Ὁ Κοσμολαΐτης.
Συγγραφέας:
(1903)


Ἕνα καιρὸν ὁ πατήρ του ἦτον εὐκατάστατος ἔμπορος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ὕστερον ἦλθον δυστυχίαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσεν. Ἀλλὰ καὶ ἂν διετηρεῖτο ἔκτοτε τὸ μαγαζί, εἶναι ζήτημα, ἂν ὁ Στέλιος θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπωφελῶς τὸ ἔργον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του. Εἶχε μάθει ὀλίγα κολλυβογράμματα. Ἔτρεφε καλογηρικὰς κλίσεις, ἐφοίτα εἰς τοὺς ναούς, εἶχε συλληφθῇ ἀπὸ τὸ πνευματικὸν ἀμφίβληστρον τοῦ ἱερομονάχου Μεθοδίου, ὅστις ἡσύχαζε κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔν τινι μονυδρίῳ ἐπί τινος λόφου, ἐγγὺς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Στέλιος εἶχε γίνει ὁπωσοῦν καλὸς διαβαστὴς εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας. Ἐσείετο ὅλος, ὅταν ἐδιάβαζε τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὅταν ἔψαλλε τὸν μικρὸν Πολυέλεον (ψαλμὸν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ στίχοι λήγουσιν εἰς τὴν φράσιν "ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ", καὶ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη "πολυέλαιος" καὶ τὸ πολυλάμπαδον τὸ κρεμάμενον εἰς τὸ μέσον τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ σείουσι, καθ' ἥν ὥραν ψάλλεται ὁ ρηθεὶς ψαλμὸς) εἷς ὅστις ἤθελε νὰ κάμῃ τὸ ἀστεῖον - διότι δὲν λείπουν καὶ τὴν ὥραν τῆς ἀκολουθίας ἀκόμα τοιοῦτοι πειρασμοὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ - ἔλεγε "Μὴν κουνᾶτε τὸν πολυέλαιο, κουνιέται ὁ Καλοχεράκης".

Ὅταν κατεχώριζε καμμίαν μικρὰν διατριβὴν εἰς ἐφημερίδα, ὑπόγραφε "Στυλιανὸς Καλοχεράκης, δημοσιογράφος". Ἐπὶ μίαν σελήνην εἶχεν ἐκδώσει εἰς Πειραιᾶ ἐφημερίδα "Ὁ Θρίαμβος", θρησκευτικήν, πολιτικὴν καὶ ἐμπορικήν.

Τέλος ὁ Στέλιος ἐφάνη ὅτι ἔμελλε μίαν ἡμέραν νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, εἰς τὸν πρόσκαιρον τοῦτον κόσμον. Κάποιος ἔκπτωτος ἡγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἔλθει εἰς τὰς Ἀθήνας. Οὗτος δὲν εἶχε τὰς στενὰς ἰδέας ἐκείνων τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, τῶν μὴ ἐξελθόντων ποτὲ ἀπὸ τὸ Ὄρος, οἵτινες συνηθίζουν ν' ἀποθαρρύνουν σκληρῶς πάντα νέον προσερχόμενον μὲ πόθον, ὅπως ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα.

"Ἡμεῖς, παιδί μου, ποὺ μᾶς βλέπεις ἐδῶ, εἴμεθα μετανοημένοι ποὺ ἤρθαμε, ἔτσι βρεθήκαμε κι ἡμεῖς. Τώρα εἶναι εἰς παρακμὴν τὸ μοναχικὸν τάγμα. Ἄχ! τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, παιδί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα... Βλέπεις τὸν καλόγηρον, πὼς τὸν ἔχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρόν, εἰς ὅλους τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν, εἰς τὸ Ὅρος!... Σῦρε πίσω στὸν κόσμο, παιδί μου. Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ! Εἰς ὁδὸν εἰρήνης, τέκνον μου".

Ἀλλὰ δέν ἐφρόνει οὕτω καί ὁ πρώην καθηγούμενος, ὁ ἐλθών εἰς Ἀθήνας. Οὗτος εἶχεν φιλοδοξίαν ἐπαινετὴν νὰ κάμῃ προσηλυτισμὸν διὰ τὸ Τάγμα. Εὑρίσκοντο τότε δέκα ἢ δώδεκα νέοι, τρέφοντες, ὅπως ἐφαντάζοντο τουλάχιστον, κλίσιν εἰς τὴν καλογηρικήν, ὅπως αὐτοὶ τὴν ἐνόουν. Πρὸς τούτοις δὲν ἦτο ἀνάγκη οὔτε διδαχῆς, οὔτε πειθοῦς μεγάλης. Ἦσαν προθυμότατοι, κι εὐκόλως ἐσχετίσθησαν μὲ τὸν πρώην ἡγούμενον. Τὸν ἄλλον μῆνα, ὅλη ἡ ἀγέλη ἐμβαρκαρίσθησαν μὲ ἱστιοφόρον ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ ἠκολούθησαν τὸν ἱερομόναχον εἰς τὸν Ἄθωνα.

Ἐπῆγαν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Σιμμένου (Ἐσφιγμένου), εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τῆς χερσονήσου. Ὤ! μεγάλη δοκιμασία ἦτο δι' αὐτούς. Τόσον ἐπάγωσαν, ἅμα ἔφθασαν ἐκεῖ, τόσον ἐτρόμαξαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον τῶν θρησκευτικῶν συνάξεων, ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ τάξιν τοῦ κοινοβιακοῦ βίου, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τῶν προσώπων ἐκείνων τῶν γηραιῶν μοναχῶν, ὥστε ἕνας ἀπ' αὐτούς, ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖτο ἀργότερα, εἰς τόσην ἀθυμίαν ἔφθασεν, ὥστε τοῦ ὑπέβαλεν ὁ διάβολος εἰς τὸν νοῦν νὰ ριφθῇ ἀπὸ τὴν "ἀπλωταριάν", τὸν ὑψηλὸν ἐξώστην τοῦ μοναστηρίου, καὶ αὐτοκτονήσῃ...

Τὸν ἄλλον μῆνα σχεδὸν ὅλοι, οἱ ἕνδεκα, ἐμβαρκαρίζοντο πάλιν ἀπὸ ἕνα μεσημβρινὸν ὅρμον, τὴν Δάφνην, κι ἐκουβαλοῦντο πίσω εἰς τὰς Ἀθήνας. Εἷς καὶ μόνος ἔμεινε κι ἐφόρεσε τὸν μοναχικὸν σχῆμα, ἀλλ' οὗτος, διὰ νὰ παρηγορηθῇ, ἐπανέκαμψε μετ' ὀλίγον εἰς τὰς Ἀθήνας, κι ἐζήτει θέσιν νεωκόρου εἰς ἕνα τῶν ἐνοριακῶν ναῶν.

Ὅσον διὰ τὸν Καλοχεράκην, οὗτος εἶχεν ὑπάγει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τρέφων ἀνωτέραν φιλοδοξίαν. Εἶχε μεταβῇ ἐκεῖ, ὡς αὐτὸς ἔλεγεν, ὑπὸ τὸν ρητὸν ὅρον νὰ διορισθῇ ἀμέσως γραμματεὺς τοῦ μοναστηρίου. Δὲν εἶναι πιθανὸν ὁ πρώην ἡγούμενος νὰ τοῦ ὑπέβαλε τοιαύτην ἰδέαν, ἴσως μόνον τὴν ἄφησε νὰ τρέφεται καὶ δὲν τὴν ἐπολέμησε φανερά.

Οὕτω πὼς γίνονται εἰς τὸν τόπον μας ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ παζάρια. Ἀλλ' ὁ Καλοχεράκης, ὅσα κολλυβογράμματα κι ἂν ἤξευρεν, ἦτο πολὺ ἀμφίβολον ἂν θὰ ἐλάμβανε ποτὲ τοιοῦτον ὀφφίκιον εἰς Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἂν ἐπὶ εἰκοσαετίαν ὅλην ἔμενε μονάζων ἐκεῖ. Τοιοῦτον δὲ ἀξίωμα ἐπιζητῶν, ὡμοίαζε μᾶλλον μὲ τὸν Γλαύκωνα τοῦ Ἀρίστωνος, ὅστις ἐφιλοδόξει νὰ ἄρξῃ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, χωρὶς νὰ ἔχῃ μελετήσει ποτὲ μήτε τὰ πολιτικά, μήτε τὰ οἰκονομικὰ καὶ στρατιωτικὰ πράγματα... Καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἱκανώτεροι τοῦ Καλοχεράκη, θ' ἀπεκρούοντο ἐὰν μάλιστα κατήγοντο ἐκ τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος.

Ἐπέστρεψε λοιπὸν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Κράτους μας. Διήρχετο τὸν βίον ἐν ραστώνῃ. Ἐσύχναζεν εἰς τὰ ἐξωκκλήσια. Ἐβοήθει τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς λειτουργίας. Ἔκτοτε ἀνελάμβανεν ἐργολαβικῶς ἱεροπραξίας. Ἐπεσκέπτετο τὰς οἰκίας τῶν "εὐλαβητικῶν", ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅσοι ἐσύχναζον εἰς θρησκευτικὰς συνάξεις. Ἐδέχετο πολλάκις περιποιήσεις, γεύματα κλπ. Κἄποτε εἰσέπραττε συνδρομάς, κατ' ἐντολὴν ἢ ἄνευ ἐντολῆς. Πότε ἔμενεν εὐχαριστημένος καὶ συχνότερον ἀπεγοητεύετο. Ὁ κυρ-Μικέλης ὁ Βάλθης, ἐντόπιος οἰκοκύρης, σεβάσμιος πρεσβύτης, ὅστις τὸν ἐτίμα διὰ τῆς φιλίας του, τὸν ἐπαρηγόρει συχνά, ἅμα τὸν ἔβλεπε στενοχωρημένον. - Ὑπομονὴ καὶ φόρτσο γινάτι! τοῦ ἔλεγε. Ὁ Καλοχεράκης περισσότερον ἐφουρκίζετο, ὅταν ἤκουε τὴν φράσιν αὐτήν. Ἀλλ' ὁ κυρ-Μικέλης τοῦ ἐξήγησεν ὅτι "γινάτι" δὲν σημαίνει ὀργή, ἀλλὰ θυμός, ὅτι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ τις ὑπομονήν, ἐὰν δὲν ἔχῃ "φόρτσο γινάτι", δηλ. ἰσχυρὸν θυμόν. - Πρέπει νὰ μάθῃς νὰ σηκώνῃς πειρασμό, τοῦ ἔλεγεν.

Ὁ Καλοχεράκης συνέβαινε νὰ λαμβάνῃ μικρὰς προκαταβολὰς ἐκ πέντε ἢ ὀκτὼ δραχμῶν πρὸς τελετὴν λειτουργίας ἢ παννυχίδος, διὰ νὰ φροντίσῃ νὰ εὕρῃ παπάν, νὰ λάβῃ πρόνοιαν διὰ τὰ κηρία, διὰ τὸ πρόσφορον, τὴν ἀρτοκλασίαν κτλ. Εἶτα τὴν τεταγμένην ἡμέραν ἐγίνετο ἄφαντος, χωρὶς μήτε ν' ἀποδώσηῃ, μήτε νὰ χρησιμοποιήσῃ πρὸς τὸν σκοπὸν τὰ χρήματα. Ἔστελλε δὲ τότε γράμμα παραπονετικὸν πρός τούς ἐντολεῖς καὶ τοὺς προπληρώσαντας, γράφων ὅτι αὐτὸς "ἔκαμε τόσους κόπους" κτλ. Ἐγίνετο ἀόρατος κι ἐβράδυνε πλέον νὰ ἐμφανισθῇ.

Μίαν χρονιάν, εἰς τὰ 189..., ὁ Εὐαγγελισμὸς ἦτο τὴν Δευτέραν τοῦ Πάσχα. Ἐπρόκειτο εἰς ἓν παρεκκλήσιον νὰ γίνῃ παννυχίς, τὴν Δευτέραν ἐξημέρωμα. Ἡ κ. Π..., ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ ναΐσκου, εἶχε καλέσει εἰς δεῖπνον ἐν τῇ οἰκίᾳ της, τὴν ἑσπέραν τοῦ Πάσχα, δύο ἄλλους ἐκ τῶν μελλόντων νὰ συμμετάσχωσι τῆς παννυχίδος καὶ τόν Καλοχεράκην. Ἀφοῦ ἐτίμησαν καλὰ τὸ πασχαλινὸν δεῖπνον, κατέβησαν εἰς τὸν ναόν, δὰ ν' ἀρχίσουν τὴν ἀκολουθίαν. Ἀλλ' ὁ Καλοχεράκης ἔγινεν ἄφαντος "γαλλικῷ τῷ τρόπῳ" χωρὶς νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσῃ, κι ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ. Εἶχε φάγει καὶ πίει πολὺ καλά.