Ο Λίνος
Συγγραφέας:


Ήδη των δένδρων αι σκιαί δηλούσι μεσημβρίαν
και αι παρθένοι έπαυσαν την άμπελον τρυγώσαι·
υπό την πλάτανον σκιάν εξέλεξαν παχείαν,
και άπασαι συνέρρευσαν περί αυτήν σκιρτώσαι.

Ιδέτε· τα καλάθια χαμαί τοποθετούσι,
ποθούσαι διασκέδασιν μετά την εργασίαν·
παίδα κρατούντα φόρμιγγα πλησίον των καλούσι
και τάσσονται προς τον χορόν με εύθυμον καρδίαν.

Τοιαύτην ώραν άλλοτε απέθανεν ο Λίνος·
Φευ! την ωραίαν του ψυχήν ο θάνατος εκάλει·
καθώς ο έρως εύμορφος, ξανθός καθώς εκείνος
ο παις το βλέμμα ύψωσε και ήρχισε να ψάλλη:

« - Ήδη το άρμα του ηλίου
ακτίνας καυστικάς σκορπίζον
πλησίον βαίνει του Σειρίου·
μεσουρανεί την γην φωτίζον.

»Υπό πυκνήν σκιάν πλατάνης,
κόραι, το άσμ’ ακολουθείτε,
το έργον παύει των δρεπάνων·
τον Λίνον μετ’ εμού θρηνείτε!

»Το έαρ έθαλλεν ακμαίον,
η πεδιάς ήτο ποικίλη,
ο ζέφυρος ευώδης πνέων
την φύσιν, έλεγες, εφίλει.

»Άλλ’ ήλιος επήλθε καίων.
Οίμοι! τας ώρας τας γλυκείας! -
ροφά το χρώμα των ανθέων,
ροφά την δρόσον της πρωίας.

»Αι! Λίνε! Η ζωή επίσης
έχει εαρινήν πρωίαν·
απλούται θαλερά η φύσις,
στολίζει μ’ άνθη την καρδίαν.

»Αλλά επέρχεται το θέρος,
μεσουρανεί η ηλικία·
οίμοι! απέρχεται ο έρως,
απογυμνούται η καρδία.

»Περίβλεψε την πεδιάδα
και ίδε ποόσον μετεβλήθην
και ίδε την Αμαδρυάδα
χωρίς του ρόδου εις τα στήθη.

»Η πλάτανος, η λεύκη μένει,
άλλ’ είναι δένδρα ρωμαλέα·
της χάριτος η πεπρωμένη
είναι να αποθνήσκη νέα.

»Αι! Λίνε! ως το άνθος κύπτει
υπό ακτίνας θερμοτέρας,
και ως φυλορροεί και πίπτει
μετά τας δροσεράς ημέρας,

»Επίσης όταν η καρδία
τρέφει παλμούς ευγενεστέρους,
απομαραίνεται ταχεία,
το πυρ μη φέρουσα του θέρους».

Είπεν ο παις και έπαυσε το ρήμα των παρθένων·
το άσμα ήτο θλιβερόν και ήγειρεν τον θρήνον·
εκάθησαν κυκλοτερώς εις χόρτον εστρωμένον
κ’ είπον: - αώρως έπεσεν, ας κλαύσωμεν τον Λίνον.