Ο Κακόμης
Συγγραφέας:



Ανάμεσα από τους βαστάζους της παραθαλασσίας πόλεως, τα πρωτεία είχεν αξίως ο Αποστόλης ο Κακόμης. Όλοι τον ανεγνώριζαν ως «χαμάλμπασην». Εσήκωνεν, ως έλεγον, περί τας εκατόν πενήντα οκάδας. Ήτο κυρτός εκ σωματικής κατασκευής, κυρτότερος δε είχε γίνει από το επάγγελμα. Έκυπτε διά να τον φορτώσουν, κι έλεγε: «Όσο να μου φορτώσουν το τσουβάλι μια· τώρα πάει μοναχό του».

Διηγείτο εις τους άλλους συναδέλφους του, ότι, μεταξύ των φορτηγών ζώων, η καμήλα έχει το μέγα χάρισμα να γονατίζει έως ότου την φορτώσουν, ύστερον, φορτωμένη, να σηκώνεται και να βαδίζει.

Και όχι μόνον αυτό, αλλά και άλλο χάρισμα έχει η καμήλα· να μένει νηστική πολλάς ημέρας κατά την πορείαν, δροσιζομένη εσωτερικώς από την τηκομένην πιμελήν της ιδίας της καμπούρας της. Είχεν ιδεί πολλάς καμήλους ο Αποστόλης ο Κακόμης, επειδή είχε διατρίψει καιρόν τινά εις την Αίγυπτον· και όχι μόνον εις την Αίγυπτον, αλλά και εις άλλα μέρη είχε διατρίψει, όπως εις την Σμύρνην, την Σαλονίκην, σιμά εις τους Εβραίους, και εις την Ντούνα πάνω (τον Δούναβιν), όπως έλεγεν. Ήτο σχεδόν κοσμογυρισμένος.

Ήξερε ξένας γλώσσας. Όχι μόνον τουρκικά, αλλ’ αράπικα, βλάχικα, κι εβραίικα. Ήξευρε «τσίτσι φάτσι; γκίνε» και «άλτρος κάβος κονταρέμους» και «για τάλε, για μαξούρα», και τόσα άλλα. Όλοι οι συνάδελφοί του τον είχον ως σοφόν.

Ήτον πράγματι από οικογένειαν του τόπου, είχε μάθει γραμματάκια και είχε ξενιτευθεί. Όταν επέστρεψεν εις την πατρίδα, όλοι ενόμισαν ότι επ’ ολίγον θα έμενεν εκεί, ή αν έμενε, θα είχε φέρει τίποτε οικονομίας, και θα ήνοιγεν ίσως κανένα μαγαζάκι.

Αλλ’ έξαφνα, μίαν πρωίαν, τον είδαν να στέκει εις την παραθαλάσσιον αγοράν, σιμά εις τον τόπον των δημοπρασιών, φέρων την χαμαλίκαν και μικρόν κουβαριασμένον σχοινίον.
-Τι τρέχει, Αποστόλη;… Αποφάσισες να γίνεις χαμάλης;
-Αυτό είναι το πλέον ελεύθερον επάγγελμα, απήντησεν ο Κακόμης· άλλο καλύτερο δεν ηύρα.


Τω όντι! Αφού εκουβάλα το πρωί όσα σακκιά αλεύρου ή οσπρίων ήσαν διά κουβάλημα ή άλλο εμπόρευμα οποιονδήποτε, κι έπαιρνε τον κόπον του, «με την στράτα» ή «ξεκοπή», κατά την συμφωνίαν, έμβαινεν εις του Αλέξη του Γατζίνου το καφενεδάκι, έπινε την μαστίχαν του, έπιανεν έναν μικρόν καυγάν με τον Αλέξην, όστις ήτο παράξενος, και συνήθιζε να τον πειράζει:
-Εσέν’ αυτό το επάγγελμα σου έπρεπε· μόνο για χαμάλης ήσουν ικανός.
-Εσύ δεν ήσουν για τίποτε, απήντα γελών ο Αποστόλης, πόσω μάλλον για χαμάλης!

Είτα ευθύς έβγαινεν από την επάνω πόρταν του μαγαζιού, την προς τον μαχαλάν, διήρχετο τον λιθόστρωτον δρομίσκον, κι έφθανεν εις τον φούρνον του Μπάρμπα-Μάρκου του Βούργαρη. Εκεί είχε βαλμένον πάντοτε το τακτικό του γιουβέτσι της ημέρας, το οποίον ήτο έτοιμον περί τας δώδεκα της μεσημβρίας.

Εστρώνετο επάνω εις τον σοφάν σταυροπόδι, σιμά στο «κεπένι» του φούρνου, έπαιρνε μισό ψωμί ή κατά προτίμησιν δύο λαγάνες, έτρωγεν όλον το γιουβέτσι, έπινε μισήν οκάν κρασί, και «το έπαιρνε δίπλα», ή επάνω εις τον σοφάν του φούρνου ή εις την παγκέτταν της γειτονικής ταβέρνας, κι ερροχάλιζε πολύ γοερά, επί δύο ώρας και μισήν, το θέρος, ή μόνον επί μίαν ώραν τον χειμώνα.

Εξυπνούσε με την άνεσίν του, παρήγγελλε καφέ, τον έπινεν, εκάπνιζεν ενίοτε ένα τσιγαράκι, αν του επρόσφερέ τις, σπανιώτερον κανένα ναργιλέ, εσηκώνετο, με ραστώνην, έφερνε δύο βόλτες εις την αγοράν, επήγαινεν όπου τον εζητούσαν διά να κουβαλήσει πάλιν ολίγα τσουβάλια, ειργάζετο το πολύ δύο ώρας το απόγευμα.

Αν του επαρουσιάζετο τότε καμμιά δουλειά, η οποία να μην του φαινόταν πολύ κατεπείγουσα, όπως π.χ. κουβάλημα και πλύσιμον βαρελιών εις την θάλασσαν, εφώναζεν εις τον εργοδότην.
-Άφησε, αύριο! Είναι κι αύριο μέρα.

Επετούσε τότε τη χαμαλίκα, το σχοινί του, αφού έπαιρνε τας ολίγας δεκάρας διά την εργασίαν την απογευματινήν, και διηυθύνετο από έναν δρόμον πολύ πλάγιον, προς την επάνω ενορίαν, και σιγά-σιγά έφθανεν εις κανένα κατώγι, όπου εκρασοπουλούσαν εις τους χαμάληδες. Διότι πολλοί μικροαμπελοκτήμονες, μη συμφωνούντες με τους εγχωρίους μπακάληδες να δίδουν χονδρικώς το κρασί των, άνοιγαν το βαρέλι και το ελιανοπωλούσαν, ή το «εμοσχοπωλούσαν», κατ’ οίκον.

Πολύ συχνά συνέβαινε να είναι γυναίκα η πωλήτρια, και κάποτε μάλιστα να είναι καμμία νεαρή χήρα «που να γυαλίζει» –τότε η εξόδευσις του κρασιού εγίνετο ταχύτερα και η συρροή των οινοποτών, μάλιστα κατά τας Κυριακάς και εορτάς, πολύ μεγαλύτερα εις το κατώγι ή έξωθεν της θύρας. Οι θαμώνες εκάθηντο επί πενιχρών σκαμνίων ή επί πεζούλας εκ λίθων, κι εκουτσόπιναν και ελιανοτραγουδούσαν.

Τοιαύτα κατώγια ποτέ δεν έλειπαν να είναι ανοικτά κατά καιρούς, και μάλιστα το χειμώνα. Ο Αποστόλης τα εγνώριζεν όλα, και ήτον ο πρώτος που εδοκίμαζε το ευώδες, γνήσιον κρασί, επειδή πολλάκις έκαμνε τον διαλαλητήν ο ίδιος, κι εκήρυττεν ανά τους διαφόρους μαχαλάδες, ποίος άνοιξε καλό κρασί, ποίος έφερε φασόλια ή κρομμύδια εις την αποβάθραν και πως «στην ασκάλα φέρανε αλεύρι καλό, ένα μουσαφίρικο καΐκι… Ιδού και η μόστρα κλπ».

Εκεί λοιπόν κατηύθυνε το βήμα του ο Αποστόλης, κι έπινε. Παρήγγελλε κατ’ αρχάς εις τον οινοπώλην ή την οινοπώλιδα «μισή οκά στο ένα». Είτα, συνήθως, κατόπιν, ένα εκατοσταρικάκι. Επλήρωνε το όλον είκοσι λεπτά, 15 διά την μισήν οκάν, και 5 διά τα εκατόν δράμια, ο λογαριασμός εγίνετο σκαληνός, επειδή η οκά ετιμάτο συνήθως λεπτά 25 – εκάθητο σταυροπόδι, ή εις την πεζούλαν, ή επ’ αυτού του κατωφλίου της ταβέρνας, έπινεν αργά-αργά, ενετρύφα εις το άρωμα του οίνου, και το έφερνεν ίσα-ίσα με την ώραν που θα ήκουε την καμπάνα του εσπερινού. Τότε αμέσως έκανε τον σταυρόν του, έπινε το υπόλοιπον, κι έφευγεν. Επέρνα από την εκκλησίαν, διά να κολλήσει κανένα κερί.


Το βράδυ, εις το βασίλεμα του ήλιου, έκαμνε μικράν διάχυσιν, συνισταμένην εις κοκορέτσι και τίποτε άλλο, μαζύ με τους συναδέλφους του, τους βαστάζους της αγοράς. Μόλις ενύκτωνεν, ο Κακόμης ηγόραζε δέκα πέντε λεπτών ψωμί και τυρί ή ελιές και ταραμάν, κατά την ημέραν, κι εδείπνει εις ένα τραπέζι της ταβέρνας της παραθαλασσίας. Εδώ έπινε μόνον ένα εκατοστάρι κρασί ξίκικο-νερωμένο, νοθευμένο, χωρίς άρωμα –κι επλήρωνε μίαν δεκάραν. Ήτο πολύ ακριβώτερα εδώ.

Κατά τας νηστησίμους ημέρας, επειδή το μεσημβρινόν γιουβέτσι ήτο σαρακοστιανόν, έκαμνε οικονομίαν 30 ή 40 λεπτών την ημέραν. Τα ολίγα ταύτα κέρματα έδιδε τακτικά ως συνδρομήν και εις άλλα μέρη, δικά του, και συχνά εις ένα, Χατζή καλούμενον, πρώην αχθοφόρον, όστις είχε γηράσει πολύ, ελεεινός, πάμπτωχος, με πρησμένα τα πόδια και δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει.


Όταν τον επέπληττε κανείς, διατί να πίνει τόσον πολύ, και ήθελε να τον νουθετήσει, ο Αποστόλης απελογείτο:
-Ελπίζω να μην σώσω να γίνω σαν τον Χατζήν!

Και τω όντι δεν έσωσε. Ο Αποστόλης απέθανε πεντηκοντούτης. Είχε προεξοφλήσει κι αυτός, ο δυστυχής, «το μέλλον του» -όπως και τόσοι άλλοι!

Και εις αυτό, και εις άλλα πράγματα ακόμα, δεν ωμοίασε με τον Χατζήν –ούτε με άλλον ένα συντεχνίτην του, Μπαλντογιάννην, περί του οποίου έλεγε:
-Α! να ήμουν, τουλάχιστο, σαν τον Μπαλντογιάννη, που έχει γυναίκα και παιδιά, και θα έχει περιποίησι στα γηρατειά του… Βάλτε με το νου σας! Αφού παίρνει κάθε βράδυ μιάμιση οκά κρασί στο σπίτι… για να πιουν όλοι, να μεθύσουν, και να μην του γυρεύουν ψωμί!

Ούτος ο Μπαλντογιάννης, κατά τα τελευταία έτη του σταδίου του, αντί πάσης αχθοφορικής εργασίας, επροτίμησε να κουβαλά νερό στα σπίτια. Εύρισκε δε, κατ’ αυτόν τον τρόπον, όχι μικράν διασκέδασιν, την οποίαν δεν εκρατείτο να μη μεταδώσει και εις τους άλλους.

Ο Κακόμης, κοντά εις άλλα προτερήματα, ήτο πράος, ήρεμος, εδραίος, και ως άνθρωπος και ως βαστάζος. Ούτε έδιδε προσοχήν εις κακογλωσσίας και ραδιουργίας, ούτε ηρώτα ποτέ να μάθει πράγματα έξω του κύκλου του, ούτε τον έμελλε τι κάμνουν οι άλλοι. Αλλ΄ο αρχαίος συνάδελφός του, Ο Μπαλντογιάννης, εις τις γειτονιές, όπου επήγαινεν, εις τα στενά σοκάκια, εις τα προαύλια, εις τα σπίτια, παντού, είχε τ’ αυτιά του μαζί του. Ήκουε πάντοτε μισές ομιλίες, απεσπασμένα λόγια, οικογενειακάς έριδας, και με τα τμήματα ταύτα κατεσκεύαζεν ολοκλήρους ιστορίας, κι εκαυχάτο ότι εγνώριζε όλα τα μυστικά της γειτονιάς.

«Το καλό το πηγάδι» από το οποίον έπινον κατά προτίμησιν όλ’ οι κάτοικοι, κείμενον έξω της εσχατιάς της πόλεως, απείχε πολλάς εκατοντάδας βημάτων από πάσαν συνοικίαν. Όταν επήγαινεν εις τον δρόμον του, φορτωμένος την πελωρίαν στάμναν, καθ’ οδόν εγέλα μόνος του, και πολλάκις ωμίλει μεγαλοφώνως προς εαυτόν. Ήτο γεμάτος από νέα των διαφόρων μαχαλάδων, τα οποία δεν ηδύνατο να χωνέψει.

Όταν την εσπέραν έβλεπε πουθενά τον παπα-Σταμάτην, τον πνευματικόν, βραδέως βαίνοντα, με την ράβδον υπό μάλης, επιστρέφοντα από τον εσπερινόν, εφώναζε μακρόθεν, να σταματήσει.
-Παπά!... παπά!

Ο παπα-Σταμάτης έστρεφε βλέμμα οπίσω.
-Τι είναι πάλι, Γιάννη;
-Μα στάσου, παπά! θα σου το πω, δεν μπορώ… θα σου το «ξομολογηθώ» για να ξαλαφρώσω τη συνείδησί μου.
-Τώρα, μέσα στο δρόμο;… έλα στο κελλί, βλοημένε, να σε εξομολογήσω.
-Μα δε βαστώ… μήπως γελαστώ και το πω το βράδυ της Ρεβέκκας. Καλύτερα να το πω στην αγιοσύνη σου, για να ξεσκάσω.

Εννοούσε ότι ήτο φόβος, μήπως το διηγηθεί εις την ιδίαν σύζυγόν του. Αν το εξωμολογείτο εις τον παπάν, θα ησύχαζε πλέον, και ο πειρασμός της ακριτομυθίας θα έφευγε.

Και αφού ο παπάς ίστατο παρά τινα γωνίαν του δρόμου, ο Γιάννης, φέρων την στάμναν επ’ ώμου, άρχιζε να του διηγείται.
-Δεν ξέρεις τι είδα σήμερα στον Απάνω Μαχαλά· η τάδε εμάλωσε με τον άντρα της, κι εκείνος εσήκωσε το χέρι να την χτυπήσει… εκείνη έβαλε τις φωνές, κι εμαζεύθηκε κόσμος, κι έγιν’ ένα πατιρντί!... Ήτο να γελάει, που δε γέλασε.

Ή:
-Δεν έμαθες τι έγινε σήμερα έξω, στ’ Αλώνια, ή απάνω στα Γελαδάδικα… η τάδε έδιωξε τον άντρα της απ’ το προικιό της το σπίτι… τον εκλείδωσε απ’ έξω και του είπε να μην ξαναπατήσει στο κατώφλιο…

Ή: η γριά Π. έβαλε μαναφούκια σ’ ένα ανδρόγυνο, κι είναι στην ακμή να χωρίσουν… Τι αντροχωρίστρες αυτά τα λαδικά! Ή: ο γερο-κολασμένος Φ. γύρεψε να ξεγελάσει ένα φτωχό κορίτσι …κλπ…κλπ.

Είτα, ο Μπαλντογιάννης:
-Αυτά, παπά μου, και να έχουμε και καλό ρώτημα… τώρα, δόσε μου την ευκή σου, και νάρθω να μου διαβάσεις την συγχωρητική ευκή… να χαίρεσαι το πετραχήλι σου!
-Καληνύχτα, Γιάννη! ελπίζω, αυτές θα είναι οι ξένες αμαρτίες, οι τελευταίες που μου λες… αποφάσισε και συ μια φορά να πεις τις δικές σου, και τότε να σου διαβάσω την συγχωρητικήν ευχήν.


Ας επανέλθωμεν εις τον Αποστόλην. Ούτος, μετά το δείπνον του, άφηνε την χαμαλίκαν του, το σχοινί του, εις μίαν άκρην, υπό την παγκέτταν της ταβέρνας, κι επήγαινε να κοιμηθεί.

Εκατοικούσε μέσα εις ένα αχούρι εντός κήπου, εις την εσχατιάν της πολίχνης, κοντά στ’ Αλώνια. Επλήρωνεν εκεί μίαν δραχμήν ενοίκιον τον μήνα εις τον γερο-Άγγουρον, τον ιδιοκτήτην της αχυραποθήκης και του κήπου.

Προ ολίγων χρόνων ακόμη έμενεν εις το πατρικόν του χαμόγειον σπιτάκι, το οποίον εσώζετο, πλην εσχάτως το είχε δώσει ως προίκα εις την αδελφήν του, την Χρυσήν, ορφανήν πατρός και μητρός, ορφανός ο ίδιος, την οποίαν είχε φροντίσει να υπανδρεύσει.

Ήτο αδελφή πολύ νεωτέρα αυτού, ετεροθαλής, θυγάτηρ της μητριάς του, η οποία μετρίως είχε περιθάλψει τον πρόγονόν της. Ο Αποστόλης έδωκεν εις την αδελφήν του, όχι μόνον τον μικρόν οικίσκον, αλλά και πεντακοσίας δραχμάς, τας οποίας είχεν «από τις πλάτες του» κυριολεκτικώς.

Εσχάτως, η αδελφή του, νεαρά ακόμη, είχε αποθάνει λεχώ, αφήσασα δύο ορφανά. Ο Αποστόλης δεν ηδυνήθη να κλαύσει.
-Αχ! άλλη ορφάνια πάλι, είπε μόνον.

Και ό,τι ηδύνατο, εβοηθούσε κάπως τα τάχιστα τεθέντα υπό την μητρυιάν ορφανά της αδελφής του.


Μετά εν έτος, ο Αποστόλης αρρώστησε βαριά και απέθανε κατά Ιούνιον μήνα.

Η χαμαλίκα του, παραπεταμένη επί ημέρας εκυλίετο παρά την γωνίαν του εξοχικού δρόμου, έξωθεν του κήπου της αχυραποθήκης.

Την νύκτα της 23ης, οπότε εξημέρωνε του Αγ. Ιωάννου του Κλήδονα (ήτοι το Γενέσιον του Προδρόμου), οι μάγκες της γειτονιάς, ολίγον παρέκει, είχαν ανάψει μεγάλην φωτιάν, κι επηδούσαν άνωθεν ταύτης, κατά το έθος. Αφού έκαυσαν όλα τα κλαδιά του «καματηρού» (ήτοι των μεταξοσκωλήκων), όσα είχον κλέψει οι ίδιοι και όσα τους είχον δώσει οι γειτόνισσες, καθώς και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς, μερικών οικιών, καθώς συνηθίζεται, εν από τα παιδιά είδε την χαμαλίκαν, και την εκλώτσησε προς τα εκεί.
-Να, βρε παιδιά, η χαμαλίκα του συχωρεμένου τ’ Αποστόλη. Καλή είναι, τι λέτε;
-Μην έχει βρυκολακιάσει ο Αποστόλης κι είναι κρυμμένος μέσα, βρε παιδιά! είπεν ένας άλλος μάγκας.
-Ακόμα καλύτερα! Ρίξτε την στη φωτιά, να καεί ο βρυκόλακας!

Η χαμαλίκα, ξεκοιλιασμένη, γεμάτη θρυμματισμένα άχυρα, φέρουσα επάνω της όλα τα ίχνη της καθημερινής επαφής με τόσα και τόσα τσουβάλια, και βαρέλια, και μπάλες εμπορευμάτων, ακόμη και πολλά μόρια πίσσης και ρητίνης, ριφθείσα εις το πυρ, ελαμπάδιασεν αμέσως, και επέτα τας φλόγας εις φοβερόν ύψος.

Ο πρώτος μάγκας, ο Γιάννης ο Φύλακας, όπως εκαλείτο από τους άλλους, επήδησε τολμηρώς επάνω από την φουντωμένην φωτιάν τρεις φορές και συγχρόνως τού ήλθε να φωνάξει·
-Θε-σχωρέσ’ και τον καημένον τον Αποστόλη.

Ο δεύτερος μάγκας, ο Μήτσος το Ψάρι, όπως τον ωνόμαζαν, διαδεχθείς τον πρώτον εις το πήδημα, ηθέλησε να παρωδήσει την επιφώνησιν, το «Θε-σχωρέσ’»· έτρεψε το αρκτικόν οδοντόφωνον δασύ εις ομοιοπνεύματον ουρανισκόφωνο, σχηματίσας ασεβές λογοπαίγνιον.

Μόλις εξέφερε την φράσιν, και κατά παράδοξον σύμπτωσιν, η μεγάλη φλόγα εφούντωσεν ακόμη υψηλότερα, εις στήλην πυρός τρομακτικήν. Μικρόν απόκαυτρον επετάχθη και, παραδόξως, εκόλλησεν εις τα χείλη του Μήτσου.

Μόνον επί τινα μόρια δευτερολέπτου έμεινεν αναμμένον το απόκαυτρον, κολλημένον εις το στόμα του μικρού μάγκα, πριν ούτος κατορθώσει να το αποπτύσει ή να το ξεκολλήσει με την χείρα του. Αλλά το μικρόν διάστημα ήρκεσε, διά να του καύσει και τα χείλη και την γλώσσαν.

Το γεγονός δεν το είδον μόνον τα παιδιά, αλλά και δύο ή τρεις γυναίκες της γειτονιάς, αίτινες και το διηγήθησαν. Ως συγκυρία, ήτο πολύ παράδοξον.