Ὁ Σκαφτιάς
Συγγραφέας:


Βαρυὰ κοιμᾶται ὁ γέροντας, αὐτὸς ποῦ κάθε μέρα
ἐκίναε 'ς ἄκοπη δουλειά,
προτοῦ λαλήσουν τὰ πουλιὰ
στὸν ἤσυχο ἀέρα.

Βαρυὰ κοιμᾶται σήμερα, κ' ἡ δίκοπή του μνήσκει
ριμένη ἀκόμα στὴν αὐλή,
ὅπου, σαστίζοντας, ἀργὴ
τ' ἀβέβαιο φῶς τὴ βρίσκει.

Τοῦ κάκου ἀποχαιρέτησαν τῆς χαραυγῆς τὸ χρῶμα
ὅλαις τοῦ κήπου του ἡ φωλειαίς.
Μὴν ὀνειρεύεται; Γειὰ ἰδές!
Γελάει τ' ἀχνό του στόμα.

Δὲ θὰ ξυπνήσῃ· ἀλλοίμονο! γιὰ τὸ φτωχὸ ἀσπρομάλλη
πὤσκαψε κάμπους καὶ βουνά,
δύο πήχαις τόπο μοναχὰ
τώρα θὰ σκάψουν ἄλλοι.

Θαρρεῖς ὁποῦ, ἀναπαύοντας τὴ σκεβρωμένη ράχη,
λαλήματ' ἄλλα καρτερεῖ,
νὰ χαιρετήσουν μίαν αὐγή, ποῦ φῶς αἰώνιο θἄχῃ.