Εις του Σαϊτονικολή εμοίραζαν τους πρώτους σισανέδες που έφερε το «Πανελλήνιον». Με τους άλλους επήγε και ο Ανδρουλιός να πάρει, αλλ’ ενώ έφθασεν εκ των πρώτων, επλησίασε με τους τελευταίους όταν έμειναν ακόμη τέσσερα ή πέντε μόνο τουφέκια και οι απαιτηταί ήσαν δεκαπέντε και περισσότεροι. Ο Αναγνώστης ο Πλατής, καθήμενος, κατέγραφεν εκείνους που ελάμβαναν όπλα· ο δε Σαϊτονικολής, όρθιος, τα εμοίραζεν, απευθύνων εις έκαστον μίαν ευχήν:

- Καλορρίζικο! Τιμημένο να το βαστάς και τιμημένο να σε βγάλει! και άλλα τοιαύτα.

Ο Ανδρουλιός, υποχωρών εις όλους, απωθούμενος και ουδένα απωθών, εκινδύνευε να μη πάρει τίποτε· αλλ΄επί τέλους ευρέθη ενώπιον του Σαϊτονικολή, όστις ήτο γυρισμένος την στιγμήν εκείνην προς την γωνίαν όπου ανέκειντο τα όπλα και όστις εστράφη κρατών ένα σισανέν. Ήνοιγε δε το στόμα να είπει την απαραίτητον ευχήν και ο Ανδρουλιός εκινήθη να πάρει το τουφέκι, ότε ο Σαϊτονικολής τον είδε και έκαμε κίνημα εκπλήξεως και δισταγμού.

- Μωρέ, δεν αφήνεις, καϋμένε Ανδρουλιό, να το πάρει κανείς άλλος; του είπε με δυσφορίαν ανθρώπου, όστις αναγκάζεται να φανεί σκληρός. Εσύ….είντα να σου πω;

Ο Σαϊτονικολής ήθελε να είπει: Εσύ τι να το κάμεις; και ο Ανδρουλιός, όσον και αν ήτο πράος και ταπεινός, εταράχθη· δεν είπεν όμως τίποτε, αλλ΄απεσύρθη αποσβολωμένος εις μίαν άκραν, ως να μη έβλεπε την θύραν δια να φύγει. Ο Σαϊτονικολής μετενόησεν αμέσως και ελυπήθη δια την σκληράν του φράσιν· αλλ΄ήτο πλέον αργά, διότι άλλοι έσπευσαν και ήρπασαν τα υπολειπόμενα τουφάκια, χωρίς μάλιστα να περιμένουν την ευχήν.

- Μωρέ, το πίστεψες αυτό που σου ’πα, Ανδρουλιό, κι αφήκες να πάρει άλλος το τουφέκι; εφώναξε προς αυτόν γελών δια να συγκαλύψει το πράγμα. Εγώ σ’ εθάρρουνα για πλια ξυπνητό. Γιάε, μωρέ, ν΄αφήσει να του πάρει άλλος το τουφέκι!

-Δε θέλω σισανέ, καπετά Νικολή, απήντησεν ο Ανδρουλιός. Καλύτερα που το πήρε άλλος. Έχω μια παλιολαζαρίνα εγώ…κάνει κι αυτή δουλειά.

Και τα έλεγεν αυτά χωρίς πικρίαν, χωρίς παράπονον· εμειδία μάλιστα τώρα το σύνηθες καλοκάγαθον μειδίαμά του, αλλ΄εις τα γαλανά του μάτια εκυλίετο ένα δάκρυ.

Όταν εξήλθε, τον επλησίασεν ο συγγενής του Μαρογιάννης και του είπε με αναγάκτησιν:

-Μωρέ, για όνομα Θεού, δεν έχεις ψυχή, δεν έχεις ανθρωπιά; Δεν φτάνει που δε σου ’δωκε τουφέκι ο βιλάνος ο Σαϊτονικολής, αλλά σου ’κανε και τέτοια προσβολάρα, και συ εκόντεψε να του πεις σπολλάτη!

-Ο άνθρωπος είπε την αλήθεια. Σα δεν έχει τουφέκια για όλους, καλύτερα να τα πάρουν οι καλοί καλοί. Αυτός είναι καπετάνιος και κατέχει.

-Το κακό του τον καιρό κατέχει.

-Κι αν δε το κατέχει αυτός, το θωρώ μοναχός μου εγώ. Είμαι κακουρές, ανεμάνθρωπος, είπεν ο Ανδρουλιός με ολίγον πείσμα, το οποίον απηυθύνετο μάλλον κατά του εαυτού του.

-Σώπα λέω και τσ’ άνδρες δεν τσοι ζυγιάζουνε σαν τα ζωντόβολα. Εγώ δεν κάνω καλύτερό μου κιανένα. Σ’ όλο το ύστερο χαίρεται κι ο κόρακας τη φωνή του σαν και τ’ αηδόνι. Να συλλογιστείς σκιας τους συγγενείς σου που τους ντροπιάζεις.

-Μα ήθελες δα να μαλώσομε για ένα τουφέκι;

-Ναι, γιατί όποιος δε μιλεί τόνε θάφτουνε.

-Εγώ έχω την κακολαζαρίνα· άλλοι δεν έχουνε μουδέ καλαμοπιστόλα. Καλά έκαμε ο Σαϊτονικολής και μ’ απομούρισε.

-Αυτή την κεφαλή να βαστάς και καλά θα πας. Θα γενείς ανεμπαίγνιδο του χωριού.

Και ο Μαρογιάννης απεμακρύνθη με αγανάκτησιν, αισχυνόμενος διότι είχε τοιούτον συγγενή.

Ο Ανδρουλιός ήτο νέος άνθρωπος, τριάντα περίπου ετών, κοντακιανός, με παχύ ξανθό μουστάκι, με κνήμας ισχνάς, περί τας οποίας κατωλίσθαιναν και εζάρωναν τα στιβάνια. Ως νέος και αυτός και άγαμος, μάλιστα, επροσπάθει κάπως να κομψεύεται, ηγάπα τον χορόν και εφαίνετο αιωνίως ερωτευμένος. Το βέβαιον όμως είναι ότι ούτε οι άλλοι, ούτε αυτός εγνώριζε ποίαν ηγάπα. Η καρδία του ήτο πλήρης αγάπης, ήτις, μη ευρίσκουσα μέρος να σταματήσει, επτερύγιζεν ασκόπως, τρεφομένη με όνειρα. Ηγάπα το θήλυ, η δε αγάπη του, η όλως πλατωνική και νεφελώδης, τον εκράτει εις διηνεκή ελαφράν μέθην, εκδηλουμένην με ήρεμον ευθυμίαν. Από το στόμα του ανέβλυζεν ως λάλον ύδωρ τραγούδημα σιγανόν και καθ’ άς ώρας ειργάζετο εις τους αγρούς και όταν το βράδυ-βράδυ εμφανιζόμενος εις τα δώματα παρετήρει τας επιστρέφουσας εκ των αγρών παρθένους. Και εγνώριζεν άπειρα δίστιχα και τα περιπαθέστερα μέρη του Ερωτόκριτου.

Αλλά μην υποθέσει κανείς εκ τούτου ότι ο Ανδρουλιός ήτο ελαφρόν και μάταιον υποκείμενον. Ολίγοι ήσαν φιλόπονοι ωσάν αυτόν εις το χωριό. Άμα ετελείωνε τας αγροτικάς του εργασίας, επηγγέλλετο επί τινας μήνας τον κτίστην, εύρισκε δε καιρόν εν τω μεταξύ να επιτηρεί και τον νερόμυλον τον οποίον είχε μετά του αδελφού του. Ήτο καθ’ υπερβολήν θρήσκος, επροσκύνα όλα τα εικονίσματα της εκκλησίας και εθεώρει θεάρεστον έργον να εκτελεί χρέη νεωκόρου, να κρούει τον κώδωνα, να φέρει φωτιάν δια το θυμιατόν, ν’ ανάβει και περιποιείται τα κανδήλια, να βοηθεί τον ιερέα κατά τα βαπτίσια· ελυπείτο δε διότι δεν εγνώριζε γράμματα δια να δύναται να εκτελεί χρέη ψάλτου, αλλ’ ουχ ήττον καθ΄όλην την λειτουργίαν δεν έπαυε να συνοδεύει με σιγανόν μουρμούρισμα την ψαλμωδίαν.

Δεν περιωρίζετο δε η ευσέβειά του, μόνον εις εξωτερικούς τύπους, αλλ’ είχεν αληθείς χριστιανικάς αρετάς. Από το στόμα του δεν εξήρχετο ποτέ ψυχρός λόγος και τόσον ήτο καλοκάγαθος και ταπεινός ώστε οι χωριανοί τον εφαντάζοντο ως μη δυνάμενον να κακοποιήσει και Τούρκον ακόμη.

Δεν είχε κανένα εχθρόν φυσικά, αλλά και από την αγάπην την οποίαν ενέπνεε δεν έλειπεν ολίγη ειρωνεία. Εις τούτο δε συνετέλει προ πάντων η κατασκευή του η σχεδόν καχεκτική και το μικρόν του ανάστημα. Και όταν εις τον χορόν επεδείκνυεν ευστροφίαν κι εχοροπήδα, οι γυναίκες εδάγκωναν τα χείλη των δια να μη ξεκαρδισθούν και εψιθύριζαν μεταξύ των με μικρούς σπασμωδικούς γέλωτας:

-Διάολε, αντρίτσι τ’ Αντρουλιό!

Αλλ΄ο Ανδρουλιός και όταν φανερά έβλεπεν ότι τον εχλεύαζαν, δεν ωργίζετο, ούτε εδυσθύμει· ενίοτε μάλιστα συνεμερίζετο τους γέλωτας και επήδα δυνατώτερα των άλλων ως δια να διασκεδάζει περισσότερον τους θεατάς.

Δεν γνωρίζω εάν δια των υπερβολικών τούτων χοροπηδημάτων ήθελε να επιδείξει και παλληκαρισμόν· το βέβαιον είναι ότι ουδέποτε επροκάλεσεν έριδας και προκαλούμενος υπεχώρει.

Εννοείται ότι τοιαύται αρεταί δεν ενοούντο υπό των πολλών· και ο Ανδρουλιός δεν είχε μεν εχθρούς, αλλά δεν είχε και θαυμαστάς και η μεγάλη του ανεξικακία εθεωρείτο ως δειλία, η δε υπερβολική του αγαθότης ως πνευματική πτωχεία. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Και είναι βέβαιον τωόντι ότι ο Ανδρουλιός δεν ήτο φωστήρας. Έπειτα εκείνο του το ανάστημα, εκείνο το σκαρί του.. Πώς να δώσεις σπουδαίαν σημασίαν εις ένα τέτοιο «αντρίτσι», ως τον απεκάλουν αι γυναίκες;

Εγέλα λοιπόν ο κόσμος μαζί του· όταν δε ήρχισεν η επανάστασις και ηκούσθη ότι ο Ανδρουλιός παρεσκευάζετο να λάβει μέρος εις τον πόλεμον, ανεκάγχασαν και τα νήπια. Πάει στο διάολο η Τουρκιά! Τινές εξέφραζαν τον φόβον ότι δεν ήξευρε να κάμει χρήσιν του τουφεκιού και άλλοι ότι θα το εγέμιζε μέχρι στομίου -κάποιος δε εβεβαίωνε ότι ο Ανδρουλιός εξελάμβανε τον πόλεμον ως χειροπάλαιμα, διό και είχε κόψει τα μαλλιά του σύρριζα δια να μην τον πιάνουν απ’ αυτά οι Τούρκοι.

Ως είδαμεν, και αυτός ο καπετάνιος ο Σαϊτονικολής δεν είχε καλυτέραν περί αυτού ιδέαν. Αλλ’ ο Ανδρουλιός δεν εμνησικάκησε· μετά τινας ώρας μάλιστα εφαίνετο ως να είχε παντελώς λησμονήσει την πικράν του οπλαρχηγού φράσιν. Και εις την πρώτην αψιμαχίαν έλαβε μέρος με την λαζαρίναν του. Τι γέλοια έγιναν μ΄εκείνην την παλιολαζαρίναν, της οποίας το σπασμένο κοντάκι ήτο δεμένον με σπάγγους και η οποία είχε μάκρος τριών πήχεων!

-Μωρ’ αυτό, Αντρουλιό, είνε του Διγενή του Σαραντάπηχου του τουφέκι! του είπε κάποιος.

Κατά την διάρκειαν της μάχης τον έχασαν· είχεν αναμιχθεί ίσως με ξενοχωριανούς ή, το πιθανώτερον, είχε κρυφθή. Μόνον δε κατά την επιστροφήν τον επανείδαν, και το φέσι του ήτο τρυπημένον από δύο σφαίρας. Εξάπαντος το είχε κρεμάσει και το επυροβόλησε με τη λαζαρίνα του. Τουλάχιστον εξησκείτο εις την σκοποβολήν.

Αλλ’ εις την επομένην μάχην η κακολογία εβουβάθη. Ο Ανδρουλιός εμάχετο όρθιος, εντελώς απροφύλακτος. Ενόμισαν ότι το έκαμνεν εξ αγνοίας του κινδύνου και του εφώναζαν να πιάσει μιτιρίζι, αλλ΄ο Ανδρουλιός δεν ηθέλησε ν’ ακούσει.

-Εμένα δε με πιάνει μπάλλα, είπε μετά τη μάχην.

-Δεν σε πιάνει μπάλλα; Πώς το κατέχεις;

-Έχω τίμιο ξύλο.

-Αλήθεια;

-Έχω αυτό, απήντησεν ο Ανδρουλιός σοβαρώς και έκαμε τον σταυρόν του. Δεν το κατέχετε; Όποιος κάνει το σταυρό του άρμα έχει στο πλευρό του.

Μετά τινα καιρόν απεβιβάσθησαν εθελονταί εις την επαρχίαν. Αμέσως όμως στρατός τουρκικός πολυάριθμος τους κατεδίωξε μέχρι του οροπεδίου του Λαπάθου, όπου τους περιεκύκλωσεν. Εθελονταί εφονεύθησαν πολλοί, θα εξωλοθρεύοντο δε όλοι αν δεν τους εβοήθει η ομίχλη και αν έλειπαν οι εντόπιοι επαναστάται, οίτινες υπεστήριξαν την υποχώρησίν των και τους ωδήγησαν να διαφύγωσι δι’ ατραπών και χαραδρών.

Μεταξύ των Κρητών ήτο και ο Ανδρουλιός, όστις πολλούς εθελοντάς έσωσεν. Εις το ανακάτωμα δ’ εκείνο κι εντός της ομίχλης διέκρινεν εγγύτατα ένα φορούντα υψηλόν σκούφον.

-Από δω, πατριώτη! του εφώναξε. Μη πας απ’ αυτού, θα πέσεις στσοι Τούρκους.

Ο φορών τον υψηλόν σκούφον, διηυθύνθη προς αυτόν, αλλ’ όταν επλησίασεν, ο Ανδρουλιός διέκρινεν ότι ήτο Κιρκάσιος. Δεν επρόφθασεν όμως να το καλοσκεφθεί και εκείνος τον οποίον κατ’ αρχάς είχε νομίσει ως εθελοντήν ώρμησε κατ΄αυτού με την λόγχην.

Όπισθεν του Ανδρουλιού ήτο κρημνός στρωμένος με χαλίκια· η δε απόστασις η μεταξύ αυτού και του Κιρκασίου ήτο τόσο μικρά, ώστε δεν έλαβε καιρόν να στρέψει κατά του εχθρού την δολιχόσκιον λαζαρίναν…

Η λόγχη επήρχετο κατά του στήθους του, αλλ΄ο Ανδρουλιός συγχρόνως ερρίπτετο εις τον κρημνόν με μίαν αναφώνησιν:

-Θεέ Δημητρίου!

Και μετά πατάγου, παρασύρων τους χάλικας, κατεκυλίσθη εις τον κρημνόν, προπορευομένης με τον μεταλλικόν της θόρυβον της λαζαρίνας. Εις το κάτω μέρος έμεινεν ακίνητος. Ο δε Κιρκάσιος, αφού επί τινας στιγμάς τον έβλεπε κατακυλιόμενον, τώρα εζήτει μέρος δια να κατέλθει μέχρις αυτού και τον αιχμαλωτίσει ή τον αποτελειώσει. Επί τέλους εύρε μονοπάτι και ήρχισε να κατεβαίνει· αλλά μετ΄ολίγον εκινήθη και ο Ανδρουλιός. Ο Θεός του Δημητρίου είχε βοηθήσει τον νέον Νέστορα, όστις μόνον ασημάντους τινάς εκδοράς και ελαφράν ζάλην είχε πάθει. Αλλά μόλις εσηκώθη, ηκούσθη πυροβολισμός και μία σφαίρα επέρασε πλησίον του. Η λαζαρίνα ήτο ενώπιόν του και ο Ανδρουλιός την ήρπασεν, έρριψε ταχύ βλέμμα εις την πιάστραν και κρακ-κρακ! την έστρεψε κατά του Κιρκασίου…

Νέος πυροβολισμός αντήχησεν εις την χαράδραν και ο Κιρκάσιος κατεκυλίσθη μέχρι των ποδών του Ανδρουλιού νεκρός…

Την επιούσαν έξαφνα ενέσπειρε πανικόν εις το χωριό η κραυγή: -Τούρκοι! Κερκέζοι!

Ο κόσμος έγινεν άνω κάτω· και άλλοι μεν έτρεχαν να πάρουν τα τουφέκια των, άλλοι να προφυλάξουν τα παιδιά των, άλλοι ν΄αποκρούσουν την εισβολήν. Αλλ΄αντί Τούρκων και Κιρκασίων, είδαν ένα μόνον Κιρκάσιον όστις παραδόξως έφερεν επ΄ώμου δύο τουφέκια, ένευε δε μακρόθεν καθησυχαστικώς και εφώναζεν ελληνιστί:

-Μωρ’ εγώ ’μαι, εγώ ’μαι! Μη φοβάσθε!

Δύνασθε να φαντασθείτε τον θαυμασμόν και έπειτα την ευθυμίαν των χωριανών, όταν ανεγνώρισαν τον Ανδρουλιόν εντός του κιρκασιανού ιματισμού, ο οποίος, σημείωσατε, του ήρχετο ολίγον μακρύς και υπέρ το δέον πλατύς.

Τον υπεδέχθησαν με αλαλαγμόν χαράς και περικυκλώσαντες αυτόν τον ηρώτων, ενώ συγχρόνως μετά περιεργείας εξήταζαν τον καυκάσιον ιματισμόν του, του οποίου το στήθος εκάλυπτον αλλεπάλληλοι σειραί φυσιγγιοθηκών.

Παρακάτω συνήντησαν τον καπετάνιον, τον Σαϊτονικολήν, και ο Ανδρουλιός του προσέφερε το όπλον του Κιρκασίου λέγων:

-Αυτό το σισανεδάκι πρέπει να το ’χεις του λόγου σου, καπετάν Νικολή.

Ο Σαϊτονικολής παρετήρησε με θαυμασμόν και πόθον το ωραίον και ελαφρόν όπλον. Αλλ’ ενθυμηθείς ίσως την προσβολήν την οποίαν είχε κάμει προς τον Ανδρουλιόν, του είπε με φωνήν στενοχωρημένην:

-Όχι! όχι! Εσύ το πήρες, εσύ να το ’χεις.

Ο Ανδρουλιός απήντησεν ηρεμώτατα και φυσικώτατα:

-Εγώ θα πάρω άλλο, καπετάνιο.

Από της ημέρας εκείνης ο Ανδρουλιός επωνομάσθη Κερκέζος.