Ὁ Λάμπρος
Συγγραφέας:
Ὁ μάρτυρας
Εἰς τὸ σχέδιο τοῦ ποιήματος μπαίνει ἕνας ἱερέας θυσιασμένος ἀπὸ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ.


10.

Ἔψεναν τὸν ἱερέα, καὶ ὁ Ἀλῆς ἐφώναζε τῶν δούλων του,

Τὰ κάρβουνα τοῦ σκύλου ἀνάρια ἀνάρια.


Εἶχε μίαν ἀπίστευτη ἱλαρότητα. Πῶς; τάχα ἀναπαύεται εἰς δροσερὴ χλωρασιά; Καὶ ὁ Ἀλῆς περιπαίζοντάς τον· «Τὶ σοῦ φαίνεται, ἅγιε ἄνθρωπε; βλέπω καλὰ ὅτι εἶσαι συνειθισμένος νὰ θαυματουργῇς· ὁλοένα γυρίζεις, δίχως νὰ κινᾷς μήτε χέρι, μήτε πόδι, κ' εἶσαι ὅλος ἕνα κομμάτι. Εὖγε σου· Παρακάλει τὸν Ἰησοῦ νὰ σὲ σώσῃ τὸ γληγορύτερο.» Τότε ὁ ἱερέας κινῶντας τὰ χείλη του πλέον φλογερὰ ἀπὸ τ' ἀνθράκια, ἔλεγε· «Εὐλογημένη τούτη ἡ φλόγα! Ἀκούω φερούγιασμα ποῦ ἔρχεται μακρόθε, καὶ μοῦ φέρνει τὴν εὐωδία τοῦ κρίνου. Ἄ! σὲ θωρῶ, ἅγιε Ἄγγελε! Βέβαια ἐσὺ θὰ ἔβρεξες δροσιὰ ἀπὰνου εἰς τοῦτα τὰ κάρβουνα, ὅμοια μ' ἐκείνη τῶν παιδιῶν εἰς τὴν κάμινο. Τὶ κάνει αὐτός; Τεντώνει τ' ἀθάνατο δάχτυλο, καὶ γράφει γράφει εἰς τὸν ἀέρα, ὡσὰν εἱς μάρμαρο, μὲ πύριναις γραμμαῖς πράματα τὰ ὁποῖα δὲν ἐννοῶ.»


Εἰς τὸ ὅραμα τοῦ ἱερέα ἐφαίνετο ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχη, καὶ οἱ Βασιλεῖς τῆς ἱερᾶς Ἑνώσεως ποῦ ἐκαταπολεμοῦσαν τὴν Ἐλευθερία. Ἔβλεπε καὶ Τούρκων κεφαλαῖς ὁποῦ ἐροβολοῦσαν μέσα εἰς τὸν λάκκο ποῦ ἐτριγύριζε τὸ πολιορκημένο Μεσολόγγι, καὶ ὁ ἐνθουσιασμένος μάρτυρας τοὺς ἐφώναζε·


Σταθῆτ' ἐκεῖ· δὲ σᾶς ξυπνάει 'ς τὸν λάκκον
Ἡ κραυγὴ τῶν σκυλιῶν καὶ τῶν κοράκων.