Ο Καλογιάννος
Ὁ Καλογιάννος Συγγραφέας: |
Μὴ μὲ ρωτᾷς ποῦθ᾿ ἔρχομαι, μὴ μὲ ρωτᾷς ποῦ τρέχω·
πατρίδα ἐγὼ δὲν ἔχω
παρὰ τοῦ βάτου τ᾿ ἄγριο, τ᾿ ἀγκαθερὸ κλαρί·
μὲ δέρνει τ᾿ ἀνεμόβροχο, εἶμαι φτωχὸ πουλί.
Ὁ λόγκος τὸ παλάτι μου, καὶ βιό μου εἶν᾿ ἡ χαρά·
πετῶ, κορνιάζω ξέγνοιαστος ὅσο ῾χω τὰ φτερά.
Λίγη δροσούλα τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀκούραστο λαρύγγι
μοῦ τὸ ξεφρύγει, ὅταν διψῶ, καὶ ζῶ μ᾿ ἕνα μυρμήγκι.
Ξυπνῶ τὸ γλυκοχάραμα· τοῦ ἥλιου τὴν ἀχτίδα
φορῶ μαλαμοκέντητη βασιλικὴ χλαμύδα
κι ἀρχίζω τὸ τραγούδι μου. Στὰ σύγνεφ᾿ ἀνεμίζει
περήφανος σταυραϊτός, τὸν κόσμο φοβερίζει,
κ᾿ ἐγὼ τὸν βλέπω καὶ γελῶ... Δὲν τοῦ φθονῶ τὴν τύχη,
οὔτε μὲ σκιάζει τ᾿ ἄσπλαγχνο, τὸ φοβερό του νύχι,
γιατὶ δὲν καταδέχεται μ᾿ ἐμένα νὰ χορτάσει
θεριὸ ποὺ πρὸς τὴ δόξα του βρίσκει στενὴ τὴν πλάση.
Τὸ κράζουν αὐτοκράτορα... τοῦ φόρεσαν κορόνα,
μᾶς τό ῾πλασαν δικέφαλο... τοῦ γράφουν τὴν εἰκόνα...
Στὴ μιὰ τὴ φούχτα νὰ κρατεῖ χρυσὴ τοῦ δίνουν σφαῖρα,
στὴν ἄλλη του γυμνὸ σπαθί... κ᾿ ἐπῆρε ὁ νοῦς του ἀγέρα!
Τὸ πρῶτο τοῦ φθινόπωρου ποὺ φαίνεται λουλούδι
εἶν᾿ ἡ ξανθή μου κυκλαμιά. Ἐγὼ μὲ τὸ τραγούδι
τὴν ἀνακράζω ἀπὸ ψηλά, κ᾿ ἐκείνη στὴ φωνή μου
γοργὰ προβαίνει ὁλόχαρη. Πιστὸν προξενητή μου
τὸ πρωτοβρόχι δέχεται στὸ φτωχικὸ κρεβάτι
καὶ δείχνεται στὸ φίλο της ἐντροπαλή, δροσάτη...
Δὲν σὲ ζηλεύω σταυραϊτέ! Τοῦ πριναριοῦ μου ἡ μάζα
ἀξίζει τὴν κορόνα σου καὶ τὰ χρυσὰ τσαπράζα.
Δὲν ἀνεβαίνω σὰν ἐσὲ καὶ σὰν ἐσὲ δὲν πέφτω
στὴν ἁρπαγή, στὸ σκοτωμό, κι ἄλλο ποτὲ δὲν κλέφτω
παρὰ μὲ τὸ τραγούδι μου καμιὰ καρδιὰ καμένη.
Ἐσὲ σὲ βάφουν αἵματα, ἐμὲ ἡ δροσιὰ μὲ πλένει.
Ζῶ μὲ τὰ φύλλα τὰ χλωρά, μὲ τ᾿ ἄνθη θὰ πεθάνω,
κι ἀφήνω χωρὶς κλάματα τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν πλάνο.
Μιὰ μόνη ἀγιάτρευτη πληγὴ ἔχω βαθιὰ κρυμμένη
στὴν ἄκακή μου τὴν καρδιά, καὶ κάποτε πικραίνει,
διαβάτη, αὐτή μου τὴ χαρά...
εἶχ᾿ ἀγαπήσει μία φορὰ
στὸ πρῶτο τὸ ταξίδι μου μιὰ καλογιαννοπούλα,
γκόλφι τοῦ λόγκου ἀτίμητο, καὶ σὰν ἐμὲ φτωχούλα.
Σ᾿ ἕνα κλαρὶ παράμερο, μακρὰ ἀπὸ κάθε μάτι,
ἐγὼ κ᾿ ἐκείνη ἐστήσαμε τὸ νυφικὸ κρεβάτι,
καὶ μὲ τραγούδια ἀδιάκοπα καὶ μὲ τὸν ἔρωτά μας
κρυφὰ κρυφὰ ἀναθρέφαμε, διαβάτη, τὰ παιδιά μας.
Μιὰ νύχτα ποὺ τὴν ἕσφιγγα γλυκὰ μὲ τὰ φτερά μου
κ᾿ ἔνιωθα μοῦ λαχτάριζε στὴ φλογερὴ ἀγκαλιά μου,
ἀκούω ποὺ τρέμει τὸ κλαρὶ καὶ βλέπω ἕναν ἀστρίτη
ποὺ κοίταζε νὰ καταπιεῖ τὸ φτωχικό μας σπίτι.
Τὰ μάτια ποὺ μοῦ κάρφωσε στὴν ὄψη τὸ θερίο,
ἡ γλῶσσα του ἡ διχαλωτή, τὸ χνότο του τὸ κρύο,
διαβάτη, μ᾿ ἐμαρμάρωσαν... ἐσβήστηκα... δὲν εἶδα
τὴ φοβερή μας τὴ σφαγή... Στὴν πρώτην τὴν ἀχτίδα
τοῦ ἥλιου, ποὺ μ᾿ ἐπύρωσε, ξυπνῶ στὴ γῆ ριμμένο...
Μοῦ λεῖπαν ὅλα τὰ παιδιά... βαρύ, κουλουριασμένο
τὸ σερπετὸ ἐκοιμότουνε μὲς στὴ φωλιὰ χορτάτο
κ᾿ ἡ μάνα ἑτοιμοθάνατη, ποὺ σπάραζε στὸ βάτο,
εἶχε τὴ σάρκα ὁλάνοιχτη... Ὁρμῶ, τὴν ἀγκαλιάζω·
τοῦ κάκου σκούζω, δέρνομαι· τοῦ κάκου τήνε κράζω...
K᾿ ἐκεῖ ποὺ τῆς ἐμάλαζα τὰ ξεσχισμένα στήθη,
διαβάτη μου, τὸ αἷμα της στὴν τραχηλιά μου ἐχύθη.
Κι ἀπὸ τὰ τότε μὄμεινε μὲς στὴν καρδιὰ ἡ πικράδα
καὶ στὸ λαιμὸ παντοτινὰ γραμμένη ἡ κοκκινάδα...
Ἀλλά... δὲ θέλω κλάματα· μακρὰ ἀπὸ μένα ὁ πόνος.
Βασιλικὸ παλάτι μου εἶναι τ᾿ ἀράμνου ὁ κλῶνος
καὶ βιό μου εἶν᾿ ἡ χαρά.
Θέλω νὰ ζήσω ξέγνοιαστος ὅσο ῾χω τὰ φτερά.