ γι' αὐτὸν δὲν κάνῃ.
Μιὰν ἡμέρα σκάλισαν καὶ τὴν προτομή του
σὲ Πεντέλης μάρμαρο... δόξα καὶ τιμή του!...

Μέσα σ' ἕναν Πάνθεον τοῦ τὴν ἔχουν στήσει
κι' ἀληθῶς μακάριος εἶναι κατὰ πάντα,
κι' ἄλλο δὲν ἀπέμεινε τώρα νὰ ζητήσῃ
παρὰ λίγα φάσκελα γιὰ τὸν ἀνδριάντα.

Κἄποια νόστιμη μαυροῦκα
λύσσαξε νὰ πάρῃ Δοῦκα,
κι' ἔτρεχε λαχανιασμένη
στῇς Εὐρώπαις ἄνω κάτω,
μὰ στὸ τέλος ἡ καϋμένη
γύρισε χωρὶς Δουκάτο.

Ὅσο πάει καὶ ζαρόνει...
κρῖμα!... πέταξαν οἱ χρόνοι
καὶ τῆς ἄφησαν ὑγεία...
τώρα κάθεται στὸ ράφι
κι' ἔγινε κι' αὐτὴ λογία,
κι' εἰς ἐπίμετρον συγγράφει.

Κλαίει σὲ χαλάσματα
μαύρη κουκουβάγια
κλαυθμηρίζουν πλάσματα
κι' ἄϋλα φαντάσματα
κρυφοπλέκουν μάγια.

Δόξα, ποὺ σαβάνωσε
μάρτυρας ἰδέας
ποὺ τῆς Ἰουδαίας
τὸν Θεὸν στεφάνωσε
καὶ μὲ φῶς αἰώνιον
στέφει τὸ μαρτύριον
τοῦ πιόντος κώνειον
εἰς τό δεσμωτήριον.

Πῶς κοσμεῖ καὶ στέμματα
ποὺ μαρτύρων αἵματα
τἄχουν ποτισμένα,
καὶ δουλείας θρέμματα
στέκουν τρομασμένα;

Τί δακρύων Νεῖλος!
Τόσος κόσμος Εἵλως,
ποὺ σπαράζει κλαίων,
ἔρχεται σιγῶν
κι' ἀνθρωποσφαγῶν
πρὸ τῶν Βασιλέων.

Προσκυνοῦνται στίγη
φούλων πειναλέων
τρέχουν καὶ σιτίζονται,
κι' ἀναρχίας ξίφη
σ' αἷμα Βασιλέων
κυανοῦν βαπτίζονται,
κι' ὡς μικρὰ κελύφη
σκῆπτρα θρυμματίζονται.

Κύπτουν Παρίαι
μυρίων δόλων...
ψευδεῖς λατρεῖαι
ψευδῶν εἰδώλων.

Χά! χά! Τί κόσμος τὸν νοῦν σαλεύων,
κόλασις μόνη τῆς δυστυχίας...
ὁ μακελλάρης ὁ βασιλεύων
τρέμει τὸν ἄλλον τῆς ἀναρχίας.

Κι' ὁ μακελλάρης, ὅπου λακτίζει
θεσμοὺς γραμμένους μ' ἀνθρώπων χεῖρας,
μ' ἕνα μαχαῖρι τὰ σπλάχνα σχίζει
τοῦ μακελλάρη μὲ τὰς πορφύρας.

Κι' ἐκεῖνος πάλιν κατὰ τὸν νόμον
τὸν ἀνεβάζει στὴν λαιμητόμον,
κι' ὑπὸ τὸν πέλεκυν ἀφώνω κύπτει
καὶ τὸ κρανίον του φρυάττον πίπτει,
ποὔγιν' αἰτία νὰ δικαστῇ
κι' ἐκ τοῦ κορμοῦ του νὰ χωριστῇ.

Κύτταξε, παρακαλῶ
γέρο Βασιλῃᾶ τρελλό,
πῶς μονάχος του γυρνᾶ
μέσα σ' ἔρημα βουνά.

Τὰ κορίτσια του τὸν διώξαν μέσ' ἀπ' τὰ παλάτια του,
καὶ γυρνῶντας δίχως θρόνο
νοιώθει μέσα τέτοιον πόνο,
ποὺ τὰ δάκρυα στειρεύουν στ' ἀναμμένα μάτια του.

Τὰ μυαλά του καὶ μιὰ λύρα...
τί τὰ θέλει τέτοια μάτια;
ἡ σχισμένη του πορφύρα
πέφτει κατὰ γῆς κομμάτια.

Καὶ μισόγυμνος παγόνει
μὲς στὴν πλάσι τὴν κουφή,
κι' ἀναλύεται τὸ χιόνι
στὴ χιονάτη του κορφή.

Τρικυμίαις δὲν τὸν σκιάζουν,
μήτε τίγρεις δὲν τρομάζουν
τὸν διωγμένο Βασιλῃᾶ,
ποὔχει τώρα μιὰ σπηλιὰ
γιὰ παλάτι ζηλευτό...
καλὰ ποὔτυχε κι' αὐτό.

Ἕνας γελωτοποιός του, μόνος σύντροφος πιστός,
ἀπ' ὀπίσω του πηγαίνει σὰν καὶ πρῶτα γελαστός,
καὶ τοῦ λέει ποῦ καὶ ποῦ:
πῶς περνᾷς, τρελλὲ παπποῦ;

Κι' ὁ τρελλὸς παπποῦς τοῦ λέει: δός μου δάκρυα νὰ κλάψω
τὴν βασιλική μου μοῖρα
καὶ βελόνα γιὰ νὰ ράψω
τὴν σχισμένη μου πορφύρα.

Κι' ὁ πιστὸς ἀκόλουθός του πρίτς, τοῦ λέει, Βασιλῃᾶ,
τί τὴν θέλεις τὴν πορφύρα μὲς στὴν ἔρημη σπηλιά;
Ποῦ νὰ βρῇς ἐδῶ βελόναις;... ἄστην νὰ γενῇ κουρέλια...
μήτε δάκρυα, παπποῦ,
νὰ ζητήσῃς τοῦ λοιποῦ,
γύρευέ μου μόνο γέλοια.

Βασιλῃᾶ μου, τί θαρρεῖς;
πὼς νὰ κλάψῃς δὲν μπορεῖς
καὶ μὲ γέλοια μοναχά;...
γέλα, γέλα, χὰ χὰ χά!

Γέλα καὶ σὺ στῇς μπόραις
κ' ἡ λατρευταῖς σου κόραις,
ποὺ τόσο σ' ἀγαποῦν,
σοῦ πῆραν καὶ τὰ κτένια σου,
κι' ἀκτένιστα τὰ γένεια σου
στὸν ἄνεμο σκορποῦν.

Τέτοια τοῦ λέει, κι' ἔπειτα σκυφτὸς τὸν προσκυνᾷ
κι' ὁ Ρήγας ὁ καλότυχος τῆς δόξης καὶ τοῦ πλούτου
εὐτύχησε ρακένδυτος σὲ λόγγους καὶ βουνὰ
νὰ γίνῃ γελωτοποιὸς τοῦ γελωτοποιοῦ του.

Ἄνθρωπος ἐπαισχύντου συμφορᾶς
κατέσφαξ' ἐμμανὴς τὸν γείτονά του,
κι' ἐπένθυσε στοὺς κώμους τῆς χαρᾶς
κι' εὐθύμησε στὸ πένθος τοῦ θανάτου.

Ἄνθρωπος μὲς τὰς σκέψεις του πονῶν
ἐρρύθμισε τὸν χρόνον τὸν δρομαῖον,
κι' ἔκλεψε καὶ τὸ πῦρ τῶν οὐρανῶν,
κι' ἐκάη μὲ τὸ πῦρ τὸ κλοπιμαῖον,
καθὼς ἡ χρυσαλλὶς περὶ τὸ φῶς
καυχώμενος πὼς ἔγινε σοφός.

Ἐνόμισε τὸ πᾶν πὼς κυβερνᾷ,
τῶν ἄθλων του τὴν δόξαν ἐπευφήμησε,
κι' ἐλάτρευσε Θεὸν καὶ Μαμμωνᾶ,
κι' ἀγροίκως καὶ τοὺς δύο τοὺς βλασφήμησε.

Ἄνθρωπος πρὸς δυνάμεις αἰωνίας
προσέφερ' ἑκατόμβας, τόσα θύματα,
κι' οἰστρήλατος εἰς ἔξαψιν μανίας
τὰ ξόανά των ἔρριψε συντρίμματα.

Ἄνθρωπος μελετῶν ἐκστατικὸς
ἀνεῦρε τὴν μεμβράνην καὶ τὸν πάπυρον,
κι' ἀνέλυσε μὲ πρῖσμα χημικῶς
τῶν οὐρανῶν τὸν δίσκον τὸν διάπυρον.

Κι' ἐκεῖνος ἐκδικούμενος σκληρά,
μὲ τὸ φωτίζον πῦρ καὶ τὸ θερμαίνον
ἀνέλυσε τὰ κέρινα πτερὰ
περικλεῶν Ἱκάτων ἱπταμένων.

Ἄνθρωπος μ' ἐπιστήμης βουλιμίαν
ὑπέταξε τὸ πᾶν εἰς τὴν χημείαν,
κι' ἐπὶ τὸν ποταμὸν τῆς Βαβυλῶνος,
ἐκάθισε κατόπιν κατηφής,
κι' ἔσκωψε τὴν βλακεῖαν τοῦ κλαυθμῶνος
μὲ τὸν Ἱερεμίαν τῆς Γραφῆς.

Ἤναψε τῆς ἐρεύνης τὸν πυρσὸν
κι' ἐφώτισε τὸν νοῦν του τὸν φλεγόμενον,
ἡλίευσε τὰ κήτη θαλασσῶν
κι' ἐκεῖνα τὸν ἐξέσχισαν πνιγόμενον.

Ἄνθρωπος τ' ἀνευρήματα σκαλίζει
κι' ἐκ τῶν κεράτων ἤρπασε τὸν βοῦν,
εὑρῆκε καὶ τὴν σκόνη ποὺ ζαλίζει
τὸ γένος τῶν κωνώπων τὸ βομβοῦν.

Οἱ λέοντες τὸν τρόμαξαν κι' οὶ σκύμνοι των
τὰ στέρνα τῆς Κυβέλης τὰ διέρρηξε,
ἵππευσε καὶ τὸν ἵππον τὸν πανύμνητον
κι' αὐτὸς οἰστρηλατήθη καὶ τὸν ἔρριξε.

Ἄνθρωπος ἀνιχνεύων τὴν ἀλήθεια
ἐξέλιξε τὰ γένη καὶ τὰ φῦλα,
καὶ τέλος ἀνεκάλυψε μ' ἐμβρίθειαν
ἐξέλιξις πὼς εἶναι τοῦ Γκορίλλα.

Κι' αὐτὸς ὁ πρωτοπρόγονος ἡμῶν
μ' αὐτὴν τὴν προσβολὴν δυσηρεστήθη,
κι' ἐξέβαλε μὲ δίκαιον θυμὸν
σπαρακτικὰς κραυγὰς ἀπὸ τὰ στήθη.

Ἄνθρωπος ἐπεσκόπησε τἀόρατα
μὰ καὶ τοῦ Μπράϊτ ηὗρε τὴ νεφρίτιδα,
μ' ἀσπίδας ἐπολέμησε καὶ δόρατα,
μὲ πυροβόλα Κροὺπ καὶ μὲ πυρίτιδα.

Κι' ἐσκέπασαν τοὺς κάμπους ὅπλα, θώρακες
καὶ δόρατα καὶ ξίφη πολεμίων,
κι' ἐξ οὐρανοῦ κατῆλθον μαῦροι κόρακες
κι' ἐσπάραξαν τὴν σάρκα τῶν ὁμοίων.

Ἡ γῆ προγόνων πάππων καὶ Παπῶν
ἀνέδωσε πρὸς χάριν του καρπόν,
κι' ἐκεῖνος ἀντ' αὐτῆς τῆς ἐσοδείας
τῆς ἔδωσε πηλὸν καὶ δυσωδίας.

Ἄνθρωπος μὲ κρανίον ἐκ κυττάρων
ἀνώρυξε τὰ πλούτη τῶν Ταρτάρων,
κι' ὑπὸ χωμάτων ὄγκους καὶ σωροὺς
ἐτάφη μὲς στῆς γῆς τοὺς θησαυρούς.

Εἰς πύργους ἀστρογείτονας καὶ κάστρα
καὶ σπήλαια καὶ τρώγλας ἀπεκρύβη,
ἀεροναύτης ἤγγισε πρὸς τἄστρα,
πλὴν ἔπεσε πρηνὴς καὶ συνετρίβη.

Ἄνθρωπος είς τοῦ πλούτου τὴν κραιπάλην
ἔπλευσε χρυσορρόας ποταμους,
κι' ἔμεινε χαλκοπρόσωπος καὶ πάλιν
κι' ἀπόγονος γελοῖος τῆς μαϊμοῦς.

Ἄνθρωπος ἐξωράϊσε τὴν κτίσιν,
κι' ἀφοῦ καθυποδούλωσε τὴν φύσιν,
ἔκυψε στοὺς ὁμοίους τὸν αὐχένα του
κι' εἰς νόμους καθυπέταξε τὴ φρένα του.

Ἄνθρωπος κατεκρήμνισε λυσσῶν
τὰς φωλέας ἀπτήνων νεοσσῶν,
καὶ γίγαντες πολλοὶ τὸν συνεχάρησαν
κι' εὐκοίλια πτηνὰ τὸν ἐμαγάρισαν.

Ἄνθρωπος μὲ τραχεῖς δεσποτισμοὺς
τὸν ὄνον ἐτυράννησε τὸν φρόνιμον,
κι' αὐτὸς ἀπολακτίσας τοὺς δεσμοὺς
εἰς μέρος τὸν ἐλάκτισε δυσώνυμον.

Ἄνθρωπος ἀνεβόησεν: εὑρῆκα
κι' εὑρῆκε τὴν κακὴ ψυχρή του μέρα,
τὸν κέντρισαν ἡ μέλισσα κι' ἡ σφῆκα
κι' ἐτάραξε μὲ γόους τὸν ἀέρα.

Ἀγγέλων τὸν ἀφύπνησεν αὐδή,
ἀλλὰ κι' ὁ Σατανᾶς τὸν ἐστεφάνωσε
κι' ἐπόθησε νεότητα ψευδῆ
καὶ τὰς λευκάς του τρίχας ἐμελάνωσε...

Καὶ τοὺς ὁδόντας ἔτριξεν ὀργίλος
κι' ἔσπασε τὸ καρύδι, τὸ φουντοῦκι...
καὶ μόλις τὸν ἐθώπευσ' ἕνας σκύλος
ἐπῆγε στοῦ Παστὲρ καὶ στοῦ Παμπούκη.

Ἔλαφοι τὸν ἐφθόνησαν καὶ τράγοι
κι' ἀνέβη σὲ μυκώμενον Ἡφαίστειον,
κι' ἐκεῖνο σμερδαλέον ἐξερράγη
κι' εἰς πτῶμα τὸν μετέβαλεν ανέστιον.

Μὲ πρόσωπον ἀγρίως πελιδνὸν
ἀλήτης περιέφερε τὸν δίσκον του,
καὶ τοὺς ἰοὺς ἀπέσπασ' ἐχιδνῶν
κι' ἐπότισε μ' αὐτοὺς τὸν οὐρανίσκον του.

Ἄνθρωπος πολεμήσας κατὰ πάντων
ξερρίζωσε κι' ὀδόντας ἐλεφάντων,
κι' ἔγιναν κλειδοκύμβαλα μ' ἐκείνους,
καὶ τύμπαν' ἀκοῆς κατεσπαράχθησαν
ἀπὸ βρυγμοὺς ὀδόντων κι' ἀπὸ θρήνους
καὶ φρέναις ὑγιεῖς συνεταράχθησαν.

Ἄνθρωπος ἐγαυρίασε στωμύλος
κι' ἔντομα κι' ἑρπετὰ περιεφρόνησε,
μὰ μπῆκε μὲς στ' αὐτιά του γαῦρος ψύλλος
καὶ μὲ τὴν μουσικήν του τὰ δαιμόνισε.

Ἐχάραξ' ἐφευρέσεων ὁδοὺς
κι' ὁ κόπος ἦτο γέρας τόσου κόπου του,
κι' ἐζήτησε τὸ χρῶμα τῆς Αἰδοῦς
μέσα στὴν παρῳδία τοῦ προσώπου του.

Ἤγουν τὸ κάτω κάτω τῆς γραφῆς
τὴν λεοντῆν ἐφεῦρε τῆς μορφῆς,
τὴν ἐρυθρὰν ἐκείνην προσωπίδα,
καὶ χαίρων ἐξεβάκχευε κι' ἐπήδα.

Κι' ἐπάνω συντριμμάτων κι' ἐρειπίων
ἐκάλεσε Σατύρους παρῳδούς,
καὶ μὲ τὸ θράσος δύο προσωπείων
ἐρρύπανε τὸ κάλλος τῆς Αἰδοῦς.

Τοῦ γένους του τὴν δόξαν διαιώνισε
μὲ σκέλεθρα πανάρχαια Μουσείων,
στὸν μῆνα δὲ τοῦ μέλιτος ἐφθόνησε
τὴν τρυφερὰν παιδίσκην τοῦ πλησίον.

Ἄνθρωπος ἐσηκώθη τὸ πρωΐ
κι' ἐθαύμασε τὴν φύσιν, ἀλλὰ κρύωσε,
κι' ἄρχισε τῆς ρινὸς καταρροὴ
καί δός του χᾶ καὶ ψοῦ τὸν ἐτελείωσε.

Τὰ δάση τὰ παρθένα διεκόρευσε
κι' εἰς ἡδονὰς τὴν φύσιν ἀπεχαύνωσε,
κι' ἡλεκτρικὰς δυνάμεις συνεσώρευσε
κι' ἡλεκτρικὸς σπινθὴρ τὸν ἐκεραύνωσε.

Ἐβάδισεν εἰς ὕδατα γοργὸς
μὲ Τρίτωνας χορεύων καὶ δελφῖνας,
ἔγινε καὶ τοῦ κράτους Ὑπουργὸς
καὶ νηστικοὺς ἐχόρτασε κηφῆνας.

Ἄνθρωπος παρακούρασε τὸ σῶμα του
καὶ πῆγε στὸ κονάκι του κι' ἐκόνεψε,
κι' ἀπηυδημένος ἄνοιξε τὸ στόμα του
κι' ἔφαγε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς χώνεψε.

Μὲ τὸ ψευδὲς τοῦ ψεύδους μεγαλεῖον
μεγαλαυχεῖ, κομπάζει, κοκορεύεται,
καὶ κάτω προτομῶν καὶ μαυσωλείων
ἔγραψε τὸ γνωστὸν ἀ π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι.

Κατάκλεψε τὰς κρύπτας θησαυρῶν
καὶ τοὺς ὑγροὺς ἀδάμαντας τῆς δρόσου,
κι' ἐκρέμασε παράσημα σταυρῶν
καὶ βλασφημήσας εἶπε:... τὸ σταυρό σου!

Μὲ στόμφον κατεσπίλωσεν ἀνήθικον
ὅ,τι καλὸν καὶ τίμιον ἐφρούρει,
κι' ἂν ἔχῃ τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τὸν πίθηκον,
μὰ σήμερα κατήντησε γαϊδοῦρι.

Ἄνθρωπος παραγελάσας μ' ὅσα πόνους προκαλοῦν
ἀπορεῖ πῶς τἄλλα ζῷα σὰν κι' ἐκεῖνον δὲν γελοῦν.

Ὅμως, ἄνθρωπε Γκορίλλα, ποὺ πρεβλέπεις κεχηνὼς
καὶ τὰ βάθη τοῦ Ταρτάρου,
εἶδες δάκρυ ν' ἀναβλύσῃ μὲς στὰ μάτια κανενὸς
ὀγκανίζοντας γαϊδάρου;

Μὰ κι' ἂν ἔχυν' ἕνα δάκρυ, θὰ μποροῦσες τότε φύσις
ἀνθρωπίνη κι' εὐγενὴς
στὸ γαϊδοῦρι νὰ φανῇς,
καὶ νὰ βγάλῃς τὸ μαντήλι καὶ νὰ πᾷς νὰ τὸ σκουπίσῃς;

Μὴ λοιπὸν διαπορῇς, ἄνθρωπε συφοριασμένε,
καὶ τὰ ζῷα τὰ λοιπὰ δὲν γελοῦν γιατὶ δὲν κλαῖνε.

Τραλαλό..., πῶς χαίρω...
τί ζητῶ δὲν ξέρω...
ξύσου, χρόνε γέρο.

Τὰ παιδιὰ ποὺ τρῶνε
ξαναφάτα, Κρόνε...
ξύσου, γέρο χρόνε.

Σκούζω τραλαλά,
πέφτω χαμηλά,
τὴν μαϊμοῦ γεραίνω...
τί παχὺς πηλός!...
ἔγινα τρελλός...
ξύσου, χρόνε γέρο.

Μέσα σὲ δρυμοὺς
κύττα τῆς μαϊμοῦς
τὸ σοφὸ παιδί,
ποὺ μὲς στὴ σπουδὴ
χάνεται καὶ πνίγει
τὴν ζωὴν τὴν λίγη.

Τὸ παμφάγον στόμα σου
τὸ σαρκάζον σκῶμμα σου
τοὔφερε χαλάστρα,
κι' ἡ περιγελάστρα
καὶ βαθειὰ φωνή σου
τοῦ φωνάζει: ξύσου.

Δοῦλος μικρὸς κι' ἀμούστακος μὲς στ' ἄλλα βάσανά του
ἀγάπησε σὰν Ρούϋ Βλὰς τὴν νέα δέσποινά του.

Κι' ἔγραφε δίχως ὄνομα πὼς πάσχει, πὼς πεθαίνει,
πὼς δηλητήριο θὰ πιῇ, καὶ τόσ' ἀστεῖα πράμματα,
κι' ἡ δέσποινα σὰν πονηρὴ καὶ σὰν πεπειραμένη
κατάλαβε ποιὸς ἔστειλε τ' ἀνώνυμα τὰ γράμματα.

Ὅμως κι' ὁ δοῦλος ὁ μικρός, ποὖχε μεγάλου γνῶσι,
τὄνοιωσε πὼς ἡ δέσποινα τὸν εἶχε παρανοιώσει.

Ὁ Φοῖβος ἐβασίλευσε κι' ἦταν σπανία δύσις
ὁπόταν τῶν ἐπιστολῶν ἐλύθη τὸ μυστήριο...
κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον ἦλθαν εἰς ἐξηγήσεις
κι' ὁ δυστυχὴς ὁ Ρούϋ Βλὰς δὲν ἤπιε δηλητήριο.

Ἔβρεξε... ποία φύσις! Ἐδροσισθῆκαν ὅλα,
κι' ἕνας κομψὸς Ἐρνάνης καὶ μία Δόνα-Σόλα
ἐρέμβαζαν στρωμένοι
στῆς γῆς τὴν ὑγρασία
κι' ἔκαναν πυρωμένοι
στὸν ἔρωτα θυσία.

Μὲ τῆς δροσιᾶς τῇς στάλαις ποτίσθηκαν ἀφθόνως
κι' ἔκοψαν κι' ἀπὸ δένδρο δροσόλουστο κλαδί...
τὸ βράδυ καὶ τοὺς δύο τοὺς ἔπιασ' ἕνας πόνος
μὲς στὴν ἀπόφυσίν των τὴν σκωληκοειδῆ.

Ἕν' ἀντρόγυνο πιστὸ νέο διάκο γνώρισε,
μὰ σὲ λίγο – συμφορά! - τὸ ζευγάρι χώρισε,
καὶ κακόγλωσσαις πολλαῖς εἶπαν χαιρεκάκως:
οὓς συνέζευξε παππᾶς χωριζέτω διάκος.

Μιὰ τρανὴ κυρὰ πῶς σκάνει!...
δὲν μπορεῖ παιδὶ νὰ κάνῃ,
κι' ὑποφέρ' ἡ κακομοῖρα
γιατί νἆναι τόσο στεῖρα.

Μὰ σ' ἐκείνην ἀντικρὺ
μιὰ φτωχοῦλα, μιὰ μικρή,
μὲ τό τίποτε γεννᾷ
καὶ γιὰ ψύλλου πήδημα,
κι' ἐβαρέθη τὰ μονὰ
κι' ἄρχισε τὰ δίδυμα.

Μιὰ κυρὰ γαλιάνδρα,
ποὖχε γέροντ' ἄνδρα,
κἄπως ἐλαφρή,
δοῦλο της λαχτάρισε
καὶ γι' αὐτὸν σπαρτάρισε
σὰν τὴν Πετεφρῆ.

Ἀλλ' αὐτὸς πιστὸς
κι' Ἰωσὴφ σωστὸς
ξεροκοκκινίζει,
καὶ μὲ τὴν μωρία του
σκάζει τὴν κυρία του
καὶ τὴν δαιμονίζει.

Μιὰ βραδυὰ τὸ θέρος,
ποὺ ὁ βλὰξ ὁ γέρος
πῆγε στὰ Πατήσια,
κάλεσε τὸν χάχα
πὼς τὸν θέλει τάχα
γιὰ δουλειὰ σπητίσια.

Ἡ κυρὰ φρενιάζει
νἄξερες, φωνάζει,
ἔρωτα ποὺ σοὔχω...
κι' ὅλη πῦρ καὶ λάβα
μὲ τὸ σύρε τράβα
τοὔσχισε τὸ ροῦχο.

Τὴν Δανάη τὴν γνωστὴ
χρόνια τὴν κρατοῦν κλειστὴ
σ' ἕναν πύργο σκαλισμένο
μέρα νύκτ' ἀμπαρωμένο,
γιὰ νὰ μὴν τὴν πλησιάσῃ
κανενὸς ἀνθρώπου χνῶτο,
καὶ τὴν παρθενιά της χάσῃ
μὲ τὸ φύσημα τὸ πρῶτο.

Ἀλλ' ὁ Ζεὺς ὁ μακαρίτης,
γυναικᾶς τῶν τότε χρόνων,
καὶ συμμέτοχος τῆς κοίτης
στρατηφῶν Ἀμφιτρυόνων,
ἐλυπήθη τὴν φτωχὴ
σὰν πατέρας, σὰν προστάτης,
κι' ἔγινε χρυσῆ βροχὴ
κι' ἔβρεξε τὴν παρθενιά της.

Τώρα τοῦτος τί δηλοῖ
τῆς χρυσῆς βροχῆς ὁ μῦθος
εἶν' εὐνόητον πολὺ
καὶ στοὺς λίγους καὶ στὸ πλῆθος.

Πῶς θέλω δίχως μνήμη
νὰ πέφτω νὰ κοιμοῦμαι,
κι' οὔτε τὴν Ἐπιστήμη
ποτὲ νὰ μὴ θυμοῦμαι.

Κι' ἕνας Ἀσκληπιάδης, σπουδαῖς μυταρᾶς,
καὶ μιὰ πληγὴ μεγάλη στῆς γῆς τὰς συμφοράς,
μοῦ λέει πὼς κι' ἡ μνήμη δὲν εἶναι τίποτ' ἄλλο
παρ' ἕνα κυτταράκι, κι' ὅταν κι' αὐτὸ τὸ βγάλω,
δὲν θὰ θυμοῦμαι διόλου
τὰ πάθη τοῦ διαβόλου.

Ὅμως κι' αὐτὸ νὰ γίνῃ,
γιατρέ μου μυταρᾶ,
πλὴν κἄποια θὰ μοῦ μείνῃ
ἀνάμνησις σκληρά.

Κι' ἂν ὅλα τὰ ξεχάσῃ τῆς μνήμης μου τὸ κύτταρο,
μὰ πάντα θὰ θυμοῦμαι τὸν κλασσικό σου μύταρο.

Μία χήρα σὰν Νιόβη
καὶ μὲ Μυροφόρου σχῆμα
μοιρολογία ράβει κόβει
στοῦ κυρίου της τὸ μνῆμα,
κι' ὅρκο πιάνει πὼς κι' αὐτὴ
δὲν θὰ ξαναπαντρευτῇ.

Καὶ τὸν ὅρκο τὸν βαστᾶ
τιμημένα καὶ πιστά.
Γι' ἄνδρα δὲν σκοτίζεται,
μὲ πολλοὺς λιγόνεται
μὲ πολλοὺς σχετίζεται,
μὰ δὲν στεφανόνεται.

Γερόντισσα τὰ τίναξε καὶ πάει στὴ δουλειά της
κι' ἄφησε στὸν κουρέα της τὰ ψεύτικα μαλλιά της,
ποὺ σὰν τὸ χιόνι κάτασπρα τῆς τἆχ' ἐκεῖνος βάλει
στ' ὁλόγυμνο κεφάλι.

Κι' αὐτὸς ποὺ τὴν φενάκισε χίλιαις φοραῖς συχώρεσε
τὴν γέρικη κουφάλα,
κι' ἐπῆρε τὴν φενάκη του κι' ἐπῆγε καὶ τὴν φόρεσε
σ' ἄλλης γρῃᾶς καυκάλα.

Διάβολος ξυδάτος,
νυχοποδαράτος,
τοὺς θνητοὺς πλανᾷ.

Κι' ὅπου κι' ἂν πηγαίνῃ
σὲ φυλὰς καὶ γένη
πειρασμοὺς γεννᾷ.

Διάβολος ξυδάτος
ἔρχεται τρεχάτος
ἀπὸ κόσμων πέρατα.

Μόνος του γελᾷ,
κι' ἄνδρας κουτουλᾶ
μὲ τὰ δυό του κέρατα.

Ἀφανὴς μυαλὰ γανόνει,
τώρα τὴν οὐρά του χώνει
καὶ στῶν γυναικῶν τὸ φῦλον.

Τόσαις ὀμορφιαῖς κυττᾷ
καὶ τῆς Ἔριδος πετᾷ
τὸ καταραμένον μῆλον.

Καὶ γελᾷ γιατὶ μ' αὐτὸ
νέα μῆνις στὸ λεφτὸ
φλέγει τὸν ποδόγυρο,
καὶ μὲ ράσσα σεβαστὰ
σὲ καλόγρῃαις μπροστὰ
κάνει τὸν καλόγηρο.

Ὅλο σκάνδαλα ζητεῖ
κι' εἰς ἐρήμους περπατεῖ
μὲ μορφὴν τῆς Ἀφροδίτης.

Κι' ἐμφανίζεται γυμνὸς
καὶ πειράζεται σεμνὸς
καὶ παρθένος ἐρημίτης.

Διάβολος ξυδάτος λέει στὸν Ἰάγο:
τὸ φαρμάκι χύσε,
τὸν Ὀθέλο πεῖσε,
πὼς ἡ Δεσδαιμόνα θὰ τὸν κάνῃ τράγο.

Λέει καὶ τῆς Μάκβεθ: στὸ λεπτό σου χέρι
σφίξε τὸ μαχαῖρι,
σύρε δίχως φόβο νὰ τὸ βάψῃς μ' αἷμα,
σκότωσε τὸν Δούγκαν νὰ φορέσῃς στέμμα.

Πάει καὶ στὸν Πάρι καὶ τὸν ξετρελλαίνει:
πήγαινε στὴν Σπάρτη, πάρε τὴν Ἑλένη.
Ἄδικο μοῦ φαίνεται καὶ μεγάλο κρῖμα
ἕνας τέτοιος κόμματος νἆναι ξένου κτῆμα.

Καὶ στὴν Κλυταιμνήστρα πάει τὴν Μαινάδα
καὶ τῆς λέει: μόλις ἀπὸ τὴν Τρῳάδα
ὁ σκηπτοῦχος ἄνδρας σου φθάσῃ στὰ παλάτια του,
σφάξε τον ἀλύπητα, τρῶγε τὰ κομμάτια του.

Μὰ καὶ στὸν Ὀρέστη φάσγανον προτείνει:
σφάξε τὴν μητέρα σου
μὲ τὸ ξίφος τοῦτο, ποὔσφαξε κι' ἐκείνη
τὸν κλεινὸν πατέρα σου.

Γεννητόρων αἵματα στὸ σπαθὶ νὰ σμίξῃς,
αἵματα, ποὺ δίκαιον σὲ καλοῦν φονέα,
αἵματα, ποὺ σ' ἔκαμαν μὲς σ' αὐτὰ νὰ πνίξῃς
κάθε φίλτρον καὶ στοργὴν τέκνου πρὸς γονέα.

Λέει στὴν Γαλάτεια: τὸν τεχνίτη μίσησε,
ποὺ παράφορος σκιρτᾷ μὲ τὸν ἔρωτά σου,
κι' ὁ τεχνίτης, ποὺ ζωὴ μὲς στὴν πέτρα φύσησε,
μ' ἕν' ἀδελφικὸ σπαθὶ νὰ σφαγῇ μπροστά σου.

Καὶ στὴν Δαλιδᾶ
τέτοια τραγουδᾷ
πνεῦμ' ἀπατεῶνος.

Γρήγορα καὶ σὺ
κόψε τὴν χρυσῆ
τρίχα τοῦ Σαμψῶνος.

Ἕνας Διάβολος ξυδάτος
καὶ μὲ πονηριαῖς γεμάτος
ψιθυρίζει κάτι τί
μὲς στοῦ καθενὸς τ' αὐτί.

Λέει σιγαλὰ κι' ἐκείνου:
Ὑπουργὸς τοῦ Κράτους γίνου,
κι' Ὑπουργὸς ἐκεῖνος βγαίνει
καὶ στὸ Κεντρικὸ πηγαίνει.

Πάει, τρώει μιὰ μερίδα,
φεύγει, σώζει τὴν πατρίδα.

Δείχνει μοῦτρα σοβαρὰ
καὶ τρανοῦ φερσίματα
μόνο ποὺ καμμιὰ φορὰ
δέχεται φυσίματα.

Μὰ τοῦ λὲν καμπόσοι φίλοι,
ποὺ κοντά του τρῶν καὶ πίνουν:
μὴ θυμώνῃς σὰν σὲ φτύνουν,
γιατί τὄχεις τὸ μαντήλι;

Σατανᾶς παιχνιδιάρης
Σατανᾶς σκανδαλιάρης,
κάτι θέλει νὰ πῇ.

Μυστικὰ μᾶς ἁρπάζει
καὶ πομπαῖς ξεσκεπάζει
ποὺ δὲν ἔχουν ντροπή.

Ὅπου ρύπος σιμόνει
κι' ὅπου τρύπα τρυπόνει
καὶ πετᾷ καὶ πετᾷ.

Καὶ μὲ πύρινα μάτια
πουπουλένια κρεββάτια
πηδηχτὸς χαιρετᾷ.

Καὶ σπιρούνια φορεῖ
κι' ἕνα κράνος βαρύ,
φορτωμένο φτερά.

Τὸν ξυπνοῦν μὲ τῇς διάναις,
καὶ φιλεῖ παραμάνναις,
ποὺ βυζαίνουν μωρά.

Καὶ κοιμίζει μὲ γέλοια
τόσ' ἀθῶα μουρέλια
καὶ ξυπνοῦν μεγαλύτερα.

Εἶναι μάγος δεινός,
καὶ στ' ἀλεῦρι φτηνός,
ἀκριβαίνει τὰ πίτερα.

Χύνει μόσχους καὶ μῦρον,
καὶ πουγγιὰ φιλαργύρων
κρύβει μέσα στὰ χώματα.

Μὰ τὰ βγάζει ξανά...
φτοῦ σου, φτοῦ, Σατανά,
μὲ τὰ τόσα καμώματα.

Λευκὸς ὑμνεῖται Παρθενῶν,
λάμπουν τὰ μάρμαρά του,
καὶ πρὸς ὀνείρων οὐρανὸν
τὸ Παραδείσιον πτηνὸν
ἀνοίγει τὰ πτερά του.

Εἰς μεγαλείων κολοσσοὺς
ὁ Βάκχος πλέκει στίχους,
καὶ περιβάλλει μὲ κισσοὺς
τοὺς ἀμφορεῖς του τοὺς χρυσοῦς,
τῆς Ἥβης τοὺς βοστρύχους.

Ἥβη γελῶσα, ροδαλή,
μ' Ἀνακρεόντων λύρας
χορεύει γύρω του τρελλή,
καὶ στὸν χορό της προσκαλεῖ
χαρᾶς νεάζον γῆρας.

Μέλπει Νυμφῶν πληθὺς λευκὴ
στῆς Καλυψοῦς τὸ σπήλαιον,
πόνος κανεὶς δὲν κατοικοεῖ,
καὶ τίποτε δὲν εἶν' ἐκεῖ
τὸ προκαλοῦν τὸ ἵλεων.

Θάλλει τῆς Νύμφης πληθὺς λευκὴ
δίχως βοὴς ἀνέμων,
κι' ἐπὶ τῆς ἄμμου τῆς χρυσῆς
ὑψοῦν σωθέντες Ὀδυσσεῖς
τὰ τρόπαια πολέμων.

Ἄνω πλανήτων ναυαγῶν
ἀστὴρ μετεωρίζεται,
καὶ νέος Νάρκισσος σφριγῶν
μέσα σὲ κρύσταλλα πηγῶν
ὡραῖος κατοπτρίζεται.

Ἐπὶ λαφύρων Περσικῶν
κοράκων σμῆνος κρώζει
κι' ὁ Κλεῖτος εἰς τὸν Γρανικὸν
τὸν Βασιλέα τῶν νικῶν,
τὸν Μακεδόνα σώζει.

Κι' ἐκεῖνος ὁ Διογενής,
ἡ δοξαστὴ πορφύρα,
ἐντὸς αὐτῆς του τῆς σκηνῆς
ἀπὸ κραιπάλην ἐκμανὴς
φονεύει τὸν σωτῆρα.

Πόλεμος ἔκαμψε μακρὸς
μεγάλον Βασιλέα,
κι' ὁ νέος Πάτροκλος νεκρὸς
θρηνεῖται στὰς σκηνὰς πικρῶς
ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα.

Σύ, ποὺ τὸν ἥρωα πονεῖς,
πολέμου καταράτου,
σύ, ποὺ τὸν Πάτροκλον θρηνεῖς
κι' ὁ Πρίαμος γονυκλινὴς
ζητεῖ τὸν Ἕκτορά του.

Στὴν Ρώμην τῶν αἱμομικτῶν
τὰ φῶτα τῆς ἡμέρας
κι' οἱ μαῦροι ζόφοι τῶν νυκτῶν
βλέπουν μὲ φρίκην τὸ φρικτὸν
τῆς δεσποτείας τέρας.

Ἡ τοῦ Κλαυδίου γαμετὴ
αἰσχύνει τὴν γυναῖκα,
κι' ὁ Νέρων τὴν χειροκροτεῖ,
καὶ μ' ἄλλα πτώματα πατεῖ
κι' ἐκεῖνο τοῦ Σενέκα.

Ἐπαφροδίτως μειδιᾷς,
καὶ δίχως ρῖγος τρόμου
μὲς στοῦ χοροῦ τὰς παιδιάς,
ζητεῖς, Συλφὶς Ἡρωδιάς,
τὴν κάραν τοῦ Προδρόμου.

Βοὴ βοᾷ διάτορος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν,
τὰ τείχη της διαπερᾷ
κι' ἐκεῖθεν τρέχει τρομερὰ
τὴν οἰκουμένην ὅλην.

«Ὦ πόλις Ἱερουσαλὴν θεοφιλήτου γένους,
ποὺ σκώπτουσα λιθοβολεῖς προφήτας ἐμπνευσμένους,
ποσάκις σπόρον ἀγαθὸν ἐπόθησα νὰ σπείρω,
ποσάκις δὲν ἠθέησα νὰ συναγάγω γύρω
τὰ τέκνα γόνων ἀλητῶν καὶ δούλων αστεγάστων
ὡς ὄρνιθες τοὺς νεοσσοὺς ὑπὸ τὰς πτέρυγάς των.

»Ὦ γραμματεῖς ὑποκριταὶ καὶ Φαρισαῖοι χαῦνοι,
ποῖος λαὸς παράνομος ἐμπρός σας παρελαύνει.
Γελᾶτε σεῖς, ποὺ τὸν ναὸν ἐκεῖνον τοῦ Κυρίου
τὸν μεταβάλλετ' εὐχερῶς εἰς οἶκον ἐμπορίου.

»Ἐλάφων κι' ἐχιδνῶν σποραὶ μὲ τὰ δειλὰ τὰ βλέμματα
θὰ πέσουν ἐπὶ σταυρωτὰς
καὶ μιαροὺς ὑποκριτὰς
τόσων δικαίων αἵματα.

»Ἀπὸ τὸν Ἄβελ τὸν βοσκὸν μέχρι τοῦ Ζαχαρίου,
ποὺ τοῦ ἐσφάξατ' ἐναγεῖς
ἐμπρὸς τῆς ἱερᾶς σιγῆς
τοῦ θυσιαστηρίου».

Τῆς Ταρταρείας σάλπιγγος ὁ βρυχηθμὸς ἀντήχει
δαιμόνων φρικιᾷ χορός,
κι' ὁ Τορκουάτος γοερῶς
πεσόντα κλαίει τείχη.

Ἀπετεφρώθη σύμβολον σοφίας, δόξης, πλούτου,
τοῦ Σολομῶντος ὁ ναός,
κι' ὁ περιούσιος λαὸς
βογγᾷ πρὸς τῆς σποδοῦ του.

Ἔβλεπε δορυκτήτορας, στρατοὺς ἱεροσύλους
νὰ τιμωροῦν τοὺς χλευασμούς,
τὰς χλαίνας, τοὺς κολαφισμούς,
καὶ τοῦ σταυροῦ τοὺς ἥλιους.

Τίγρεις παντοῦ θρησκομανεῖς
ὑμνοῦν κι' ἀποθεόνουν
Τουρκοεμάδας ἀπηνεῖς,
κι' ἐντὸς πυρᾶς χριστιανῆς
χριστιανοῦς τεφρόνουν.

Ἐμπρὸςς θανάτων στυγερῶν
ἀθῶα τρέμουν θύματα,
κι' ἡ φλὸξ ἐκεῖνων τῶν πυρῶν
φωτίζει λίθους τιάρων
κι' Ἀνάκτων διαδήματα.

Καὶ μὲς στὰς φλόγας τῆς πυρᾶς
καὶ μέσα στὰ μαρτύρια
καὶ τοὺς λυγμοὺς καὶ τὰς ἀρὰς
φαρμακευτρίας μυσαρᾶς
σταλάζουν δηλητήρια.

Νέος ἐνέσκηψε τυφὼν
ἡ Λουκρητία νεύει
καὶ Πάπας Πάπαν ἀδελφὸν
ἐντὸς ἀδύτων τιμαλφῶν
πρὸς χάριν της φονεύει.

Σβύνει στὴν τέφραν τῶν πυρῶν
καὶ κάθε Δόγη ρώμη
κι' ὑπὸ τὸ φῶς τὸ πνιγηρὸν
ἡμισελήνων ζοφερῶν
πίπτει κι' ἡ νέα Ρώμα.

Θεὸς φυσᾷ καταστροφήν,
κι' ὁ Φάουστ ταλανίζει
μὲ λευκανθεῖσαν κορυφὴν
τὴν ἐπιστήμην τὴν σοφήν,
ὁποὺ τὸν βασανίζει.

Ποθεῖ τοὺς ἤχους μουσικῆς
ποθεῖ Σειρῆνος φθόγγον,
κι' ἀντὶ τριχὸς νεανικῆς
τῆς ἐπιστήμης τῆς λευκῆς
ἀντήλλαξε τὸν ὄγκον.

Χλευάζει μέλλον καὶ παρὸν
καὶ τὴν σοφὴν ἀνίαν,

καὶ πνεῦμα σκότους πονηρὸν
τὸν μεταβάλλ' εἰς ἀνθηρὸν
κι' ἀκμαῖον νεανίαν.

Ὁ Φάουστ ἀπομωρανθεὶς
πάλλει παλμοὺς ἐρώτων
καὶ κῆπος δέχετ' εὐανθὴς
τῆς Μαργαρίτας τῆς ξανθῆς
τὸν στεναγμὸν τὸν πρῶτον.

Ἐθραύσ' εἰς μέθην ἡδονῶν
ἡ πλὰξ τοῦ Μωϋσέως,
καὶ μετανοίας Τελωνῶν
οἰκτείρει κομπορρημονῶν
ταρτοῦφος Φαρισαῖος.

Χλόη βλαστήσεως νωπῆς
βορβόρους κρύπτει χρόνων
κι' ὑπὸ τὴν λάμψιν ἀστραπῆς
ἐφάνη στεφανοσκεπὴς
ἡ Δόξα τῶν αἰώνων.

Κι' ἐμπρὸς ἡρώων ἀληθῶν
τὰς δέσμας κατεπάτησε
στεφάνων ἀπειροπληθῶν,
καὶ μόνον τὸν ἐξ ἀκανθῶν
ὡς γέρας της ἐκράτησε.

Ἕνα μάγο βρίσκω καὶ μὲ σταματᾷ
καὶ σὰν ἐμπνευσμένος τέτοια μ' ἐρωτᾷ:
Πές μου, θέλεις δόξαις, πλούτη, θησαυρούς;
θέλεις μεγαλεῖα, τίτλους καὶ σταυρούς;

Δὲν ζηλεύω, μάγε, τίποτ' ἀπ' αὐτά,
μήτε δόξαις θέλω, τίτλους καὶ λεφτά.
Μ' ὅσαις εὐκολίαις καὶ νὰ τ' ἀποκτήσῃς
πρέπει νὰ δουλεύῃς γιὰ νὰ τὰ κρατήσῃς.

Ἐγὼ θέλω μόνο, μάγε κουνενέ,
νὰ κοπροσκυλιάζω μὲς στὸν καφενέ,
καὶ τὸ κράτος τοῦτο, ποὺ τὸ λὲν σακάτικο,
νὰ μοῦ κόβῃ πάντα τακτικὸ μηνιάτικο.

Μάγοι παμπάλαιοι μοῦ λὲν πὼς μὲ μαγείας τρόπους
εἰς ζῷα μεταμόρφωναν τοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους.

Τὰ μάγια νἄξερα κι' ἐγὼ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
θὰ πήγαινα καὶ θἄλεγα κάθε Ρωμῃοῦ μακρόχειρος:
Ἀπὸ τὰ ζῷα τὰ γνωστὰ τί προτιμᾷς νὰ γίνῃς;
ὄνος σωστός, ἡμίονος, ἢ χοῖρος ἢ σκαντζόχοιρος;

Μιά, ποὺ κόρη σεμνὴ θὰ πεθάνῃ,
ποὺ δὲν φόρεσε γάμου στεφάνι,
τέτοιους λόγους ἡ δόλια μιλεῖ
μὲ καϋμὸ καὶ μὲ πίκρας χολή.

Τί χαρὰ ποὺ τὴν πέρνω μεγάλη
σὰν μοῦ λὲν πὼς ζευγάρια χωρίζουν,
σὰν μοῦ λὲν γιὰ τὴν μιὰ καὶ τὴν ἄλλη
πὼς τὴν ὥρα τοῦ γάμου των βρίζουν.

Τί χαρά!... θὰ χωρίσῃ κι' αὐτή!...
τί χαρά!... θὰ χωρίσῃ κι' ἐκείνη...
κἄποιος εἶπε στ' ἀνδρός της τ' αὐτὶ
πὼς μὲ κἄποιον σπαθάτο τὰ ψήνει.

Ἄχ! ἂς ἔλειπαν πλέον οἱ γάμοι,
τὰ μωρά κι' ἡ μαμμῆδες κι' οἱ μάμμοι,
νὰ χαρῶ, τῆς χολαῖς μου νὰ βγάλω,
καὶ τὸ νῦν ἀπολύεις νὰ ψάλω.

Μιὰ στρυφνὴ γεροντοκόρη, ποὺ ψηλὰ βαστοῦσε μύτη,
μὲς στ' ἀντικρυνό της σπῆτι
βλέπει κἄποιον νέον ἄνδρα, ποὺ ξυλίζει στὰ γερὰ
τὴν καλή του τὴν κυρά.

Καὶ τῆς γειτονιᾶς ἡ γλῶσσα
λέει γιὰ τὸ ξύλο τόσα.
Κι' εἶπε κι' ἡ γεροντοκόρη, ποὺ καϋμὸ γιὰ ξύλο θἄχῃ;
ἄχ! αὐτὴν τὴν δέρνει κἄποιος κι' ἐγὼ δέρνομαι μονάχη.

Μιὰ κυρὰ τὴν τρώει λύπη
γιὰ τὸν ἄνδρα της ποὺ λείπει.

Καὶ τῆς ἔλεγαν πολλαῖς:
γιατὶ μόνη σου νὰ κλαῖς,
ποὔχεις μάγουλο σὰν μῆλο,
καὶ δὲν βρίσκεις κι' ἕναν φίλο
τὸν καϋμό σου νὰ τοῦ λές;

Λύπη ποὺ μοιράζεται
κάπως μετριάζεται.

Ἄκουσε, καὶ μὲ τὸν χρόνο
βρῆκε σύντροφο τὸν πόνο,
κι' εἴχανε κι' οἱ δυό τους λύπη
γιὰ τὸν ἄνδρα της ποὺ λείπει.

Κάμινος πόθων ἡ ζωή,
μὲ τούτους καίομαι κι' ἐγώ...
καὶ ποιὸς καὶ ποιὸς δὲν θὰ καῇ
Σιράχ, Μισάχ, κι' Ἀβδεναγώ.

Ἒ λοιπὸν στὸ μοναστῆρι, μὰ μοῦ λέγ' ἡ Φασουλῆ
μὲ παράπονο πολύ:

Ἀπεφάσισες ἀλήθεια νὰ μοῦ γίνῃς ἀσκητὴς
καὶ τὸν κόσμο παραιτεῖς;

Ναί!... θὰ γίνω δίχως ἄλλο
φαρδομάνικα θὰ βγάλω,
κι' ὅλους θὰ σᾶς εὐλογῶ...
Καὶ μοῦ λέγ' ἡ Φασουλῆ:
τράβα κι' ὥρα σου καλή,
θἄρχωμαι συχνὰ κι' ἐγὼ
νὰ σὲ βρίσκω στὸ κελλί.
Νἄρχεσαι... μὴ μὲ ξεχάνῃς,
θέλω μόνη νὰ μοῦ κάνῃς
ἐπισκέψεις τακτικὰ
νὰ μοῦ λὲς τὰ κοσμικά,
κάθε σκάνδαλον καὶ πάθος,
ἀλλὰ πρόσεχε πολὺ
μὴν κτυπήσῃς κατὰ λάθος
σ' ἄλλου μοναχοῦ κελλί.

Πῶς τὰ θυμοῦμαι τὰ παλῃά, τὰ χρόνια ποὺ περάσανε,
τοὺς φίλους μου τοὺς παιδικούς, ποὺ τώρα θὰ γεράσανε.

Πῶς ἤθελα νὰ σᾶς ἰδῶ,
πρῶτοι μου φίλοι παιδικοί...
ἄλλοι σκορπίστηκαν ἐδῶ
κι' ἄλλοι σκορπίστηκαν ἐκεῖ.

Ποιὸς πίστευε πὼς ὁ καιρὸς γιὰ πάντα θὰ μᾶς χώριζε
κι' ἕνας τὸν ´αλλο σύντροφο μιὰ μέρα δὲν θὰ γνώριζε;
Ἄλλοι πατρίδα νοσταλγοῦν σὲ μαύρη ξενητιὰ
κι' ἄλλοι κοιμοῦνται ξένοιαστοι στοῦ τάφου τὴν ίτιά.

Κάμποσοι βασανίζονται καὶ τρέχουν νὰ πλουτίσουν
στὴν γῆν τῶν Ἀθηναίων,
κι' ἐκεῖνοι γέννησαν παιδιά, ποὺ θὰ κληρονομήσουν
τοὺς πόνους τῶν γονέων.

Ὁλ' οἱ μικροὶ μεγάλωσαν κι' ἄσπρισαν μαῦρα φρύδια,
βλέπω τοὺς δρόμους, ποὔπαιζαν τόσα τρελλὰ παιχνίδια,
τοὺς κήπους, ποὺ πρασίνιζε χρυσῶν ἐλπίδων τάπης,
καὶ γελαστοὶ ξεφύλλιζαν τὰ ρόδα τῆς ἀγάπης.

Ὅλαις τῇς μικραῖς φωλῃαῖς των τώρα τῇς κυττῶ σωρούς
κι' ἄλλαξαν μὲ τοὺς καιροὺς
γειτονειαῖς παλῃαῖς καὶ τόποι,
ὅπου παίζαμε τὸ τόπι,
τῇς ἀμάδες καὶ τοὺς βώλους,
καὶ μᾶς ἔλεγαν διαβόλους.

Ἔγιναν μεγάλοι δρόμοι τὰ στενὰ τὰ μονοπάτια,
γκρεμιστῆκαν ἡ καλύβαις καὶ κτισθήκανε παλάτια.

Τριγυρνῶ στῇς γειτονιαῖς,
ὅλο ρίχνουν, ὅλο σκάβουν,
γκὰπ καὶ γκοὺπ ἡ σκεπαρνιαῖς
τῇς ἐνθύμισές μας θάβουν.

Νὰ τὸ Σχολειό, ποὺ μάθαμε τόσα καὶ τόσα πράμματα
κι' ὅλοι μαςς ἐφορτώσαμε στὸν πετεινὸ τὰ γράμματα.
Νά τὸ Σχολειό, ποὺ μιὰ φορὰ τσακώσαμε στὴ σκάλα
τὸν δακαλο τὸν σοβαρὸ μὲ μιὰ κυρὰ δασκάλα.

Νάτο τὸ σπῆτι ποὔφαγα παραπολὺ πεπόνι
καὶ μ' ἔσφιξαν οἱ πόνοι.
Κι' ἡ μάμμη μου μ' ἐπότισε σιναμικὴ καὶ μάνα
κι' ἕνας γιατρὸς τῆς σύστησε τὴν ὑπεκακουάνα.

Νάτο τὸ σπῆτι μὲ τὰ δυὸ τὰ δένδρα τὰ μεγάλα,
ποὺ τοὺς γειτόνους πείραζα μὲ τόσους χωρατάδες,
καὶ μιὰ φορὰ μ' ἐπείραξε τὸ κατσικίσιο γάλα,
γιατὶ πολὺ τὸ νόθευαν κι' οἱ τότε γαλατάδες.

Νά καὶ τὸ σπῆτι, ποὔσπασα κάμποσα γυαλικά,
κι' ἐκύτταζα γλυκὰ
μιὰ νόστιμη, ποὺ μύριζε βασιλικοὺς στῇς γλάστραις,
μὰ κἄποιοι μ' ἐμυρίστηκαν καὶ μοὔκαναν χαλάστραις.

Νὰ καὶ τὸ σπῆτι, βρὲ παιδιά,
ποὺ μιὰ πανσέληνη βραδυὰ
ὁ Δὸν Ζουὰν μοῦ κάπνισε νὰ βγῶ τῆς γειτονιᾶς μου
καὶ παρ' ὁλίγον ἔλειψε νὰ φάγω τῆς χρονιᾶς μου.

Νά κι' αυτό... πῶς τὸ θυμοῦμαι... μιὰ βραδυὰ τῆς Τυρινῆς
ἔντυσαν ἐμένα μόνο
στρατιώτη Μακεδόνο,
καὶ μ' ἐπήγανε σὲ φίλους καὶ καμπόσους συγγενεῖς,
κι' ἐκαμάρωσαν τὸ κράνος, τὸ χρυσὸ ποκάμισό μου,
κι' εἶπαν ὅλοι «τὸ χρυσό μου».

Εἴχανε χορὸ μεγάλο, καὶ κυρίαις μερικαῖς
ἀρκετὰ ρωμαντικαῖς
τραγουδοῦσαν μὲ κιθάρα καὶ μὲ πάθος λιγερὰ
«εἰς τὸ ρεῦμα τῆς ζωῆς μου», κι' ἄλλα τέτοια θλιβερά.

Τί τραγούδια, τί μαριόλαις,
τί πολλὰ πειράγματα,
καὶ χορεύαν ὅλοι κι' ὅλαις
ἕως τὰ χαράγματα...
Καὶ σὰν ἄρχισε κι' ὁ δίσκος τῆς ἡμέρας νὰ προβάλλῃ
μᾶς ἐβγάλανε σταφίδες καὶ χαλβᾶ μὲ σιμιγδάλι.

Νάτο τὸ σπῆτι τὸ παληὸ μὲ τῇς διπλαῖς ἀμπάραις,
ποὺ τὰ κορίτσια μάζευα κι' ἐπαίζαμε κουμπάραις.

Μὰ νὰ κι' αὐτὸ, ποὺ πιάστηκα μὲ τὴν νοικοκυρά,
κι' ἐκεῖνο τἄλλο, ποὔβγαλα κι' ἐγὼ τὴν ἰλαρά,
κι' ὀλίγο δεῖν νὰ μ' ἔστελνε, νὰ πέθαινα, νὰ γλύτωνα,
καὶ νὰ μὴν ἔκανα παιδιά, τὴν Ἕλλη καὶ τὸν Κρίτωνα,
καὶ τὴν Μυρτὼ καὶ τἄλλα δυό, ποὺ πᾶνε στὰ Σχολεῖα
καὶ κάθε τόσο δυστυχῶς χρειάζονται βιβλία.

Πῶς τὰ θυμοῦμαι τὰ παλῃά, τὰ χρόνια ποὺ περάσανε,
τοὺς φίλους μου τοὺς παιδικούς, ποὺ τώρα θὰ γεράσανε.
Ἂς εἴξευρα ποῦ βρίσκονται, ποιὸς πέθανε, ποιὸς ζεῖ,
καὶ ποιὸς δὲν ἔχει δόντι...
ὅλ' οἱ μικροὶ μεγάλωσαν κ' ἐγὼ μ' αὐτοὺς μαζί...
περίεργον τῳόντι!

Κοντὰ σὲ περιγιάλι
ἐθαύμαζα μουγγὸς
τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τῆς σκοτεινῆς Σφιγγός.

Ροδόχρυσος ἡμέρα
καὶ πλάσις κυανῆ
καὶ βλέπω βάρκα πέρα
μὲ κάτασπρο πανί.

Τί θάλασσα!... νομίζεις πὼς εἶναι σὰν πλατεῖα,
κι' ἡ βάρκα δρόμο πέρνει,
μὰ πότε πότε γέρνει,
κι' ἐγὼ τὴν ξαναβλέπω καὶ μοὔρχεται ναυτία.

Εἶδα δυστυχισμένους, ποὔπαθαν συμφοραῖς
κι' εἶναι στὰ συγκαλά των,
ἀλλ' ὅμως εἶδα κι' ἄλλους, ποὺ γνώρισαν χαραῖς
κι' ἔστριψαν τὰ μυαλά των.

Εἶπα ποτὲ τρελλοῦ: κύττα μὴ μετανοιώσῃς
κι' ἔλθῃς στὸν κόσμο πάλι
μὲ γνωστικὸ κεφάλι...
ἐσ' εἶσαι γνωστικὸς γιατὶ σοῦ λείπ' ἡ γνῶσις.

Εἶδα καὶ γνωστικὸ καὶ τοὖπα: πᾷς, ἐχάθης,
ἐσ' εἶσαι ντὶπ τρελλὸς γιατὶ δὲν ἐτρελλάθης.

Ἕνας μεθυσμένος μοῦ μιλεῖ τραυλός,
δὲν τοῦ λείπ' ἡ γνῶσις, εἶναι καὶ τρελλός.

Μὲ τὴν φρονιμιά του περγελᾷ τὴν τρέλλα
καὶ μ' αὐτὴν τὴν γνῶσι καὶ τὴν φρονιμιά...
τοὔδωσε δυὸ φύσεις ἡ κρασοβαρέλα...
γειά σου, μεθυσμένε... τόκα κι' ἄλλη μιά...

Πῶς κατήντησες καλέ;
κύτταξε τὴ μύτη σου...
σήκω, φρόνιμε τρελλέ,
νὰ σὲ πάω σπῆτι σου.

Εἶδα καταρῶν βροχὴ
νὰ δροσίζῃ τοὺς ἐν τέλει,
μὰ καὶ κόσμο δυστυχῆ
νὰ γελᾷ χωρὶς νὰ θέλῃ.

Εἶδα καὶ μοιρολογίστρα ποὺ τὴν πλήρωναν νὰ κλάψῃ
κι' ἄρχισε χωρὶς νὰ πάψῃ.

Ἄστρο περνᾷ κι' ἀφίνει
γραμμὴ φωτὸς καὶ σβύνει...
Ποῦ πάει; τί θὰ γίνῃ;
πῶς χάθηκε τ' ἀστέρι;

Ἄνθρωπος μένει πτῶμα
καὶ τοῦ σφαλοῦν τὸ στόμα
μὲ μιὰ φοῦκτα χῶμα...
γιατί;... κι' αὐτὸς δὲν ξέρει.

Καὶ μ' ἄλλους καὶ καθ' ἑαυτὸν τὴν πλάσιν ἐπικρίνω...
τὸ μέλλον γίνεται παρὸν καὶ παρελθὸν ἐκεῖνο.

Μὲ τὰς τρεῖς τὰς διαιρέσεις ὁ καθένας προσπαθεῖ
πρὶν τῆς ὥρας νὰ γερνᾷ...
 
Μὰ καὶ τὸ μέλλον φθάνει
χείρων τῆς πρώτης πλάνη,
κι' ἀθῶα βλέπων βρέφη
στὰ περασμένα στρέφει.

Ὦ κόσμε, περασμένος, παρὼν καὶ μέλλον πόνος
χαλκεύεται γιὰ σέ,
ὡς ποὺ καὶ σὺ θὰ μείνῃς παρωχημένος χρόνος
κι' INDEFINI PASSE.

Τί καλὰ τὰ λές, Δαρβῖνε...
πιθηκάνθρωπε, σιώπα...
χίλιαις δυὸ φορὲς σοῦ τὦπα
πὼς αὐτὴ ζωὴ δὲν εἶναι.

Μέτρησε τῇς συμφοραῖς,
μέτρησε καὶ τῇς χαραῖς,
κι' ἔλα νὰ λογαριαστοῦμε, νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ μοῦ πῇς
ἂν αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος ἔγινε τῆς προκοπῆς,
κι' ἂν ὑπάρχῃ κἄποιος τρόπος κι' ἂν ὑπάρχῃ θεραπεία
νἄβρης τὴν ἰσορροπία.

Τὸν Περικλέτο τὸν λιγερὸ
προχθὲς τὸν πῆγα σ' ἕνα χορό.
Χορεύουν πρόσωπα σιδερωμένα
καὶ τρίζουν κόκκαλα φτειασιδωμένα.

Κύττα, τοῦ λέγω, τί πλάταις κι' ὦμοι!...
ὁ Ζεὺς ἂν ἦτο θεὸς άκόμη,
μὲ ποιὰν ἀπ' ὅλαις, βρὲ Περικλῆ,
θὰ μᾶς γεννοῦσε τὸν Ἡρακλῆ;

Ζωὴ σὰν κόλασις, φαύλη κι' ἀχρεία,
ζωὴ μονότονη, σαχλὴ καὶ κρύα.

Ἔρχονται τόσοι καὶ μὲ κυκλόνουν,
ἄλλοι στοὺς δρόμους μὲ συναντοῦν,
πιάνω τὰ ρόδα καὶ μ' ἀγκυλόνουν,
πιάνω τ' ἀγκάθια καὶ μὲ κεντοῦν.

Ὅλοι προδόται, σὰν τὸν Ἰούδα
καὶ δολοφόνοι χωρὶς μαχαίρια,
τρέχω νὰ πιάσω μιὰ πεταλούδα
κι' αὐτὴ μοῦ φεύγει μὲς ἀπ' τὰ χέρια.

Δὲν ἔχει τίποτα γιὰ μέν' ἀξία
τίτλοι, χρυσάφια, δάφναις, μυρτιαῖς,
βλέπω τὸν Σείριο, τὸν Γαλαξία,
καὶ τοὺς νομίζω κολοφωτιαῖς.

Κανένας κύριος δὲν σοῦ μιλεῖ
χωρὶς τὰ ψέμματα νὰ παραλείψῃ...
ρίχνω στὸν σκύλο μου τὸν προσφιλῆ
κανένα κόκκαλο, ποὺ τὄχω γλείψει,
κι' αὐτὸς ἀφίνει τὸ κόκκαλό του
καὶ μὲ δαγκάνει... μπᾶ! σὲ καλό του.

Ἕνας τὸν ἄλλον περγελᾷ
μὲ ψευτοδιαχύσεις...
τί κάνετε;... πολὺ καλά...
τοῦ λόγου σας; ἐπίσης.

Πῶς εἶναι κι' ὁ πατέρας σας
κι' ἡ σεβαστὴ μητέρα σας;
Πῶς εἶναι τὸ μωρό σας
κι' ὁ γέρο-πεθερός σας;

Πολὺ καλά!... πῶς χαίρω!...
εὐχαριστῶ... τὸ ξέρω.
Καὶ λέγοντας πὼς χαίρεται
σᾶς ἀποχαιρετᾷ,
καὶ σεῖς βεβαίως ξέρετε
πὼς δὲν ἐνδιαφέρεται
γιὰ τούτους ποὺ ρωτᾶ.

Ἔρχεται κἄποιος βιαστικός...
τί κύριος εὐγενικός!
Ἂν ἔχῃς κάλο τὸν πατεῖ
κι' εὐθὺς συγγνώμην σοῦ ζητεῖ.

Σὲ τόσα βάσανα σκληρὰ
καὶ τόσων πόνων σάλον
εἶναι θωπεία τρυφερὰ
τὸ πάτημα τῶν κάλων.

Καθόλου μὴν πειράζεσθε, συγγνώμην μὴ ζητήσετε,
κι' ἐνθέρμως σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ ξαναπατήσετε.

Ἔχεις καὶ τόσας ὑποχρεώσεις
μέσα στὴν ἄλλη τὴν ἀηδία σου,
κι' ὅλοι προσμένουν νὰ τὰ κορδώσῃς
γιὰ νὰ γελάσουν μὲ τὴν κηδεία σου.

Κι' ἂν ὡς δράσας πατριώτης
εἶσαι καὶ σταυρῶν ἱππότης,
θἄλθουνε καὶ μερικοὶ
γιὰ ν' ἀκούσουν μουσική.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ξυπνήσῃ
χωρὶς κανένα μπρός του ν' ἀπαντήσῃ,
καὶ μ' ἄνθρωπον ποτὲ δὲν φιληθῇ
καὶ νόθος ἀπὸ νόθους γεννηθῇ.

Μακάριος στῆς γῆς τῇς τρικυμίαις
ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει γνωριμίαις,
κι' ἐκεῖνος ποὺ δὲν σφίγγει κάθε χέρι
καὶ μάλιστα σὰν εἶναι καλοκαῖρι.

Μακάριος αὐτός, ποὺ δὲν ἐλπίζει
νὰ φωτισθῇ μὲ γείτονος καντήλια,
πὼς μόνος τὸν ἱδρῶτα του σκουπίζει
καὶ ξένα δὲν χρειάζεται μαντήλια.

Μακάριος, ὦ μάγοι θαυμαστοί,
ποὺ διόλου δὲν πιστεύει στῇς μαγείες σας,
μακάριος κι' αὐτός, ποὺ φτερνιστῇ
καὶ δὲν τοῦ ποῦν ποτὲ «μὲ τῇς ὑγείαις σας».

Ξημερόνει, ξημερόνει, κι' ἥλιος πάλι γιὰ τὴ γῆ
τοῦ πυρὸς θὰ ξεκινήσῃ
καὶ τὸν πόνο θὰ ξυπνήσῃ,
ὁποὺ κάνει πὼς κοιμᾶται μέσ' στῆς νύκτας τὴ σιγή.

Σήκω γρήγορα, θνητέ,
μὰ καὶ σεῖς οἱ ποιηταὶ
κελαδεῖτε τῇς Αὐγούλαις
νὰ μᾶς ἔλθουν ἀναγούλαις.

Ὅταν τὸ πρωὶ ξυπνήσῃς
καὶ τὰ μέλη σου τανύσῃς,
σοῦ γεννᾶται πρώτη σκέψις
τί καὶ πῶς θὰ μαγειρέψῃς.

Σιχάθηκα τὰ κρέατα, τ' ἀρνίσια, τὰ μοσχάρια,
τὰ βῳδινά, τὰ χοιρινά, καὶ πρὸ παντὸς τὰ ψάρια,
βραστά, ψητά, τηγανητά, πλακὶ καὶ μαρινάτα...
τ' ἀφίνω γιὰ τὴ γάτα.
Ἂς εἰμποροῦσες κάποτε νὰ τρῷς, κοιλία τάλαινα,
καὶ λίγη λεοπάρδαλι, κροκόδειλο καὶ φάλαινα.


ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Ὦ Διογένη κυνικέ, σχίσε μου τὰ φορέματα...
μὲ τὴν σπουδὴν τοῦ σύμπαντος τὸ σύμπαν δὲν ἐννόησα...
θ' αὐτοκτονήσω, βρὲ παιδιά... τελείωσαν τὰ ψέμματα...
Πολλάκις τ' ἀποφάσισα, πολλάκις μετενόησα.

Μὰ τώρα θὰ τὸ κάνω
γιὰ νὰ σᾶς συγκινήσω...

Δὲν θέλω νὰ πεθάνω
χωρὶς ν' αὐτοκτονήσω.

Ὑπὸ τὴν γῆν Ἐγκέλαδος μουγγρίζει καταχθόνιος,
πυρὶ μιχθήτω γαῖα...
Φοῖβε, κι' ἐγὼ σὲ χαιρετῶ καθὼς ὁ Τελαμώνιος
πρὶν πέσῃ στὸν σφαγέα.

Ἐρεύνησα κι' ἐθρήνησα,
ψυχὴν δὲν ἐσυγκίνησα.
Οἱ θρῆνοι τί μ' ὠφέλησαν;... ὠφέλεια καμμία,
μήτ' ἔδωσαν περίσσευμα δημόσια Ταμεῖα.

Καὶ σὰν μὲ πιάνῃ ξαφνικὸ
καὶ βρίζω τὴν ὑφήλιο,
ἄλλοι μὲ λένε νευρικὸ
κι' ἄλλοι μὲ λὲν δυσκοίλιο.

Θ' αὐτοκτονήσω, βρὲ παιδιά, μακρὰν τῆς κοινωνίας...
εἶναι φτηνὸς ὁ θάνατος ὁ τῆς αὐτοκτονίας.

Τότε λουστρίνια δὲν φορεῖς
σὲ θάβουν οἰκονομικά,
γλυτόνεις καὶ τοὺς ἱερεῖς
γλυτόνεις καὶ τὰ ψαλτικά.

Λείπουν ἔξοδα τοῦ Χάρου,
δὲν στοιχίζει κι' ἡ ταφή του
τὴν ἀσπράδα τοῦ μαρμάρου
δὲν λερόνει κι' ἡ μορφή σου.

Σὰν νὰ λέμε μ' ἄλλους λόγους δὲν σοῦ στήνουν ἀνδριάντα,
σύμβολον τῆς ἐποχῆς,
κι' ἂν γλυτόσῃς καὶ τὸν λόγον, τότε πρέπει κατὰ πάντα
νὰ λογίζεσ' εὐτυχής.

Θ' αὐτοκτονήσω, μὰ γιατί
μὴ μ' ἐρωτήσετε, θνητοί.
Καθόλου δὲν θ' ἀποκριθῶ...
βαρδᾶτε καὶ θὰ σκοτωθῶ.

Ἰδού! Καὶ πάλιν πλούσιος ἐκέρδισε λαχεῖον
κι' ὁ δοῦλος μου δυσώνυμον μοῦ ράγισε δοχεῖον.

Ὦ τύχη, φεύγεις ἀπὸ μᾶς
καὶ τοὺς πλουσίους προτιμᾷς.
Ὦ δοῦλε βλάκα καὶ χαζὲ,
NE TOUCHEZ... IL EST BRISE!

Μὴ μ' ἐμποδίζῃς παντελῶς, καλέ μου Περικλέτο,
κι' ἀμέσως βύθισε καὶ σὺ στὰ σπλάχνα σου στιλέτο.
Τί κάθεσαι καὶ χάσκεις
καὶ τὴν ψευτιὰ διδάσκεις;

Δὲν σκέπτεσαι τῇς φτώχιαις σου, τῇς τόσαις δυστυχίαις,
μόνο τραβᾷς στὰ Ζάππεια καὶ στῇς Δενδροστοιχίαις;
Τρελλάθηκ' ἕνας κουρελῆς, γεμάτος ἀπὸ βρῶμα,
δὲν ἦτον ὅμως εὐτυχὴς καὶ μὲ τὴν τρέλλ' ἀκόμα,
Καῖσαρ θαρρεῖ πὼς ἔγινε τὸ σκύβαλον τῆς πείνας
μὲ σκῆπτρα καὶ μὲ στέμματα καὶ μὲ λαῶν εὐθύνας.

Θέλεις νὰ φθάσῃς σὰν κι' αὐτὸν σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο
καὶ νὰ σὲ κλείσουν Καίσαρα μὲς στὸ Φρενοκομεῖο,
καὶ τῇς πεντάραις τῇς χρυσαῖς νὰ τῇς θαρρῇς γιὰ λίραις
καὶ τὰ βρωμοκουρέλια σου γιὰ Καίσαρος πορφύραις;

Τί μελετᾷς τοὺς Στωικούς; Τί θέλεις τὸν Σπινόζα;
γιατί μολύνουν στεναγμοὶ τὸν κυανοῦν αἰθέρα;...
ξέρεις ἐκεῖνον, Περικλῆ, τὸν Πάπα τὸν Φορμόζα;
νεκρὸν ὁ Πάπας Στέφανος τὸν ξέθαψε μιὰ μέρα,
καὶ μὲ στολὴν ἐνέδυσε χρυσοϋφάντου φόρτου
τὸν δύστηνον προκάτοχον κι' Ἐπίσκοπον τοῦ Πόρτου,
νεκρὸν τὸν ἐνεθρόνισε, πολλὰ τοῦ κατελάλησε,
νεκρὸν τὸν κατεδίκασε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε.

Νάτος ὁ πρὶν ἀρτιμελής,
νάτος ὁ πρὶν ἀκέραιος,
παφλάζων ἄνευ κεφαλῆς
στὸ κῦμα τοῦ Τιβέρεως.

Γιατί νὰ λέγεσ' ἔνδοξος κι' ἐπίσημος κι' ὡραῖος
καὶ νὰ σκοτώνῃς ἄναδρος σπουργίτια στὸν ἀέρα;
Γιατί καὶ κάθε Σάϋλωκ καὶ τοκιστὴς Ἑβραῖος
μιὰ λίτρ' ἀπὸ τὸ κρέας σου νὰ κόβῃ κάθε μέρα;

Γιατί μυτίζεις καὶ βρωμᾷς;
ὁρίστε τώρα κι' ὁ ψωμᾶς
καὶ μοῦ γυρεύει πληρωμή,
κι' ἂν δὲν τοῦ τὴν μετρήσω,
τότε βεβαίως τὸ ψωμὶ
θὰ μοῦ τὸ πάρῃ πίσω.

Πῶς τὰ βιβλία δὲν πετᾷς σὲ σκουπιδιῶν κοφίνι;
Γιατὶ τὸ χέρι νὰ φιλῇς, ποὺ σὰν Ἀδὰμ σ' ἀφίνει;
Γιατί νὰ πίνῃς τὸν καφφὲ κάθε πρωὶ στὸ στρῶμα
καὶ πρώτ' ἡ λέξις τοῦ Καμπρὼν νὰ σοὔρχεται στὸ στόμα;

Μήτε σὺ μ' ἐφώτισες, μήτ' ἐγὼ σ' ἐφώτισα...
χάνεσαι στὸν κλύδωνα βρέμοντος τυφῶνος...
πῆγα καὶ στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Σφίγγα ρώτησα,
τίποτε δὲν μοὔλεγε, μ' ἔβλεπεν ἀφώνως.

Μόνον ἀπ' τὰ μάτια της ἕνα δάκρυ κύλησε
καὶ μὲ κεῖνο μίλησε.

Οὐδ' ἡ Σφὶγξ μ' ἐφώτισε κι' ἄδικα τὴν σκότισα...
κἄποια μούμια μοὔδειξαν... τεἶναι τοῦτο, ρώτησα.
Ἤτανε Βασίλισσα μιὰ φορὰ μεγάλη
κι' ἔπειτα κατήντησε σ' ἕνα τέτοιο χάλι.

Ἔσκυψα, τὴν φίλησα...
κρῖμα στὴ Βασίλισσα.

Εἶδα καὶ μίαν κάμηλον ραχητικὴν ἐμπρός μου,
ἐβάρυνε τὸν ὕβον της Ἀράπης εὐειδής...
κι' ἐσ' εἶσαι κάμηλος, θνητέ, στὴν ἔρημον τοῦ κόσμου,
κι' ἐκύρτωσε τὴν ράχη σου τὸ βάρος τῆς σπουδῆς.
Περνᾶς ἐρήμους ἀχανεῖς, πλὴν ὄασις καμμία,
καὶ μόνον ἄμμος καίουσα καὶ μόνον ἐρημία.

Μόνος στὴν ἐξοχή...
τί βράδυ! τί γαλήνη!
Ναρκόνει τὴν ψυχὴ
χλωμόφωτη σελήνη.

Οὐδ' ἀπηχεῖ κανεὶς
ἦχος ἀνθρωπινῆς
ὀδύνης καὶ φωνῆς
μήτε γαϊδουρινῆς.

Ἀκούω μόνον πέρα σκυλιῶν συχνὰ γαυγίσματα,
κοάσματα βατράχων καὶ γρύλλων τερετίσματα.
Μὰ μέσ' σ' αὐτοὺς τοὺς τόνους ναρκωτικῆς γαλήνης
καὶ μὲς στὴν ἡσυχία τῆς μοναξιᾶς ἐκείνης
ποὺ πάλι τῆς σοφίας τὸν ἥσκιο κυνηγῶ,
μόνον ὁ κοῦκος λείπει, κι' ὁ κοῦκος εἶμ' ἐγώ.

Μὴ μ' ἐμποδίζῃς παντελῶς, καλέ μου Περικλέτο,
κι' ἀμέσως βύθισε καὶ σὺ στὰ σπλάγχνα σου στιλέτο.
Γιατί νὰ τήκεσ' ἕρμαιον τοσούτων ἀναγκῶν
μὲ τἄλυτα προβλήματα τοὺς γρίφους τῶν Σφιγγῶν;

Γιατί νὰ σκύβῃς ταπεινὸς κι' ἀχρείων δούλων δοῦλος;
τί σὲ πνοεῖ τὸ μνῆμα,
καὶ σὰν τὸν Βέρθερο καὶ σὺ δὲν κόβεις αὐτοβούλως
τοῦ βίου σου τὸ νῆμα;

Γιατί τὸν βίον ἀγαπᾷς,
ποὺ τὴν σοφίαν ἀμαυροῖ;
καὶ πῶς στὸν Χάρο σὺ δὲν πᾷς
πρὶν ἔλθῃ τοῦτος νὰ σὲ βρῇ;

Πρὸς τί διώκεις τἄφθαστα χωρὶς καὶ νὰ τὰ φθάνῃς;
πρὸς τί τὸ στῆθος διαμπὰξ ἀκόμη δὲν διέτρησες;
γιατί μὲ νόσημα κοινὸν κλινήρης νὰ πεθάνῃς
καὶ νὰ μὴν ξέρουν ἀπὸ τί τὸν βίον ἐξεμέτρησες,
καὶ νεκροψίαις νὰ γενοῦν καὶ στὸ δικό σου πτῶμα
καὶ νὰ μὴ βρῇς ἀνάπαυσι καὶ μὲς στῆς γῇς τὸ χῶμα;

Ἐνῶ, φίλων φίλτατε, σὰν ἀποφασίσῃς
τῆς ζωῆς τὸ φόρτωμα μόνος ν' ἀποσείσῃς,
κι' ὅταν, Περικλέτο μου, σὰν μεγάλος ἥρως
μοναχὸς ἀπαλλαγῆς τῆς μακρᾶς ἀνίας,
τότε πλέον κι' οἱ γιατροὶ μ' ἐπιστήμης κῦρος
βεβαιοῦν πὼς πέθανες ἐξ αὐτοκτονίας.

Κοιμοῦνται κι' ὀνειρεύονται καὶ τἄνθη τὰ καϋμένα...
τὰ ψάχνω καὶ μοῦ φαίνεται πὼς ἔχουν καὶ καρδιά...
κοιμοῦνται κι' ἀναπαύονται σὰν νἆναι κουρασμένα...
μήπως κι' ἐκεῖνα δὲν μοχθοῦν νὰ χύνουν μυρωδιά;

Κοιμοῦνται κι' ὀνειρεύονται... τί τάχα νὰ κυττοῦν;
ὅτι τὰ δρέπουν ἄνθρωποι καὶ τὰ καταπατοῦν;
πὼς εἶναι στέφανα νεκρῶν, ἢ καὶ στεφάνια γάμων,
ἢ ζηλευτὰ κοσμήματα παρθενικῶν θαλάμων;

Κοιμοῦνται κι' άναπαύονται καὶ κρυφοψιθυρίζουν...
μὴ βλέπουν πὼς μαραίνονται;
πὼς γέροντες κρονόληροι τοὺς μόσχους των μυρίζουν
κι' αὐτοστιγμεὶ ξεραίνονται;

Μὴ βλέπουν ὅτι γίνονται γελώσης Ἥβης στρώματα
κι' ἀπὸ νεότητος ἀνθοὺς πέρνουν καὶ δίνουν χρώματα;
μὴ τάχα βλέπουν κάτωχρα πὼς ἔχιδνα χολῆς
φυτεύει τὸ φαρμάκι της μέσα στὸν κάλυκά των;
ἢ βλέπουν πὼς ἐπάνω των κοιμᾶται χρυσαλλὶς
καὶ τὰ χρυσᾶ της ὄνειρα πετοῦν μὲ τὰ δικά των;

Μὴ βλέπουν κεφαλὰς Μουσῶν πω στεφανόνουν πάλιν,
ἢ συμποσίων κι' ἑορτῶν παννύχιον κραιπάλην,
κἂν πόλεμον αἱμοχαρῆ, κἂν πτέρυγας Ἀγγέλου,
σαλπίζοντας τὴν ἄνθησιν εἰρήνης φιλαμπέλου;

Ἢ βλέπουν πὼς βοτανικοὶ ρωτοῦν γιά τ' ὄνομά των
καὶ δὲν ἀρκοῦνται μοναχὰ στὸ μοσχοβόλημά των;
ἢ βλέπουν πὼς περικοσμοῦν τιμίους κι' ἐναρέτους;
- με τοῦτο τ' ὄνειρον θαρρῶ σπανίως βασανίζονται -
κἂν νάνους, γελωτοποιούς, ξυλίνους Περικλέτους,
κι' ἐμένα τὸν φιλόσοφον, κι' ἀμέσως ἀφυπνίζονται;

Κομπάζων Νάρκισσος λέγει πὼς ἄλλος
δὲν ἔχει σήμερα τοιοῦτον κάλλος.

Ξεγυμνωμένος μπρὸς στὸν καθρέφτη
διπλὸ κυττάζει τὸν σκελετό του,
καὶ μιὰν ἡμέρα σὲ λίμνη πέφτει
γιὰ ν' ἀγκαλιάσῃ τὸν ἑαυτό του.

Λέγει κι' ὁ Σοπενχάουερ, φιλόσοφος κι' αὐτὸς
βαθὺς δυνατὸς
ἀνώτερον τῆς ἡδονῆς
πὼς εἶναι τὸ νὰ ξέρῃς
γελῶν νὰ τὴν περιφρονῇς
δίχως μ' ἀφροὺς ν' ἀσπαίρῃς.
Κι' ἐγὼ μαζί του συμφωνῶ, μὰ ποιὸς δὲν τὴν ὀρέγεται;...
πολὺς καλὸς ὁ λόγος του, μὰ μόνο γιὰ νὰ λέγεται.

Ἄνθρωπε σὺ τῆς ἡδονῆς,
τὸ πᾶν πρὶς χάριν της κινεῖς.
Μὴ σὲ ταράττῃ παντελῶς κάθε βλακὸς ἡ γνώμη,
μὴ στήνῃς στὴν ἐγκράτειαν οὐδέποτε βωμούς...
μὲ τῶν σοφῶν τὴν ἔρευναν δὲν ἔμαθες ἀκόμη
πὼς εἶσαι καθ' ὁμοίωσιν κι' εἰκόνα τῆς μαϊμοῦς;

Ἀπορία σ' ὅλα...
μάτια φλογοβόλα
ρίχνω μὲς στὴν πλάσι...
φάσκω κι' ἀντιφάσκω
μὲ τῆς γῆς τὴν δρᾶσι.

Ἄνθη λεμονιᾶς
ρόδα παρθενιᾶς
βλέπω νὰ στολίζουν,
κι' ἔπειτα μιὰ μέρα
καὶ τὰ δυὸ στὴν ξέρα
σκόρπια ξεφυλλίζουν.

Χάσκω σὰν θωρῶ
σὲ κλαδὶ χλωρὸ
φλύαρο πουλάκι...
στέκω κι' ἀπορῶ
πῶς καὶ τὸ νερὸ
τρέχει μὲς στ' αὐλάκι.

Ὀξὺς σφαγεὺς μὲ καρτερεῖ
κι' ἂς παύσουν τόσοι λῆροι...
τί νὰ σᾶς πῶ!... δὲν μὲ χωρεῖ
μήτε τὸ μοναστῆρι.

Καλόγρῃά μου, μὴ γελᾷς
καὶ μὴν τραβιέσαι πίσω,
κι' ὀλίγαις ἄκου συμβουλὰς
προτοῦ ν' αὐτοκτονήσω.

Καλόγρῃα παρθενική, πήγαινε καὶ σφαλίσου
μὲς στὸ μικρὸ κελλί σου
καὶ μὲς στὸ ράσσο τὸ πλατὺ
κρύβε τὴν σάρκα τὴν χυτὴ
χωρὶς νὰ μ' ἐρωτᾷς γιατί.

Μέσα στὴν τύρβην τῆς ζωῆς νὰ μὴν ξαναγυρίσῃς
μήτε νυμφίον κοσμικὸν ποτέ σου νὰ γνωρίσῃς,
ποὺ νὰ σὲ φέρῃ μὲ φιμὸν
καὶ κατανύξεως σιγὴν
στῶν ὑμεναίων τὸν βωμὸν
ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγήν.

Μὴ τοὺς προπάτορας ξεχνᾷς καὶ τῆς συκῆς τὰ φύλλα
καὶ μὴ ξεβάψῃς μὲ βαφαῖς τῆς παρθενιᾶς τὰ μῆλα.
Μὴ στοὺς ματαίους στολισμοὺς τὰ μάτια σου καρφῶσῃς,
μήτε καὶ σὺ καλλίπυγος κορδακισμοὺς νὰ θέλῃς,
μήτε ποτὲ τὸν σύζυγον νὰ τὸν μεταμορφώσῃς
στὸν πολυπόθητον κριὸν τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης.

Τὸ σχῆμα τὸ μοναχικὸν νὰ μὴν τὸ βαρεθῇς,
στὸ μοναστῆρι μεῖνε,
ἀλλ' ἂν ποτὲ καὶ στὴν Μονὴν ἐπίτοκος βρεθῇς,
ὁ κόσμος τέτοιος εἶναι.

Χαῖρε λοιπόν, Ἡλίου φῶς... ἀλλ' ὅμως πῶς ξεχάνω
θαρρῶ πὼς σ' ἐχαιρέτησα καὶ λίγο παραπάνω.

Δὲν λέγεσαι σὰν κι' ἄλλοτε χρυσότοξος Ἀπόλλων,
κι' ἂν φέγγῃς μέχρι σήμερον αὐτὴν τὴν γῆν τὴν πάτριον,
μὰ τώρα ξέπεσες καὶ σύ, κι' εἶναι γνωστὸν παρ' ὅλων
πὼς τὴν πυρίνην σφαῖραν σου τὴν περιβάλλει νάτριον.

Κατεξευτελίζεσαι μὲ φακοὺς σοφῶν,
Ἄπολλον μουσόληπε κι' ἆσμα τῶν ἀσμάτων...
πορφυρόχρους λούζεσαι στοὺς ἀτμοὺς νεφῶν
καὶ γεννᾷς τὴν Ἴριδα τῶν ἑπτὰ χρωμάτων.

Ἔσκουξα πολλάκις: οἴμοι κι' ὠϊμέ!
καὶ τὸ φῶς σου φλέγον ἦλθε πρὸς ἐμέ,
κι' ὑπ' αὐτὸ μαζί μου κόσμος ἐκινήθη,
κόσμος ἐμιάνθη,
κι' ὑπ' ἀυτὸ μαζί μου σκώληξ ἐγεννήθη
κι' ὄφις ἐθερμάνθη.

Πόσαις φοραῖς ἐζέστανες τὴν ραχοκοκκαλιά μου
κι' ἡ ζέστη μ' ἀπεκοίμισε κι' ἐπῆρε τὴ μιλιά μου.
Ὁ διφρηλάτης ἥλιος δὲν εἶναι τώρα πλέον
κι' ἠμαύρωσαν τὸν δίσκον σου κηλῖδες περισσαὶ
ἀφ' ἦς ἡμέρας ἤκουσες τὸν πάλαι Γαλιλαῖον
νὰ λέγῃ πὼς ἡ σφαῖρα μας κινεῖται περὶ σέ.

Πόσαις φοραῖς ἐζέστανες τὴν ραχοκοκκαλιά μου
κι' ἡ ζέστη μ' ἀπεκοίμισε κι' ἐπῆρε τὴ μιλιά μου.
Ποσάκις δὲν ἐπόθησα πυρίφλεκτον ἡλίασιν
κι' ἠτένισα τὸ φέγγος σου ζητῶν τελείαν ἴασιν
ἀπὸ παντοίους πειρασμοὺς κι' ἀπὸ νεφρῶν ψαμμίασιν.

Χαῖρε, σελήνης ἀργυρᾶς ἀποψυγεῖσα σφαῖρα
κι' ἀστέρες λαμπυρίζοντες ἀνὰ τοὺς οὐρανούς...
ποσάκις δὲν ἐσώσατε πέντε παιδιῶν πατέρα
συχνάκις συγκρουόμενον μὲ πόλεων φανούς.

Χαίρετε, ρόδα τῶν ἀγρῶν, τῶν κήπων, τῶν λειμώνων,
βοτάνια ποὺ φυτρόνετε σ' ἀπάτητα βουνά...
μαζί των χαίρετε καὶ σεῖς, θηρία τῶν δρυμώνων,
ὁποὺ σᾶς ἐξημέρωσαν τἄλλα τ' ἀνθρωπινά,
κι' ὅμως ἐκεῖν' ἀπέμειναν καὶ μένουν ἕως σήμερα
κι' ἀδάμαστα κι' ἀνήμερα.

Μακράν μου πλάσις
γῆς καὶ θαλάσσης,
ἀκτίνων θλάσεις
κι' ἀντανακλάσεις.

Κοπῆτε στάχυα,
σκασμὸς βατράχια,
καὶ μὴν κοάζετε...
μακρὰν συνάχια,
νεφρά, στομάχια,
ποὺ μὲ κολάζετε.

Ὄστρακον εἶδα ν' ἀρρωστᾷ θαλασσινὸ λιθάρι,
κι' εἶδ' ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του νὰ βγῇ μαργαριτάρι.

Ἀρρώστησες καὶ σὺ ποτέ
περικαλέσατε βροτέ,
καὶ τί μᾶς ἔβγαλες;... πῶ πῶ!
Καλλίτερα νὰ μὴν τὸ πῶ.

Βαρέθηκα καὶ τὴ δουλειά,
πέναις καὶ καλαμάρια...
δὲν θέλω μήτε τὰ σκυλιὰ
νὰ βάζω στὴν ἀγγάρεια.

Μὰ κι' ἂν γίνω μέλισσα, μέσα στὴν κυψέλη μου
θἄρχωνται κηφηναριὰ καὶ θὰ τρῷν τὸ μέλι μου.

Αὐτοκτονεῖ μετὰ μικρὸν ὁ τλήμων Φασουλῆς...
κατάρα καὶ στὴν τρίχωσιν ἑκάστης κεφαλῆς,
ἀφοῦ καὶ μέσα στὴν ἀκμὴν τῆς πρώτης ἡλικίας
οἱ τριχοφάγοι σοῦ τὴν τρῷν μὲ τὰς ἀλωπεκίας.

Μακράν μου, βάρος περιττὸν καὶ κρύπτη καὶ τροφεῖον
τοσούτων ζωϋφίων.
Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ μαλλιά; τί τὰ φυλᾷς ἀκόμη;
κι' ἂν φύγω κάποτ' ἔντρομος τὸν τρόμον τοῦ πολέμου
κι' εἰς κλώνους δένδρων ἐμπλακῇ πυκνῶν βοστρύχων κόμη,
τίς θ' ἀνακράξῃ γοερῶς: «Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου;».

Τὰ μαῦρα τὰ μαλλιὰ καὶ τ' ἀσημένια μου
πῶς τἄχω κατ' αὐτὰς ἀηδιάσει,
μὰ ψίχουλα μπερδεύεται στὰ γένεια μου
καὶ μοῦ φωνάζουν: πέρδικα καὶ δάση.

Ἔρωτας ἐπέταξε τόξα καὶ φαρέτρα
καὶ τὰ νύχια ξύνωντας κάθεται σὲ πέτρα.

Κι' ἀλλαλάζει γύρω του τόσο σκυλολόγι,
μὰ τοῦ λὲν καὶ σύγχρ ονοι μικροβιολόγοι:

Σπάσε τὴν φαρέτρα σου καὶ νύχια ξύνε,
σήμερα τὰ τόξα σου λέγονται τοξῖναι.

Ὦ τὴν ζωὴν τὴν ἀηδῆ!...
πάντα χειμὼν καὶ θέρος...
τὰ δόντια ποὔβγαλες παιδὶ
τὰ ξαναβγάζεις γέρος.

Μακρὰν ποτήριον πικρόν...
μετ' οὐ πολύ, μετὰ μικρὸν
θ' αὐτοκτονήσω, κι' ὅμως
κανένας Ἀστυνόμος

δὲν ἔρχεται πλησίον μου νὰ μοῦ φωνάξῃ: στάσου
ρίψε μακρὰν τὸ φάσγανον καὶ γύρνα στὰ σωστά σου.

Ὅλος ὁ κόσμος ὁ μικρὸς κι' αὐτὸς ὁ κάθως πρέπει
ἀδιαφόρως καὶ ψυχρῶς τὸν φόνον μου προβλέπει.
Τοιαύτ' ἡ πλάσις πάντοτε, ψυχρὰ κι' ἀνθρωποφάγος,
κι' ἐγὼ σφαδάζω καὶ λυσσῶ,
καὶ μοναχὸς ἀναμασσῶ
τὴν ματαιότητα τῆς γῆς σὰν μηρυκάζων τράγος.

Τοὐλάχιστον ἂν ἤθελε κι' ἐκείν' ἡ Φασουλίνα,
ποὺ χρόνους εἴκοσι σωστοὺς ἐζήσαμε μαζί,
κι' ἀκόμη λὲς πὼς εἴμαστε στοῦ μέλιτος τὸν μῆνα
σὰν ἄνθρωποι περίεργοι, σὰν ἄνθρωποι πεζοί,
τοῦ γάμου τὸ μυστήριο κι' ἐμεῖς νὰ σιχαθοῦμε,
κι' ἀφοῦ γενῇ προσωρινῶς διάζευξις τελεία,
νὰ ξαναρχίσωμ' ἔρωτα, νὰ ξαναπαντρευθοῦμε,
νὰ κάνωμε στὸν βίο μας καὶ λίγη ποικιλία;

Καρκινοβάτει χαμηλά, φιλόσοφε καρκῖνε...
κι' οἱ μηλωταὶ τῶν Προφητῶν ἐσχίσθησαν κι' ἐκεῖναι

Κι' οὐδεὶς καθὼς τὸν Ἑλισσαὶ
ἀνίπταται πρὸς τὸ κενόν,
κι' οὐδεὶς προσήγγισε πρὸς σὲ
τὸν πλήρη δόξης οὐρανόν.

Κάθε σοφὸς ἀγωνιῶν ἀδίκως ἠδικήθη
κι' ἔκαμε τὸ κρανίον του σὰν νεροκολοκύθι.
Τὸν θέλγει κρότος εὐτελοῦς καὶ στίλβοντος μετάλλου
καὶ κλίνει ταπεινά...
πονοῦσα καὶ λυσίκομος κι' ἡ κόρη τοῦ Ταντάλου
ἐμνήσθη πῶς πεινᾷ.

Ἐκεῖνος ὁποὺ φαίνεται στοῦ κόσμου τὴν σκηνὴν
σοφός, γενναῖος, ἀπαθής, κι' ἀντέχων στὸ πονεῖν,
δειλότατος ὑποκριτὴς κι' αὐτὸς καταφωρᾶται
καὶ τῶν παθῶν τὴν ἔχιδναν στοὺς κόλπους του θερμαίνει...
κι' ὁ Φάουστ τὴν ὑπομονὴν ἀγρίως καταρᾶται,
καὶ μόνον ὁ πατὴρ Ίὼβ λεπρὸς τὴν ὑπομένει.

Ποῖος σοφὸς τοὺς γογγυσμοὺς ἡσύχως καταπνίγει;
κτυπᾷς τὴν θύραν τῆς ζωῆς κι' ὁ μόχθος τὴν ἀνοίγει.
Φαιδρὸς παρουσιάζεσαι, σοῦ λένε καλῶς ὥρισες,
μὰ τὴν ζωὴν τὴν ὁρατὴν ἀκόμη δὲν ἐγνώρισες,
κι' ἄλλην ζωὴν ἀόρατον ἐπιζητεῖς ἀσθμαίνων
κι' ἀφώνους τάφους ἐρωτᾷς παθῶν κεκοιμημένων.

Βροντᾷ κι' ἀστράπτει
κι' ὁ κόσμος σκάπτει
τῆς γῆς τὸ βάθος,
καὶ μέσα θάπτει
καρποὺς σοφίας
καὶ κάθε πάθος
ψυχῆς κρυφίας.

Ψυχρὸς σὰν λίθος
βλέπω τὸ πλῆθος,
καὶ ταλανίζω
τὸ κάθε βῶδι
μὲ φλέγμα κρύον,
ἐνῷ καπνίζω
καπνὸν εὐώδη
λαθρεμπορίων.

Ἐλᾶτε γύρω μου, σοφοί, καὶ φᾶτε τὰ ψιχία μου...
θ' αὐτοκτονήσω βέβαια, μὰ μὲ τὴν ἡσυχία μου.
Δὲν εἶναι παῖξε γέλασε στὰ μνήματα τὰ κρύα
νὰ κάνῃς μετακόμισι...
ὅμως εἰς ἔργον... ἕνα... δυό... μὰ δὲν φωνάζω τρία
καὶ σταματῶ στὰ δυόμισυ.

Ὦ κόλποι σεῖς φιλόστοργοι τῆς Ρέας τῆς μητρός,
γιατροὶ βομβοῦν τριγύρω μου: μὴν πίνῃς καὶ μὴν τρῷς.
Κλείνει θανάτους ἡ τροφή, ρευστὴ καὶ στερεά,
μοῦ λὲν οἱ περισσότεροι,
καὶ μὲ τὸν σιδηρόδρομο τραβῶ στὸν Πειραιᾶ,
ποὖναι γιατροὶ λιγώτεροι.

Τί λαοί! Τί κράτη!
Χρυσοσπιρουνάτοι
σὰν Ἠσαῦ δασεῖς
μὲ σκουντοῦν θρασεῖς,
καὶ καταμεσῆς
κάθε παλῃοδρόμου,
μὲ τ' ἀριστερό μου,
κάνω τὸν σταυρό μου,
καὶ μὲ τὸ δεξὶ
ἐν τῷ μεταξὺ
σφίγγω τὸ πλευρό μου.

Ὑπὲρ τὸν κόσμον αἴρομαι
κι' εἰς ἄλλους κόσμους φέρομαι
ἀξέστους καὶ πρωτογενεῖς,
ποὺ δὲν τοὺς τρέλλανε κανεὶς
νεώτερος πολιτισμός,
οὐδ' ὁ πολὺς παροξυσμὸς
μεγάλων ἐφευρέσεων,
τυρρανικῶν ἀνέσεων.

Ἄνθρωπε πάσης σκέψhς κι' ἐρεύνης αἰωνίας,
δὲν μᾶς ἀρκοῦν οὶ κίνδυνοι στενῆς συγκοινωνίας,
κάρρα καὶ τροχιόδροιμοι, μὰ βρῆκες, ἀλιτήριε,
κι' ἐκεῖνα τὰ ποδήλατα... σῶσον μ' ἐκ τούτων, Κύριε.

Λοιπὸν τί μένει πλέον; φθίνει καὶ τὸ πλατάνι...
κανένα δὲν εὑρέθη τῶν θλίψεων βοτάνι.

Ὠκεανὸς ὀγκοῦται,
βλέπω πυρὸς αἰθάλην...
Ἄνθρωποι δὲν ἀκοῦτε;
θ' αὐτοκτονήσω πάλιν.

Πλὴν μοῦ φωνάζει πλῆθος ἀνθρώπων ἀφελές:
σκοτώσου τέλος πάντων χωρὶς νὰ μᾶς τὸ λές.

Τοιούτος ἀχαρίστους ποιὸς δὲν θὰ βλασφημήσῃ;
Τὸν Τίμωνα δοξάζω, ποὺ πάντα τοὺς ἐμίσει.

Ὦ κόσμ' ἐλεεινέ,
λεπτὰ θὰ διανείμω...
τὰ λόγια μου φωναὶ
βοῶντος ἐν ἐρήμῳ.

Δὲν ἔρχεται κανένας... κανένας δὲν ἐφάνη...
δράξε λοιπὸν τὸ ξίφος καὶ σφάξου, δυστυχῆ...
κι' ἀφοῦ κι' ὁ Περικλέτος τὸ χέρι δὲν μοῦ πιάνει
γι' αὐτὸ θ' αὐτοκτονήσω... σὲ τόμον προσεχῆ...