Ὁ Σχεδιαστής
Συγγραφέας:
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη


Ο ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ

— Καὶ πῶς τὰ πᾶμε, Σοφοκλῆ;

— Ὡραῖα, ἐξαίρετα!

— Καὶ σἀντὶ δουλιὲς ἔχομε τώρα στὸ χέρι;

— Πολλὲς καὶ διάφορες. Καὶ πρῶτον, μ’ ἐννόησες, ὁ Μικάκος ἐκατάβηκε εἰς τὴς 270 χιλιάδες, τὸν ὅρον τοῦ ἀγοραστοῦ καὶ μεθαύριο θὰ πάω τὰ χαρτιά. Ἔπειτα τὸ σπίτι ἐκεῖνο τῆς ὁδοῦ Αἰόλου, μ’ ἐννόησες, παίρνει κι’ αὐτὸ τέλος σημεραύριο. Ἔχω ἕνα μικρὸ δάνειο ποῦ ὑπογράφεται τὴ Δευτέρα, ἕνα συνοικέσιο σχεδὸν τελειωμένο καὶ ἄλλο στὴν ἀρχὴ μὲ πολλὲς ἐλπίδες καί… ἄκουσε τώρα, μ’ ἐννόησες τὰ σχέδια μου. Μόλις ποῦ τελειώσω τὴ μεγάλη δουλιὰ τοῦ Μικάκη, θά…

Προβλέπων τὴν συνήθη ῥαγδαίαν φλυαρίαν τοῦ φίλου μου, τὸν διέκοψα.

— Μὰ δὲ μοῦ λές, τὸ ἀνθρακωρρυχεῖο ἐκεῖνο…

— Μπερμπαντιές, φίλε μου· μὰ εὑρῆκα τώρα ἄλλον ἀγοραστή, σωστὸ ἄνθρωπο καί…

Δὲν τὸν ἀφῆκα νὰ τελειώσῃ.

— Θυμᾶσαι; τὸ εἶχες τελειωμένο…

— Μὰ τί νὰ κάμῃς μὲ τοὺς ψεύτες; Τώρα ὅμως, μ’ ἐννόησες, δὲν μοῦ φεύγει, γιατὶ ἔλαβα μέτρα.

— Τουλάχιστον κύτταξε αὐτὰ ποῦ κρατεῖς τώρα νὰ μὴ σοῦ φύγουν.

— Αὐτὸ οὔτε νὰ λέγεται· τὰ χρήματ’ αὐτὰ τάχω στὸ χέρι. Καὶ ξέρεις τὸ σχέδιό μου;

— Θὰ εἶν’ ἐκεῖνο τὸ περυσινό.

— Ναί, μὰ τώρα τέλειωσαν τὰ ψέμματα· εὐθὺς ποῦ πάρω τὸν παρά, μὲ ἐννόησες…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐφάνη ἐρχόμενος ὁ πολιτευτὴς Σ.. Ὁ φίλος μου μὲ ἀφῆκεν εὐθύς.

— Προχώρει, μοῦ εἶπε καὶ σὲ φθάνω. Καὶ ἔτρεξεν εἰς συνάντησιν τοῦ πολιτευτοῦ.

Γνωριζόμεθα πρὸ ἐτῶν μὲ τὸν Σοφοκλῆ. Εἶνε πεντηκοντούτης περίπου, ὑψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ὀλίγον ὠχρός, μ’ ἕνα κεφαλάκι μικρό, μὲ κρανίον ἀπεψιλωμένον καὶ στίλβον, ἐλαφρῶς ταλαντευόμενον εἰς κάθετου βῆμα. Εὐθυτενής, βαδίζει μὲ τὰ χέρια συνήθως ἐντὸς τῶν θυλακίων τοῦ τριμμένου, τοῦ πολλὰ καὶ διάφορα ἰδόντος καὶ δοκιμάσαντος πανταλονίου του. Τὸ ἀληθὲς εἶνε ὅτι καὶ τὸ σακκάκι του δὲν ἔχει μὲ τί νὰ καυχηθῇ, θὰ εἶχε δὲ τοὐναντίον πολλὰ τὰ δραματικὰ νὰ ἱστορήσῃ, ἂν εἶχε στόμα. Μόνον ὁ κολλάρος καὶ ὁ λαιμοδέτης του εἶνε νωπὰ πάντοτε καὶ ἀνεπιλήπτου λευκότητος. Ἄγαμος, ἔχει μόνον συγγενεῖς πλαγίους καὶ φίλους ἀπειραρίθμους καὶ συμβαίνει, ποτὲ μὲν νὰ γευματίζῃ εἰς τῆς ἐξαδέλφης, ἄλλοτε νὰ δειπνῇ εἰς τοῦ ἀνεψιοῦ καὶ νὰ ξενυκτίζῃ εἰς τῆς κουμπάρας του, οὐδέποτε δέ, οὐδὲ οἱ στενώτεροί του, ἔμαθον τὸ οἴκημα του. Τίμιος, ἀγαθός, εὐπροσήγορος, ἀστεῖος, πολυλογᾶς, ἐπαγγέλλεται… ὄχι ὡρισμένον τι, ἀλλὰ πᾶν ὅ,τι τοῦ δίδει ἀφορμὴν νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ τρέχῃ, ἀδιάφορον ἂν τρέχῃ κατόπιν σκιᾶς, τὴν ὁποίαν ἐκλαμβάνει ὡς πραγματικότητα! Εὔπιστος, αἰσιόδοξος, δὲν ταράσσεται διόλου ἐκ τῶν ἀποτυχιῶν του τῶν ἀλλεπαλλήλων. Καὶ τρέχει καὶ σχεδιάζει ἀδιάκοπα.

Ἰδίως τὸν ἀπασχολοῦν τὰ πολιτικὰ τῆς πατρίδος, μάλιστα τὰ ἐσωτερικά. Ἀφωσιωμένος ἐξ ὁλοκλήρου εἰς ἓν κόμμα, μισεῖ καὶ περιφρονεῖ πάντας τοὺς ἀντιθέτους, αὐτὰ τὰ καθάρματα, τοὺς λυμεώνας, τοὺς τενεκέδες, τὰ κοθόνια, τοὺς διαφθορεῖς, τούς… καὶ ἀρχίζει ῥαγδαῖον ὑβρεολόγιον κατὰ τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων, παρμένον ἀπὸ τὸ τελευταῖον φύλλον ὁμοφρονούσης ἐφημερίδος, γραμμένον εἰς τὸ νέον, τὸ ἐλευθεριάζον ἰδίωμα, τὸ ὁποῖον δὲν παραδέχεται κανένα φραγμόν. Ἔχει πάντοτε πλήρες τὸ θυλάκιον ἐγγράφων καὶ τὸ κεφάλι γεμᾶτο σχέδια, τὰ ὁποῖα περιμένουν τὴν ἐφαρμογήν των. Θὰ πωλήσῃ, θὰ ἐνοικιάσῃ, θὰ ὑπανδρεύσῃ, θ’ ἀρραβωνίσῃ, θὰ συνδυάσῃ, θὰ συμφιλιώσῃ, θὰ κάμῃ θὰ δείξῃ… Λέγει, λέγει ἀδιάκοπα, μὲ εὐγλωττίαν, πειστικώτατα καὶ ἀφοῦ σὲ περιφέρει ἀνὰ τὰς σκολιὰς καὶ λαβυρινθώδεις ἀτραποὺς τῶν σοφῶς πάντοτε χαραγμένων σχεδίων του, τὰ ὁποῖα ὁσονούπω, μετ’ ὀλίγον, λαμβάνουν ὀστᾶ καὶ σάρκα καταλήγει, μετὰ πολλοὺς δισταγμοὺς καὶ ταλαντεύσεις, (διότι εἶνε λεπτότατος) εἰς τὴν ἐκλιπάρησιν… ἀλλ’ ἐδῶ, ἂς ἐπιτρέψῃ ὁ ἀναγνώστης νὰ σιωπήσω, χάριν τῆς πλέον λεπτῆς, τῆς πλέον εὐθίκτου ἀφ’ ὅσας ἐγνώρισα, φιλοτιμίας…

Περιπατητὴς ἀκούραστος, εὑρίσκεται πάντοτε εἰς κίνησιν, ἐκτὸς τῶν ὡρῶν ὁποῦ ἐξοδεύει εἰς τοῦ Ζαχαράτου, εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἐφημερίδων τοῦ κόμματος, διότι τὰς ἄλλας οὔτε τὰς πιάνει σ’ τὸ χέρι. Ἐκεῖ θὰ πολιτικολογήσῃ, θ’ ἀστειευθῇ μὲ τοὺς φίλους, εἰς τοὺς στενωτέρους τῶν ὁποίων ἀποκαλύπτει τὰ σχέδιά του. Καὶ ἔχει τοιαῦτα ἕτοιμα πάντοτε. Διότι, δὲν προφθάνει νὰ ναυαγήσῃ ἕν, ὅπου καταστρώνει ἄλλο, ἂν δέ, ἕως τώρα μόνον ναυάγια ἔχει νὰ διηγῆται, τοῦτο ἀποδοτέον εἰς μόνην τὴν κακοδαιμονίαν του.

Εὐέξαπτος εἰς τὰς πολιτικὰς καὶ κοινωνικὰς ἐν γένει συζητήσεις, δεικνύει ἓν εἶδος ἀπαθείας διὰ πᾶν ὅ,τι ἀφορᾶ ἐκ τοῦ πλησίον αὐτὸν τὸν ἴδιον. Ἐξάπτεται καὶ χειρονομεῖ καὶ κόπτεται συζητῶν ἐπὶ ὥρας μὲ φίλους εὐτυχεῖς καὶ χορτασμένους, ἐνῷ πολλὰ σημεῖα δεικνύουν ὅτι ἂν τυχὸν ἐγευμάτισε τὴν ἡμέραν ἐκείνην, δὲν θὰ ἔφαγε βέβαια οὔτε φασιανούς, οὔτε πέρδικας καὶ εἶνε μάλιστα ζήτημα ἂν ἔφαγε ἀρκετά. Πᾶσαν ὅμως τοῦ στομάχου του διαμαρτυρίαν ἠξεύρει νὰ κρύπτῃ ὑπὸ τὸ πλέον ἀξιοπρεπὲς μειδίαμα καὶ εἰς τρόπον ὥστε νὰ σὲ πείθῃ ὅτι τοὐλάχιστον ἐγευμάτισεν εἰς τὴν «Μινέρβα», ἐνῷ τὸ πιθανώτερον εἶνε νὰ ἐγεύθη εἰς κανένα πατζατζίδικο ἀντὶ 30 λεπτῶν.

Εἶχε μείνῃ ἄγαμος ἀπὸ πεῖσμα, μὲ εἶπε· «θὰ ἤμουν 26 — 27 ἐτῶν νέος καὶ καθὼς ἤμουν κομψὸς (μὴ μὲ βλέπῃς τώρα) πολλὲς μητέρες καὶ πολλὲς νέες μ’ ἐκυνήγησαν. Ἐγὼ δὲν ἐπρόσεχα, ὅταν, μ’ ἐννόησες, μιὰ μικροῦλα, κόρη χήρας στρατιωτικοῦ, ὡραιοτάτη, μ’ ἐμάγεψε. Ὡρκίσθηκα εὐθὺς πῶς θὰ γείνῃ δική μου. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς κόρης ἐφάνη μεγάλη προθυμία, ἂν καὶ πολλοὶ ἄλλοι τὴν ἐποφθαλμιοῦσαν· ὡμίλησα μὲ τὴν μητέρα, ἡ ὁποία, μ’ ἐννόησες, μὲ ἄκουσε μὲ πολλὴν εὐμένειαν καὶ χωρὶς νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς ἄλλους λατρευτάς, τῆς εἶπα πῶς ἔχομεν νὰ ζήσωμεν, ἐν ἑνὶ λόγῳ, μ’ ἐννόησες, τῆς ἐχάραξα τὰ σχέδιά μου διὰ τὸ μέλλον, τὰ ὁποῖα εὑρῆκε μεγαλοπρεπῆ. Ἔξαφνα ἕνα πρωῒ μανθάνω ὅτι τὴν προτεραίαν ἡ ἄπιστη αὐτὴ εἶχε στεφανωθῇ μ’ ἕνα ἔμπορον, ἕνα κοθόνι, ἕναν… Τόσῳ μ’ ἐπείραξε ποῦ δὲν ἐπρόσεξα πλέον εἰς γυναῖκα…»

Εἰς τὸν περίπατον, μιὰ πρωϊνή, συνηντήθημεν μ’ ἕνα νέον καλοῦ ἐξωτερικοῦ, ὅστις μᾶς ἐχαιρέτισε μὲ πολλὴν εὐγένειαν.

— Τί κάνεις Παναγιώτη; τὸν ἐρώτησεν ὁ Σοφοκλῆς. — Καλά, κὺρ Σοφοκλῆ· κάτι δὲ φαινόσαστε ἀπ’ τὸ μαγαζί; — Δουλιές, Παναγιώτη μου. — Καὶ πῶς πᾶτε, Εἶστ’ εὐχαριστημένος; — Καλά, καλά, κ’ ἐσύ;

— Ὡραῖα, μὴ μᾶς ξεχνᾶτε· χαίρετε! εἶπεν ὁ Παναγιώτης — Γειάσου. Καὶ ὁ νέος ἀπεμακρύνθη ἐσπευσμένως.

— Ξέρεις ποιὸς εἶν’ αὐτός; Εἶπεν ὁ Σοφοκλῆς· Εἶνε πατριωτάκι μου. Πρὸ ἓξ χρόνια ἦλθεν ἀπ’ τὴν πατρίδα, μ’ ἐννόησες, ἴσα σὲ μένα, γιατὶ ἤμαστε σὰν ἀδέλφια μὲ τοὺς γονεῖς του. Ἐγύρευε δουλειὰ καὶ τὸν ἐσύστησα σ’ ἕνα καλὸ μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, μὲ νοῦ, δὲν ἄργησε νὰ συνάξῃ μερικὰ λεπτὰ καὶ τώρα εἶνε δυὸ χρόνια ποῦ ἔχει ἰδικό του μπακάλικο καὶ μικρὸ καπελιό. Θετικὸ παιδὶ καθὼς εἶνε, θὰ προοδεύσῃ πολύ. Καὶ ὁ καϋμένος θυμᾶται τὴν καλωσύνην καί… μ’ ἀγαπᾶ, εἶπε μετά τινα δισταγμὸν ὁ Σοφοκλῆς.

Ἡ ἱστορία ἦτο ἀληθινή, ὡς ἐπληροφορήθην κατόπιν. Ὁ Σοφοκλῆς εἶχε ἀξιοπρέπειαν ἀλλ’ ἠναγκάζετο ἐνίοτε νὰ προσφεύγῃ ὑπὸ τὴν σώτειραν στέγην τοῦ καλοῦ νέου, εἰς περιστάσεις, ἐννοεῖται, κρισίμους καὶ μόνον ὁσάκις ἡ βροχὴ τῶν ἀτυχημάτων ἐπήρχετο ραγδαιοτέρα. Εἰς ἀντάλλαγμα παρεῖχεν ἀφειδῶς καὶ εἰς τὸν νέον τὰς συμβουλάς του, τηρῶν ὅλην τὴν ἀξιοπρέπειαν καὶ τὴν εὐγενῆ στάσιν τοῦ ἀλησμονήτου ἱππότου τῆς ἐλεεινῆς μορφῆς.

Γνωρίζεται μὲ πολλοὺς πολιτευομένους, μέ τινας τῶν ὁποίων ἔχει πολλὴν οἰκειότητα καὶ πρὸς τοὺς ὁποίους — τοὺς ὁμόφρονας ἐννοεῖται — ἀποδίδει ἐκ διαλειμμάτων μικράς τινας ὑπηρεσίας ἀφιλοκερδῶς καὶ μόνον διὰ νὰ ἔχῃ νὰ τὰ διηγῆται κατόπιν. Λέγει συχνὰ ὅτι εἶνε κακοδαίμων, χωρὶς ὅμως δι’ αὐτὸ ν’ ἀπελπίζεται· ἀπ’ ἐναντίας, κύριόν του χαρακτηριστικὸν εἶνε ἡ αἰσιοδοξία, φθάνουσα μέχρι παιδικῆς ἀφελείας, διὰ νὰ μὴ μεταχειρισθῶ προσβλητικώτερον δι’ αὐτὸν ὅρον. Βλέπων κανεὶς τὴν πενιχράν του περιβολὴν καὶ συγκρίνων αὐτὴν πρὸς τὴν ἀξιοπρεπῆ του στάσιν, τὸν ἐκλαμβάνει ὡς ἀρχαῖον στωϊκόν, ἐνῷ κατὰ βάθος δὲν εἶνε διόλου ἀδιάφορος εἰς τὰ ἐγκόσμια θέλγητρα καὶ, ὡς οἱ πλείονες τῶν θνητῶν, ὀνειρεύεται καὶ αὐτὸς τὴν ἐκπλήρωσιν τούτου ἢ ἐκείνου τοῦ πόθου. Καὶ ὁμιλεῖ συχνὰ περὶ τῶν ὀνείρων του αὐτῶν τῶν χρυσῶν, περὶ τῶν διακαῶν πόθων του, μὲ χρώματα μάλιστα ποιητικὰ (χρώματα πολὺ ἀνοικτά, πολὺ κτυπητὰ καθὸ παρμένα ἀπὸ τὸ κουτάκι τῆς παλαιᾶς τέχνης), ἀδιάφορον ἂν ἡ μεταβολὴ ἐπέλθῃ μετ’ ὀλίγον ἀπότομος, ὅταν πρόκειται νὰ χωρισθῆτε καὶ εἶνε μάλιστα μεσημβρία· σοῦ ἐξακοντίζει τότε βλέμματα λίαν εὔγλωττα, οὐδὲν ὅμως ἔχοντα τὸ ποιητικόν, μ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνάς του νὰ τηρηθῇ ἡ ἀξιοπρέπεια. Καὶ μετά τινας πάντοτε ἑλιγμοὺς καὶ περιστροφάς, χάριν τῆς πασχούσης φιλοτιμίας, τίθεται εἰς χρῆσιν ἡ μέθοδος ἐκείνη τὴν ὁποίαν, ἡ πρὸς τὸν φίλον ὀφειλομένη ἁβρότης μὲ ἀναγκάζει νὰ παρασιωπήσω.

Ἓν’ ἀπόγευμα ἐκαθήμεθα πρὸ μικρᾶς τραπέζης εἰς ἓν ἀπὸ τὰ τελευταῖα ζυθοπωλεῖα τῶν Πατησίων. Ὁ Σοφοκλῆς ἦτο εὐθυμότερος τοῦ συνήθους. — Βλέπεις ἐκεῖ κάτω — μοῦ λέγει, ἐνῷ ἐρρόφα τὴν δευτέραν του μπίραν — τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο, στὰ δένδρα μέσα; Ἐκεῖ ἤμουν χθὲς κ’ ἐσυμφωνοῦσα μὲ τὴν οἰκοκυρὰ νὰ μοῦ τὸ νοικιάσῃ γιὰ τὸ καλοκαῖρι· τὶ ἔχει νὰ γείνῃ ἐκεῖ μέσα, θὰ μάθῃς καὶ θὰ ἰδῇς τί πρᾶγμα εἶν’ ὁ Σοφοκλῆς, γιατὶ ἡ τύχη δὲν θέλησε ἀκόμα νὰ τὸν γνωρίσῃς. Καὶ μοῦ ἐζωγράφισε μ’ ἑλκυστικώτατα χρώματα τὸν μακάριον βίον ὅπου θὰ διηρχόμεθα ἐκεῖ, συντρόφους ἔχοντες τῶν πτηνῶν τὰ κελαδήματα καὶ τῆς αὔρας τοὺς ψιθυρισμούς, κατόπιν, ἐννοεῖται, τῶν ἄλλων, ὑλικοτέρων ἀπολαύσεων, ἄνευ τῶν ὁποίων, τὰ ἄϋλα ἐκεῖνα, τὰ ἀσύλληπτα, ἀποβάλλουν πολύ, ὡς γνωστόν, τοῦ φυσικοῦ των θελγήτρου. — Λίγη ὑπομονή — ἐπρόσθεσεν ὁ φίλος μου. Καὶ διατεθεὶς ἔτι μᾶλλον εὐθυμότερον, μοῦ διηγήθη δύο τρεῖς ἱστορίας ἀπνευστεί, τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης, ἐπὶ τῶν πολιτικῶν τῆς ἡμέρας.

Τὸν ἕβλεπα διηγούμενον κ’ ἐδοκίμαζα ταὐτοχρόνως δύο ἀντίθετα αἰσθήματα. Ἀπορίαν μεγάλην διὰ τὴν αἰσιοδοξίαν του, ἥτις οὐδέποτε τὸν εἶχε δικαιώσῃ καὶ ἕνα εἶδος οἴκτου διὰ τὴν πενιχρὰν περιβολήν, ἥτις ἐκάλυπτε μίαν τόσον εὐγενῆ ὕπαρξιν. Ἦσαν ὅλα του παρατριμμένα… Ἐκείνη μάλιστα ἡ ῥεπούμπλικά του, στενὴ εἰς τὴν νεότητά της, διεστάλη περὶ τὸ κρανίον, ἐκ τῆς πολυχρονίου χρήσεως, καὶ προσέλαβε σχήμα χαμηλῆς πυραμίδος, πολλαχοῦ πεπιεσμένης καὶ τῆς ὁποῖας οἱ παντοειδεῖς μώλωπες, διελάλουν εὐγλώττως τὰ βάσανα της. Ἀπεχωρίσθημεν ἀργά.

Ἔξαφνα τὸν ἔχασα· παρῆλθεν ὁλόκληρος ἑβδομὰς χωρὶς νὰ τὸν ἰδῶ· τί εὐχὴ! ἀρρώστησε; Ἔπειτα ἐκεῖναι αἱ ὑποθέσεις, ὅλαι, ἢ μέρος αὐτῶν τί ἀπέγειναν; ἢ μήπως πάλιν ὑπερίσχυσεν ἡ κακοδαιμονία τοῦ φίλου μου; ἐσκεπτόμην καὶ δὲν ἤξευρα τί νὰ ὑποθέσω. Ἠρώτησα κάποιον φίλον του, ἔμπορον ψιλικῶν, ὅστις ἐπίσης τὸν ἐσυμπαθοῦσε καὶ τοῦ ἐπρομήθευε τοὺς κολλάρους καὶ τοὺς χρωματιστοὺς λαιμοδέτας του ἐπὶ ἀορίστῳ, ἐννοεῖται πιστώσει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς δὲν τὸν εἶχεν ἰδῇ πρὸ πολλοῦ. Ἤμην εἰς αὐτὰς τὰς σκέψεις, ὅτε τὸν βλέπω ἕνα πρωῒ εἰς τὴν ὁδὸν Σταδίου ἐρχόμενον, ἢ μᾶλλον τρέχοντα κατ’ ἐπάνω μου. Μ’ ἐπλησίασε. — Τὸ ἀπόγευμα εἰς τοῦ Ζαχαράτου, μοῦ λέγει. Ἔχω πολλά… Καὶ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του τρέχων.

Πράγματι μετὰ τὸ γεῦμα συναντήθημεν. Τὸ πρόσωπόν του ἦτο αἴθριον, ὡσὰν ἀνέφελος οὐρανός. Ἔσπρωξε τὸ κάθισμά του πρὸς τὸ ἰδικόν μου, ἔκλινε πλαγίως πρὸ ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε χαμηλοφώνως, διὰ νὰ μὴν ἀκούσουν οἱ παρακαθήμενοι. — Ἀπόψε ὑπογράφεται τὸ συμβόλαιον τῆς μεγάλης ὑποθέσεως καὶ αὔριον πρωῒ τὰ δυὸ ἄλλα, ὥστε αὔριον τὸ ἀπόγευμα, εἰς τὰς τρεῖς νὰ πᾶς εἰς τὴν μπυραρία μας καὶ νὰ μὲ περιμένῃς. Τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο τὸ ἔπιασα, καὶ μεθαύριο κουβαλιοῦμαι. Ἐπὶ τέλους… Ἐπρόσθεσε· καὶ στεναγμὸς ἀνακουφίσεως ἐξῆλθε τοῦ στήθους του. Ἀνέπνευσα κ’ ἐγὼ μαζῆ του καὶ τὸν συνεχάρην, διότι αὐτὴν τὴν φορὰν κατώρθωσε νὰ μοῦ ἐμφυτεύσῃ ἀρκετὸν μέρος τῆς αἰσιοδοξίας του.

Τὴν ἐπιοῦσαν κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν, ἤμην εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον κ’ ἐπερίμενα. Δὲν εἰξεύρω ὅμως διατί, ἔπαυσα αἴφνης νὰ εἶμ’ εὐχαριστημένος. Εἶχα κάτι προαισθήματα, τὰ ὁποῖα εἰς μάτην ἐζητοῦσα ν’ ἀποδιώξω. Κάποια μυστηριώδης φωνὴ μοῦ ἔλεγεν ὅτι περιμένω ἀδίκως. Πράγματι, ἐπλησίαζε νὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, ὅτε ἀπεφάσισα ν’ ἀφήσω τὸ ζυθοπωλεῖον. Μόνος καὶ μελαγχολικῶς βαδίζων, εἰσῆλθα εἰς τὴν πόλιν, καταρώμενος τὸν κακὸν δαίμονα τοῦ καϋμένου τοῦ Σοφοκλῆ.

Αὐτὴν τὴν φορὰν τὸν ἔχασα ἐντελῶς. Τὸν ἐζήτησα ματαίως εἰς διάφορα μέρη· πουθενὰ δὲν ἐφαίνετο. Ἐκρύπτετο, ἢ ἔκανε κανένα ταξεῖδι; προφανῶς τὸ τελευταῖον κτύπημα τὸ τόσον ἀπροσδόκητον τὸν εἶχε ζαλίσῃ. Νὰ ματαιωθοῦν τόσα ὄνειρα! καὶ πότε, ὁπόταν ἡ πραγματοποίησίς των ἐθεωρεῖτο βεβαία! Μὲ ὅλην του τὴν ἀπάθειαν, μὲ ὅλην του τὴν φιλοσοφίαν ὁ ἀτυχὴς φίλος μου δὲν ἐκρατήθη. Ἐντρέπετο, φαίνεται καὶ νὰ παρουσιασθῇ.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἐγὼ ἀνεχώρησα ἐκ τῆς πρωτευούσης δι’ ὑποθέσεις μου καὶ ἐπέστρεψα μετὰ τέσσαρας μῆνας.

Ἦσαν παραμοναὶ βουλευτικῶν ἐκλογῶν καὶ ὁ κόσμος ἦτο εἰς κίνησιν. Ἐνθυμοῦμαι, ἓν ἀπόγευμα Κυριακῆς, πυκνοὶ ὅμιλοι πολιτῶν συνηθροίζοντο εἰς τὰς πλατείας συζητοῦντες θορυβωδῶς. Εἶχα χωθῇ καὶ ἐγώ, ἀκουσίως μου, εἰς ἕνα ὅμιλον καὶ ἐπροσπαθοῦσα νὰ διολισθήσω, νὰ γλυτώσω, ὅτε ἀκούω ὀπίσω μου γνωστὴν φωνὴν. — Μάλιστα, κύριοι, ἐν πρώτοις, μ’ ἐννόησες, ὁ συνδυασμὸς αὐτὸς εἶνε, μ’ ἐννόησες, κάκιστος, ἐπειδή…

Εἰσεχώρησα πλησίον τοῦ ὁμιλητοῦ καὶ τὸν ἔσυρα ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ἐπενδύτου· ἐστράφη… Δὲν περιγράφεται ἡ χαρά του.

— Πῶς ἐδῶ; ἀπὸ ποῦ; πότε; εἶπε· πᾶμε, πᾶμε. Καὶ μὲ παρέσυρε μακρὰν τοῦ ὁμίλου.

Δὲν εἶχε διόλου μεταβληθῇ. Ἡ αὐτὴ ἀξιοπρεπὴς στάσις, τὸ αὐτὸ λεπτὸν μειδίαμα καί, δυστυχῶς ἡ αὐτὴ περιβολή. Τὸ τριβώνιόν του μάλιστα εἶχε τὰς χειρίδας πολὺ κοντάς, τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι δὲν εἶχε κοπῇ ἐπάνω του.

Ἐκαθήσαμεν ἔξωθεν καφενείου. Ἦτο πολὺ εὐχαριστημένος ποῦ μὲ ἔβλεπε, ἀλλὰ κ’ ἐγὼ μὲ πολλὴν χαρὰν τὸν ἐπανεῖδα. Εἴπομεν πολλὰ περὶ τῶν ζητημάτων τῆς ἡμέρας ὅπου ὁ φίλος μου, μὲ φλογερὰν εὐγλωττίαν ἣν τοῦ ὑπηγόρευον οἱ κινδυνεύοντες τῆς πατρίδος θεσμοί, ἐπετέθη κατὰ τῆς ἀντιπάλου πολιτικῆς μερίδος, ἥτις ἀφοῦ ἐθυσίασεν, εἰς τὴν ἄμετρον φιλοδοξίαν της, πᾶν ἱερὸν καὶ ὅσιον, ζητεῖ καὶ πάλιν νὰ εἰσπηδήσῃ εἰς τά… εἰς τὴν… (ὁ φίλος μου δὲν εὕρισκε τὴν λέξιν) ὡς λύκος, μ’ ἐννόησες, αἱμοβόρος…

Τὸν διέκοψα.

— Καὶ ἡ δουλιὲς πῶς πᾶνε, Σοφοκλῆ;

— Λαμπρά! ἂν καὶ τὰς ἀμέλησα ὀλίγον ἕνεκα τῆς πολιτικῆς. Ἔχω ὅμως αὐτήν, ἔχω ἐκείνην, ἔχω μίαν ἄλλην… Καὶ μοῦ ἔδωκε διαφόρους λεπτομερείας περὶ αὐτῶν, ὡς ὁσονούπω περατουμένων, προσθέσας ἐν τέλει — Μίαν ἄλλην ὥραν τὰ λέμε καλλίτερα. Καὶ ἀλλάξας ἀποτόμως θέμα, ἐχώθη εἰς ἕνα πολιτικὸν λαβύρινθον ἀδιέξοδον, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ παρέσυρεν ἀκουσίως μου καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶδα κ’ ἔπαθα νά γλυτώσῳ.

Ἦτον πολὺ ἀργὰ ὅταν ἐχωρίσθημεν.

Τὸν ἀπαντῶ καὶ τώρα ἐνίοτε, δὲν ἔχωμεν ὅμως τὰς πρώτας στενὰς σχέσεις. Βαδίζει εὐθυτενής, ἀξιοπρεπής, μὲ τὸ στερεότυπον μειδίαμα ἐπὶ τῶν ὠχρῶν του χειλέων, μὲ τὰς χείρας εἰς τὰ θυλάκια τῆς οἰκτρᾶς του περισκελίδος, μὲ κενόν, πιθανῶς τὸν στόμαχον, ἀλλὰ μὲ γεμάτην βεβαίως τὴν κεφαλὴν ἀπὸ σχέδια.