Ο Μάιος της φυλακής μου

Ο Μάιος της φυλακής μου
Συγγραφέας:
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα, Τεύχος 5, 19 Μαίου 1857


Τὸν Μάϊ κ’ ἐφέτο χαιρετοῦν μ’ εὐφρόσυνα τραγούδια.
Χύνει τριαντάφυλλα ἡ αὐγὴ,
Καὶ μ’ ὡραιότερα ἡ γῆ
Στολίζεται λουλούδια.

Τὸν ἴσκιο του σὰν τάπητα τὸ κάθε δένδρο ἁπλόνει.
Σκορπᾷ ἡ αὖρα εὐωδιαὶς,
Καὶ μεθυσμένο πάλι διὲς
Γλυκολαλεῖ τ’ ἀηδόνι.

Τοὺς νειοὺς ἀπὸ τὴν φυλακὴ ’ς τοὺς κάμπους ἀγναντεύω,
Ποῦ κόφτουν ἄνθη δροσερὰ,
Καὶ τῆς καρδιᾶς τους τὴν χαρὰ
Ὁ ἄμοιρος ζηλεύω!

Ἆοι! δὲν ἐστόλιζα κ’ ἐγὼ τὸ στῆθος μὲ λουλούδια,
Καὶ εἰς τοῦ Μάϊ τὴν ἑορτὴ
Κάθε χρονιὰ καθὼς αὐτοὶ
Δὲν ἔψαλλα τραγούδια;

Κ’ ἐγὼ τῆς ἄνοιξης πουλί, κ’ ἐγὼ πουλί της ἄλλο,
Δὲν χαιρετοῦσα τὴν αὐγὴ,
Καὶ κάθε φύλλο καὶ πηγὴ
Δεν μ’ ἄκουε νὰ ψάλλω;

Καὶ σήμερον... ταλαίπωρος! σὲ φυλακὴ κλεισμένος,
Ἐνῷ τὸ πᾶν γλυκογελᾷ,
Ἐγὼ ’ς τοῦ κόσμου τὰ καλὰ
Εἶμ' ἔρημος καὶ ξένος!

Τὰ χείλη μου... ἀλλοίμονον! καὶ τίνος, ’σὰν χλωμιάσουν,
Φυλακισμένου δυστυχῆ
Τὰ χείλη πλέον κ’ ἡ ψυχὴ
Μποροῦνε νὰ γελάσουν!

Τὰ γέλοια καὶ τραγούδια μου ἐφέτο εἶνε θρῆνος,
Κι’ ἄκοπος γέρνει κι’ ὀρφανὸς
Χωρὶς ἐμένα ὁ φετεινὸς
Τῆς ἐξοχῆς μου κρίνος!

Τὰ κάλλη ἄλλους τῆς αὐγῆς μαγεύουν, καὶ τ’ ἀστέρια
Γι’ ἄλλαις καρδιαῖς φεγγοβολοῦν,
Και τ' ἄνθη ποῦ μοσχοβολοῦν,
Βλαστάνουν γι’ ἄλλα χέρια!

Γιὰ μένα εἶνε Ἄνοιξης, καὶ σύντροφος τὸ βράδυ,
Ἡ φυλακή μου ἡ σκοτεινὴ,
Κ’ ἕνα κοράκι ποῦ θρηνεῖ
Μαζῆ μου ’ς τὸ σκοτάδι!

Γιὰ μὲ... πλὴν ποιὰ κρυφὴ φωνὴ αἰφνίδια μὲ στομώνει,
Κ’ ἐνῷ τὸ χέρι μου ζητεῖ
Νὰ γράψῃ ἀκόμη ’ς τὸ χαρτί,
Ἀκίνητο παγώνει;...

Ἡ θύρα τρύζει κ’ ἐλαφρὸ ἀκούεται ποδάρι,
Καὶ λάμψη χύνεται χρυσῆ!.
Ὦ θάνατε! ἂ ἦσαι σὺ,
Σοῦ τὸ γνωρίζω χάρη!...

Ἐκεῖνος εἶνε... ἄμοιρος ἐγώ! εἰς τὸ πλευρό μου,
Ἡ Μοῖρ’ ἀρνήθηκε, κᾀνεὶς
Νὰ μὴ μὲ κλάψῃ συγγενὴς
’Σ τὸν μαῦρον θάνατό μου!.

Ὦ σεῖς, ὅπου τοὺς στίχους μου θὰ βρῆτε! νὰ μοῦ βάλτε
Ἄνθη ’ς τὸν τάφο μου ζητῶ,
Καὶ τὸ τραγούδι μου αὐτὸ
’Σ τὸ χῶμά μου νὰ ψάλτε!...

Ἐγράφη ἐν Ἀθήναις τὴν 1. Μαΐου 1857.