Ο Δερβίσσης
Ὁ Δερβίσσης Συγγραφέας: Μεταφραστής: Μιχαήλ Αργυρόπουλος |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
Ἕνας ἔρημος Δερβίσσης ’σ ἕνα φτωχικὸ τζαμὶ
χάρισμα, γιὰ τὴ ψυχή του τὸ ναμάζι ’τραγωδοῦσε.
Μὰ ἦταν ἡ φωνή του τέτοια, ὅπου ὅποιος ἐπερνοῦσε,
τὤκοβε μὲ γληγοράδα καὶ μὲ φόβο ’σ τὴ στιγμή.
Ὁ Ἐμίρης τοῦ τζαμιοῦ του ἦταν ἄνθρωπος σωστὸς
καὶ δὲν ἤθελε ὁ καϋμένος τὸν φτωχὸ νὰ τὸν λυπήσῃ.
Τὸν φωνάζει καὶ τοῦ λέγει μιὰν ἡμέρα: — αἴ Δερβίσση!
Εἶσαι ἄνθρωπος μ’ ἀξία καὶ ’σ τὸν κόσμο ξακουστός.
Εἶναι κρῖμα ἡ φωνή σου ἐδῶ μέσα νὰ χαθῇ!…
Κ’ ἐπειδ’ οἱ παλῃοὶ χοντζάδες, ἀπὸ ποιὸ παλῃὰ συνήθεια,
Πέρνουν ἀπὸ πέντε ἄσπρα ὁ καθένας γιὰ βοήθεια,
Πάρε δέκα, καὶ πορεύσου ὅπου ἡ Δόξα σὲ ποθεῖ!…
Ἐσυμφὤνησ’ ὁ δερβίσσης κ’ ἔφυγε ’σ τὰ πεταχτά.
Μὰ σὲ ’λίγαις πάλι μέραις νά σου τὸν καλό σου ’πίσω:
— Ἄχ! μ’ ἐζημίωσες ἐφένδη κ’ ἦλθα νὰ σ’ τ’ ὀμολογήσω:
Μὧχεις δώσει γιὰ νὰ φύγω, δέκα ἄσπρα μαζεχτά.
Μὰ ἐκεῖ ποῦ ’πῆγα, μὤχουν δόσει εἴκοσι τὴν ὥρα,
γιὰ νὰ φύγω… τί τὰ νὰ κάμω; Δὲν τὰ δέχθηκα ὡς τώρα…»
Γέλασ’ ὁ Ἐμίρης κ’ εἶπε: — Ὄχι μὴ δεχθῆς ποτέ,
Γιατί ἔτζι θὰ σοῦ δώσουν ἴσως κ’ ἑκατό, κουτέ!…