Ο Φασουλής φιλόσοφος/Μέρος Β'
←Μέρος Α' | Ο Φασουλής φιλόσοφος Συγγραφέας: Μέρος Β |
Μέρος Γ'→ |
(Ἐνῷ καπνίζει νωχελῶς ὁ τάλας Φασουλῆς
ἐξαίφνης ἐμφανίζεται ὁ Μεφιστοφελῆς
μὲ κἄτι κέρατα μικρά, μὲ μαύρην προσωπίδα,
καὶ μὲ μανδύαν ἐρυθρὸν καὶ κοπτερὰν λεπίδα.)
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καλῶς τον... τί μοῦ γίνεσαι;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Καλά... καὶ σύ;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἑπίσης...
μὰ σὰν τὸν Φάουστ μὴ θαρρῇς κι' ἐμὲ πὼς θ' ἀπατήσῃς
μὲ ὄνειρ' ἀκατάληπτα, μὲ νύκτας Βαλπουργίας,
μὲ δαίμονας, τελώνια, καὶ στυγερὰς μαγείας.
Τὸ πνεῦμα μας δὲν τὸ πλανᾷ καμμία πλάνη πλέον,
αἱ δὲ μαγεῖαι μαγισσῶν καὶ μάγων ψωραλέων
δυνάμεις ἀπεδείχθησαν τῆς φύσεως μεγάλαι
ὑπάρχουσαι στὸν ἄνθρωπον, καθὼς καὶ τόσαι ἄλλαι.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ὑπνωτισμός, μαγνητισμός, τηλαίσθησις καὶ ἄλλα.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἡ ἐπιστήμη κάθεται στὸ σβέρκο μας καβάλλα
κι' αἱ τέχναι της κατήντησαν σωτηριώδεις μάγισσαι
κι' εἰς ἄλλας σφαίρας φωτεινὰς τὸ πνεῦμα ἐσελάγισε.
Ἐν τούτοις καλῶς ὥρισες, βρὲ Μεφιστοκλῆ,
ἂν καὶ ἡ παρουσία σου ποσῶς δὲν μ' ὠφελεῖ.
Ἡ δύναμίς σου τίποτα, τὰ μάγια κολοκύθια,
καὶ τώρα ξεφορτώσου με... μὰ δὲν μοῦ λὲς ἀλήθεια
τί θέλουν στὸ κεφάλι σου αὐτὰ τὰ σουβλερά;
μήπως ὑπῆρξες σύζυγος καὶ σὺ καμμιὰ φορά;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Λοιπὸν μὲ διώχνεις;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Κάθισε, ἂν ἀγαπᾷς ὀλίγον
κι' ἂν ἄλλο δὲν σ' ἀπασχολῇ συμφέρον κατεπεῖγον.
Σὺ τώρα δὲν παρίστασαι καταστροφῆς δαιμόνιον,
σὺ τπης ἐρεύνης φαίνεσαι τὸ πνεῦμα τὸ αἰώνιον,
ὁποὺ εἰς ἀπροσπέλαστα μᾶς σφενδονίζεις ὕψη,
χωρὶς νὰ εἶναι κίνδυνος ἡ βίδα μας νὰ στρίψῃ·
ἀλλ' ἂν τολμήσῃς, Διάβολε, νὰ πᾷς καὶ παραπέρα,
ἀμέσως ἄλλος Διάβολος σοῦ πέρνει τὸν πατέρα.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Πολὺ ἀβρόφρων φαίνεσαι καὶ μὲ ὑποχρεόνεις.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἂ! μπᾶ! Δὲν εἶναι τίποτε καὶ μὴ μοῦ καμαρώνῃς.
Πάντα μὲ σπρώχνει πρὸς σπουδὴν ἡ δυσειδής σου θέα,
ἂν καὶ θυμώνω διαρκῶς μ' αὐτὸν τὸν Προμηθέα,
τοὺ μὲ τὸ πῦρ τῶν οὐρανῶν διέλυσε τὰ σκότη
καὶ πρῶτος ἐπολέμησε τὸν νοῦ μας νὰ ξυπνήσῃ,
κι' ἂν τύχαινε στὰ χέρια μου τὸ μαῦρο του σηκότι
θὰ τὄδινα στὸν μάγειρα νὰ μοῦ τὸ τηγανίσῃ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ἡ ἔρευνα τὸ πνεῦμα σου σφοδρῶς ἂς συνταράττῃ,
καὶ τὰς γυναῖκας θὰ ἰδῇς ν' ἀνακαλύψουν κἄτι.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τώρα στὴν πήτα πάτησες, βρὲ Μεφιστό, καὶ στέκα
γιὰ νὰ μὴν ἔβγης ψεύτης...
τὴν μόνην ἀνακάλυψιν ποὺ θἄκανε γυναῖκα
θὰ ἦτον ὁ καθρέφτης.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Δὲν πρέπει κατὰ γυναικῶν τοιαῦτα ν' ἀπαγγέλῃς...
θαρρῶ πὼς ἔχεις ἄδικον...
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἂς εἶναι... ὅπως θέλεις.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ἐγὼ σοφὰς τὰς θεωρῶ...
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καθὼς σ' ἀρέσει, κρῖνε,
ἀλλὰ τῆς γλώσσης ἔμπειρος τῆς Τραπεζιτικῆς
ἐγὼ σοῦ λέω, Μεφιστό, πὼς ἡ γυναῖκα εἶναι
κυκλοφορίας νόμισμα καταναγκαστικής·
μὲ ἄλλας λέξεις δηλαδὴ ὀλίγον καθαρὰς
λιμοκοντόρος τοῦ καιροῦ καὶ κάλπικος παρᾶς.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Σκέψου πὼς εἶσαι σύζυγος...
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ναί, εἶμαι, πλὴν μακάρι
καὶ σὺ σὰν τὴν γυναῖκα μου νὰ εὕρισκες ζευγάρι.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μὲ τῇς γυναῖκες, Φασουλῆ, κατήφορον ἐπῆρες,
μὰ δὲν μοῦ λὲς τί σοὔκαναν κι' αὐταῖς ᾑ κακομοίραις;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Δὲν μ' ἔβλαψαν εἰς τίποτε...
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μ' αὐτὰ ποὺ λές, κλαψάρη,
ἐγὼ θαρρῶ πὼς ἔψησαν στὰ χείλη σου τὸ ψάρι.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Δι' ὅσα κι' ἂν μοῦ φλυαρεῖς δὲν δίνω μιὰ δεκάρα...
τὰ χείλη μου δὲν ἔγιναν καμμιᾶς φουβοῦ καὶ σκάρα,
ἂν δὲ τοιαῦτα κατ' αὐτῶν μ' ἀκούσῃς ν' ἀπαγγέλλω,
μὰ πάντοτε τὰς ἀγαπῶ καὶ τὸ καλό των θέλω,
κι' ἂν, ὅπως τώρα χημικοὶ μὲ βεβαιοῦν μεγάλοι,
τὰ πύρινά μου δάκρυα χλωροῦχον εἶναι κάλι,
φαντάζομαι τὰ δάκρυα τῆς γυναικὸς τί θἆναι
σὰν βλέπῃ τὰ φουστάνια της πὼς ἄσχημα τῆς πᾶνε,
ἢ ὅταν εἷς ἐκ ῶν πολλῶν Πριγκήπων στὸ Παλάτι
δὲν τὴν χορεύῃ ποῦ καὶ ποῦ καὶ τῆς γυρνᾷ τὴν πλάτη,
ἢ ὅταν ἡ βελόνα της τὸ χέρι της τρυπήσῃ,
ἢ ὅταν σώνει καὶ καλὰ γυρεύῃ νὰ σὲ πείσῃ
περὶ τῆς παρθενίας της, περὶ τῆς πίστεώς της,
μὲ τὰ ὁποῖα καταντᾷς, τῆς Μιχαλοῦς χρεώστης.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ἐλύσσαξε, βρὲ Φασουλῆ, τὸ ἀσεβές σου στόμα.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀλήθεια, τὸ παράκανα κι' ἂς βάλω πλέον κόμμα.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Καὶ τώρα, σὲ παρακαλῶ, τί θέλεις παρ' ἐμοῦ;
Πὼς εἶμαι παντοδύναμος ὀλίγον ἐνθυμοῦ.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Διὰ τὴν προθυμίαν σου πολὺ σ' εὐχαριστῶ,
ἀλλὰ δὲν θέλω τίποτε, καϋμένε Μεφιστό.
Ἀνέλυσα τὸν Ἔγελο, ἀνέλυσα τὸν Κάντιον,
καὶ κάθε άλλον σύμφωνον φιλόσοφον κι' ἐνάντιον,
κι' ὁδοὺς μὲ τούτους ὥδευσα καὶ σκολιὰς κι' εὐθείας
καὶ εἶδα τὰ κριτήρια ἐκεῖ τῆς ἀληθείας
καὶ πᾶσαν ρίζαν κυβικὴν τοῦ λόγου τοῦ ὀρθοῦ
καὶ εἶπα «Πλάστα, φυλακὴν τῷ στόματί μου θοῦ».
Καὶ στὸν Σπινόζα ἔτρεξα, τὸν Φίχτη καὶ τὸν Μπίκτη,
τὸν Σπένσερ καὶ τὸν Βάκωνα καὶ κάθε σκυλοπνίκτη,
καὶ γλώσσας ἤκουσα πολλῶν καὶ κοπτερὰς κι' εὐστρόφους,
ποὺ τὴν σοφίαν ἔκοπταν ἐμπρός μου σὰν ψαλίδι,
καὶ τῶν Ρωμῃῶν ἐδιάβασα τοὺς νέους φιλοσόφους,
τὸν Γιώργη τὸν Βιζυηνὸ καὶ τὸν Εὐαγγελίδη.
Ἂν δ' ἐπλανήθην στῶν σοφῶν τὴν μαύρην ἐρημίαν
ὡς πρόβατον ἀπολωλός, ὡς ἔλαδος διψῶσα,
μικρὰν δὲν ηὖρα ὄασιν, μηδὲ πηγὴν καμμίαν,
νὰ δροσισθῇ τὸ στῆθος μου κι' ἡ φλογερά μου γλῶσσα.
Κι' ἐκ τῶν ἐρήμων ἔρχομαι ὡς γέρων κεκυφῶς
κι' εἶν' ἔγκυον τὸ πνεῦμα μου μὲ χίλιαις δυὸ ψευτιαῖς,
ἀνέσπερον ἐζήτησα καὶ καταυγάζον φῶς,
ἀλλ' εἰς τὸ τέλος μ' ἄφησαν μὲ τῇς κολοφωτιαῖς.
Καθὼς ὁ Φάουστ ἔπεσα στὰ φιλοσοφικά,
κι' ὅμως τὰ πάντα ἔμειναν ἐκ νέου ἐμπροστά μου
μυστηριώδη γράμματα καὶ καβαλιστικὰ
καθὼς ἡ Βίβλος ἡ γνωστὴ τοῦ πάλαι Νοστραδάμου.
Τὰς σκέψεις ἐξωνύχισα παντὸς σοφοῦ ἀρτίου
καὶ τὰ περί θελήσεως ἐκεῖνα τοῦ Καντίου,
ποὺ ἔξαφνα τὸ στόμα του μποροῦσε νὰ τὸ κλείσῃ
κι' ἐπὶ καιρὸς εἰς ἄνθρωπον ποσῶς νὰ μὴ μιλήσῃ,
ἀλλ' ὅταν εἶδα μιὰ φορὰ χονδρὸ περιβολάρη
νὰ δέρνῃ τὸ γαϊδούρι του μὲ δυνατὸ στηλιάρι
κι' αὐτὸ ἀπὸ τὴν θέσιν του νὰ μὴ σαλεύῃ βῆμα,
ἐφώναξα στὸν Κάντιον «τὰ ὅσα γράφεις κρῖμα!...
»τὴν θέλησίν σου πρὸς αὐτὴν τὴν θεωρεῖς ἰσόπαλον;
»ἐσὺ σφαλᾷς τὸ στόμα σου διότι σὺ τὸ θέλεις,
»κι' ὁ γάϊδαρος ξυλίζεται ἀλύπητα μὲ ρόπαλον...
»κι' ἐν τούτοις βῆμα ἐμπροστὰ δὲν πάει ὁ τεμπέλης».
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μ' αὐτὰ κι' αὐτά, βρὲ Φασουλῆ, θὰ χάσῃς τὸ μυαλό σου
καὶ τοὺς Καντίους μούντζωσε, ἂν θέλῃς τὸ καλό σου.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Κι' ἂν τοὺς μουντζώνω, Μεφιστό, κι' ἂν τοὺς ξεφορτωθῶ,
θαρρεῖς μὲ τὸ ξεφόρτωμα πὼς θὰ ἐλαφρωθῶ;
καὶ μόνος μου χωρὶς αὐτοὺς θὰ μουρμουρίζω πάλιν.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Καθὼς ὁ Φάουστ στῆς ζωῆς ἀφήσου τὴν κραιπάλην.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγώ, μωρέ, σιχαίνομαι περὶ ζωῆς ν' ἀκούσω
κι' ὅλους τοὺς ζώντας προσπαθῶ πατόκορφα νὰ λούσω.
Ὁ πλοῦτος;... βοῦρκος παχυλὸς καὶ τοῦ τυχόντος κλῆρος
σπανίως δὲ τὸν ἀποκτᾷς χωρὶς νὰ γίνῃς χοῖρος...
ἡ δόξα;... βάλ' της ρίγανη... εἷς ἀνδριᾶς στὸ τέλος
καὶ δυσωδία γύρω του κι' ὑγρῶν παντοίων ἕλος,
ὁ ἔρως δέ, ποὺ μᾶς ὠθεῖ πρὸς πᾶν κακὸν Ἰώβειον,
ἀπὸ τοὺς νέους ἰατροὺς λογίζεται μικρόβιον,
κι' ἐγὼ εἰς τοῦτον φάρμακον σωτήριον εὑρῆκα
μόνον τὴν λύμφην τὴν γνωστήν, ὁποὺ τὴν λέγουν προῖκα.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τότε εἰς τἄστρα ζήτησε μικρὰν παρηγορίαν.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Πολλάκις προσητένισα τῶν ἄστρων τὴν σωρείαν,
λακτίζων δὲ τοὺς σκώληκας, τοὺς νάνους καὶ γελοίους,
εἶδα τὸν Κρόνον, Μεφιστό, μὲ τέσσαρας ἡλίους,
μὲ πράσινον, μὲ κόκκινον, λευκὸν καὶ κυανοῦν,
κι' ἠσθάνθην κλονιζόμενον τὸν ἰσχυρόν μου νοῦν.
Σὰν φώσφορα σοῦ φαίνονται καὶ σὰν πυροτεχνήματα,
ὁποὺ εὐκόλως εἰμπορεῖς νὰ τὰ παρομοιώσῃς
μὲ ὅσα καίομεν ἐδῶ κι' ἐμεῖς τὰ περιτρίμματα
εἰς τοὺς Ἐπιταφίους μας καὶ τὰς διαδηλώσεις.
Τί χάσκεις ἔτσι, Μεφιστό, τὸ στόμα σου ἀνοίγων;
τέσσαρα νέα φώσφορα ἐντὸς στιγμῶν ὀλίγων,
κι' οἱ κάτοικ' οἱ εὐδαίμονες τοῦ Κρόνου ἀλαλάζουν
καὶ κάθε τόσο χρώματα τὰ μοῦτρα των ἀλλάζουν.
Κι' ἐμᾶς ἐδῶ τὰ ἑρπετά, ποὺ βόσκομεν στὸ χῶμα,
φωτίζει ἕνας ἥλιος καὶ μ' ἕνα μόνον χρῶμα,
κι' αὐτὸς εἰς νέφη κρύπτεται χειμῶνα τε καὶ θέρος
κι' ἐκλείπει πότε ὁλικῶς καὶ πότε κατὰ μέρος.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Καθ' ὅλα ἔχεις δίκαιον, ἀλλ' ὅμως τί νὰ γίνῃ;
ὁ ἥλιος θὰ εἶναι εἷς καὶ μία ἡ σελήνη.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Κι' ἐγὼ τὸ βλέπω, Μεφιστό, μὲ λύπην μου μεγάλην
καὶ ἦτο μόνος πόθος μου νὰ ζῶ εἰς σφαῖραν ἄλλην.
Κι' ἀπὸ τὸν Κρόνον ἔπειτα πετῶν στὸν Γαλαξίαν,
ποὺ εἶναι πρῶτον σύστημα καὶ μὲ πολλὴν ἀξίαν,
μὲ δισεκατομμύρια σμαράγδων καὶ σαπφείρων,
μὲ τόσας νήσους τοῦ φωτός, ὡς ἔλεγε κι' ὁ Βύρων,
μὲ τόσα νεφελώματα μικρά τε καὶ μεγάλα,
μὲ τόσους διαλάμποντας ἐπάνω μου φωστῆρας,
κι' ἐσχηματίσθη ἄλλοτε ἀπὸ τὸ θεῖον γάλα,
τὸ διαρρεύσαν ἄφθονον ἐκ τῶν μαστῶν τῆς Ἥρας.
Εἰπέ μου, Μεφιστοφελῆ, ποῦ νὰ κυττάξω πρῶτον;
πρὸς ποίους πόντους νὰ ἰδῶ τῶν οὐρανίων φώτων;
ὁδήγησέ με γρήγορα πῶς νὰ στραφῶ καὶ ποῦ;
νὰ στρέψω πρὸς τὸν Λέοντα ἢ πρὸς τὴν Ἀλεποῦ;
στὸν Ὑδροχόον νὰ χωθῶ καὶ ὕστερ' ἀπ' ἐκεῖνον
πρὸς τὸν Τοξότην προχωρῶν νὰ φθάσω στὸν Καρκίνον,
καὶ στὴν Παρθένον ἀπ' ἐκεῖ, ἐκ ταύτης δὲ στὸν Ταῦρον,
καὶ νὰ καθίσω ἀναιδῶς στὸ κέρας του τὸ γαῦρον,
ἢ τοῦ Πηγάσου ἐπιβὰς καὶ τοῦ Κυνὸς τῆς Θήρας,
νὰ τρέξω στὸ ὑπέρλαμπρον νεφέλωμα τῆς Λύρας,
ἐκεῖθεν δὲ παραληρῶν νὰ συγκρουσθῶ κατόπιν,
μαζὶ μὲ τὸν Ὠρίωνα καὶ μὲ τὴν Κασσιόπην,
προσβλέψας δὲ καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸν κλασσικὸν ἀστέρα
τὸν ποταμὸν Ἠριδανὸν νὰ πλεύσω πέρα πέρα,
κι' ἱππεύσας τὸν Μονόκερων μὲ οἴστρου παραζάλην
νὰ βρῶ τὴν Ἄρκτον τὴν Μικρὰν κοντὰ εἰς τὴν Μεγάλην,
τοῦ Μαγελάνου τὰς ὠχρὰς κι' ἀτμοειδεῖς νεφέλας,
τὸν Κύκνον καὶ τὸν Κένταυρον καὶ τοῦ Βορρᾶ τὸ Σέλας,
ἢ στὸν Σκορπιὸν ἔπειτα ὀλίγον νὰ σταθῶ
ἐκ φόβου μήπως ὑπ' αὐτοῦ κρυφίως κτυπηθῶ,
καὶ διαρρήξας τοῦ Ζυγοῦ τοὺς κρίκους καὶ τὰς πέδας
ν' ἀναπαυθῶ ἓν τέταρτον ἐπὶ τῆς Ἀνδρομέδας,
θαυμάσας δὲ τὴν ἄλκιμον τοῦ Ἡρακλέους ρώμην
καὶ κρεμασθεὶς εἰς τὴν μακρὰν τῆς Βερενίκης κόμην,
ὡς ὁδοιπόρος ἀχανοῦς κι' ἀτελευτήτου δρόμου
εἰς τὸν ἀστέρα τοῦ Σταυροῦ νὰ κάνω τὸν σταυρό μου;
Ποίους φωτὸς Ὠκεανοὺς ὁ νοῦς μου διαβλέπει...
ἀλλ' ὅμως ἐξημέρωσε καὶ τρεμοφέγγ' ἡ Πούλια,
οἱ ἄνθρωποι ἐξύπνησαν, ἀκούω τὸ σαλέπι,
καὶ οἱ μανάβηδες πουλοῦν δαυκιὰ καὶ παραπούλια.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μὲ τἄστρα ὡδηγήθησαν ἀνεαθεν κι' οἱ μάγοι.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἰδὲ τὰ φωσφορίζοντα τῶν οὐρανῶν πελάγη!...
καὶ ὁ Τρικούπης ἔπειτα γυρεύει νὰ μᾶς πείσῃ
πὼς ἡ Ἑλλὰς προώρισται νὰ ζήσῃ καὶ θὰ ζήσῃ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ποτὲ δὲν ἀπεφάσισες καὶ σὺ ν' αὐτοκτονήσῃς;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἂ! μπᾶ!... δὲν ἐδοκίμασα τοιαύτας συγκινήσεις.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Φοβεῖσαι;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί; νὰ φοβηθῶ;... πᾶ! πᾶ! Θεὸς φυλάξοι!
Τὸν Φασουλῆν ὁ θάνατος ποτὲ δὲν θὰ τρομάξῃ...
μὰ τόσον ἐρεζίλεψαν καὶ τὸ αὐτοκτονεῖν,
ποὺ στὴν ἀξιοπρέπειαν δὲν στέκει τῶν σοφῶν,
καὶ τὰ μωρὰ τὸ ἔκαμαν συνήθειαν κοινὴν
κι' οὐδ' ὁμιλία εἶναι κἂν τῶν συναναστροφῶν.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ὥστε κι' αὐτό, βρὲ Φασουλῆ, ἂς μείνῃ κατὰ μέρος...
τί ἄλλο θέλεις;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τίποτε... ζητῶ νὰ γίνω γέρος,
νὰ δῶ πῶς θὰ μοῦ φαίνεται καὶ τότε ἡ ζωὴ
κι' ἂν θὰ μοῦ εἶναι ὀχληρὰ ἡ τόση της βοή,
ἂν θὰ ποθῶ τὸν ἔρωτα, τὴν δόξαν, τὸ βαλάντιον,
κι' ἂν τότε θὰ φιλοσοφῶ ἀκόμη μὲ τὸν Κάντιον.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο...
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μὰ πῶς μπορεῖ νὰ γίνῃ;
εἰξεύρεις πὼς ἐπέρασε ἡ ἐποχὴ ἐκείνη,
καθ' ἢν συναλλαττόμενος μὲ αρχιμάγων σπείρας
εἰς τοὺς ἁνθρώπους ἔδιδες νεότητα καὶ γῆρας.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ἂν δὲν περνοῦν τὰ φίλτρα μου εἰς τὸν αἰῶνα τούτον
καὶ δὲν σκορπίζουν οἱ κουτοὶ κι' οἱ ἔξυπνοι τὸν νοῦ των,
ἀλλ' ὅμως εἶμαι ἱκανὸς νὰ εὕρω ἕνα τρόπον,
ποὺ νὰ φανῇς κρονόληρος στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εἰπέ μου τον ν' ἀπαλλαγῶ τῶν βασανιστηρίων.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Νὰ τρέξῃς ταύτην τὴν στιγμὴν εἰς τὸ τυχὸν κουρεῖον
κι' ἕνα πανέρι ἀπ' ἐκεῖ νὰ φορτωθεῖς γεμάτο
ἀπὸ περοῦκες κάτασπραις καὶ γένεια ἕως κάτω.
Κι' ὅταν μ' ἐκεῖνα κεφαλὴν καὶ πρόσωπον ἀσπρίσῃς
καὶ μὲ τὸν νοῦν σου ἔπειτα τὸν ἑαυτόν σου πείσῃς
πὼς ἀληθῶς ἐγέρασες, σοῦ λέγω πὼς εὐθὺς
εἰς Μαθουσάλαν γέροντα θὰ μεταμορφωθῇς.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καλὰ μοῦ λές, βρὲ Μεφιστὸ καὶ Διάβολ' αἰσθητέ...
κι' ὁ βλὰξ ἐγὼ νὰ μὴ σκεφθῷ τοιοῦτον τι ποτέ;
Νὰ τί θὰ πῇ νὰ γεννηθῇς ἀπὸ σπορὰν Διαβόλου...
γιὰ κάθε ψύλλου πήδημα δὲν χάνεσαι καθόλου.
Εὐχαριστῶ σε, Μεφιστό, ἐκ μέσης μου καρδίας,
σὺ μ' ἀπαλλάττεις τοῦ λοιποῦ ἐκ πάσης ἀηδίας,
κι' ὁσάκις σὲ χρειάζομαι νὰ ἔρχεσαι ὡς φίλος
μὲ τὸ γλυκὺ κι' ἐπαγωγὸν μειδίαμα στὸ χεῖλος,
ἂν δὲ τιμῶ τὰ φίλτρα σου σὰν φόντα ξεπεσμένα
μὰ πάντοτ' ἐξυπνότερος θὰ εἶσαι ἀπὸ μένα.