Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του
Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του Συγγραφέας: |
Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΙ ΤΟΥ
Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος
θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.
Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.
Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο
νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,
καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.
Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἅρματα νὰ κρεμᾶνε.
Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.
Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἅρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.
Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.
Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,
τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.
Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,
ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι
κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος
θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν
καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,
θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,
γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει
καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος
καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη
καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω
θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.
Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,
ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:
«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».
Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια
ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.
Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι
βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει
φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο
πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,
τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...
Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.
Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη
μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται
ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.
Ο ΚΙΤΖΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ
Σ' ἕνα κοντρὶ θεόχτιστο κάθεται διπλοπόδι
ἕνας γεροπαλλήκαρος, ὁ Κίτζος ὁ Σουλιώτης.
Ἔχει τὴν τρίχα κάτασπρη σὰν τὴν κορφὴ τοῦ Πίνδου.
Πόσαις ἀντάραις καὶ χιονιαῖς τ' ἀσπρίσαν τὸ κεφάλι!
Μὲ τὤνα χέρι ἐχάϊδευε ὁλόχρυσα πιστόλια,
μὲ τἄλλο χέρι του ἔστριφεν ἄσπρο, μακρὺ μουστάκι.
Ἐμπρὸς στὴ φουστανέλλα του κοίτεται ξαπλωμένο
ἕνα μιλλιόνι ξακουστό, πἄστραφτε σὰν ἀστερι.
Σὰν ὄχεντρα φαρμακερή, ποὺ καρτερεῖ νὰ κρούξῃ,
ἔδειχνε τὸ κεφάλι του τὸ δαμασκὶ σπαθί του,
κουλουριασμένο κι' ἄγρυπνο κρυμμένο στὴ φλοκάτη.
Ὤχ! νἄμουνα μὲς τὴν καρδιὰ τοῦ Κίτζου τοῦ Σουλιώτη,
νὰ μέτραγα τοὺς χτύπους της, νἄνιωθα τὴ λαχτάρα!
Τὰ μάτια του κατάμαυρα, στὴν Κιάφα καρφωμένα,
βράζουνε μὲς τὸ δάκρυ τους καὶ στάζουνε φαρμάκι.
Ἐκύτταζε κ' ἐκύτταζε! Τὸ αἷμ' ἀπ' τὴν καρδιά του
σὰν ἄγριο κῦμα χύνεται, τὰ στήθια του πλακώνει.
Ἐφούσκωσαν οἱ φλέβες του σὰ φείδια στὸ λαιμό του,
καὶ λὲς θὰ τόνε πνίξουνε. Μὲ μιᾶς ἀναστενάζει...
Τὶ στεναγμὸς ἦταν ἐκειός· ξυπνᾷ καὶ πεθαμένους!
Ἕνα γεράκι διάβαινε ψηλὰ ψηλὰ στ' ἀγέρι
καὶ σταματάει τὸ φτερὸ καὶ κάθεται μπροστά του.
- Κίτσο Σουλιώτη, ἐδιάβαινα, ἐπήγαινα στὴ Δύσι,
καὶ σἄκουσα ποὺ στέναξες κ' ἦρθα νὰ σὲ ρωτήσω.
Πές μου καὶ σὺ τὸν πόνο σου, πὲς μου τὴν δυστυχιά σου.
Πουλὶ δὲν εἶμαι τῆς χαρᾶς, εἶμαι πουλὶ θανάτου.
- Πέτα, γεράκι, διάβαινε. Ἐσὺ ψηλὰ στὰ γνέφη
ἔχεις φτερὰ τὴν ἀστραπή, φωτιὰ τ' ἀστροπελέκι,
καὶ δὲ γνωρίζεις σίδερα καὶ δὲ φοβᾶσαι ἀφέντη.
Πέτα, γεράκι, διάβαινε, κι' ἄν πᾷς πέρα στὴ Δύσι,
καὶ δὲν σοῦ κόψουν τὰ φτερὰ καὶ κόψουνε τὰ νύχια
πὲς τους πὼς μ' ηὗρες μοναχὸ ποὺ κύτταζα τὸ Σοῦλι,
ποὺ κύτταζα τὴ στάχτη του κ' ἔκλαιγα τὴν ἐρμιά του.
- Οἱ πεθαμένοι θὰ σκωθοῦν στὴν ἄλλη παρουσία,
τώρα γυρεύω ζωντανούς. Τρέχα, Σουλιώτη, τρέχα.
Ἡ μάνα μας ἐξύπνησεν ἀπ' τὸν βαθύν της ὕπνο
καὶ μέσ' Ἀπὸ τὸ μνῆμά της φωνάζει στὰ παιδιά της
τὸ χέρι νὰ τῆς δώσουνε τὴν πλάκα νὰ σηκώσῃ.
Πέταξε, ἀνέβα στὰ βουνά, ν' ἀκουρμαστῇς, ν' ἀκούσῃς,
νὰ ἰδῇς τὴ νεκρανάσταση, νὰ ζεσταθῇ ἡ καρδιά σου.
- Ἔχεις ἀνθρώπινη λαλιὰ καὶ δὲ μοῦ λὲς ποιός εἶσαι;
- Κίτσο Σουλιώτη, πίστεψε, εἶμ' ἡ ψυχὴ τοῦ Ρήγα.
- Ἡ Δύση σὲ παράδψκε καὶ σὺ στὴ Δύση τρέχεις;
- Σὰ ἰδῇ πῶς μὲ σταυρώσανε κ' ἡ Δύση θὰ πιστέψῃ.
Χτυπάει, ἀνοίγει τὰ φτερά, χάνεται τὸ γεράκι.
Ἐμβῆκε μὲς τὰ σύγνεφα, διαβαίν' ἀπὸ τὴν Πάργα
καὶ χαμηλώνει τὰ φτερὰ νὰ ἰδῇ τὴ σταύρωσή της.
Τὴν εἰδε κι' ἀνατρίχασε, ἐσπάραξ' ἡ καρδιά του!
Τὸ φονικὸ τἀνέλπιστο τοῦ τὤχαν μαρτυρήσει
κ' ἐκεῖνος δὲν τὸ πίστεψε κ' ἦλθε νὰ ἰδῇ τὸ μνῆμα.
Ἁρπάζει μὲς τὰ νύχια του τῆς κιτριᾶς τὰ φύλλα
τ' ἀγκάλιασε σὰν ὀρφανά, σὰν τὰ παιδιὰ τῆς Πάργας,
κ' ἐπήγανε στὴν ξενιτειὰ νὰ κλάψουν τὸν καϋμό τους.
Σουλιώτη, μὴ τοὺς καρτερεῖς. Ποιὸς ξέρ' ἄν θὰ γυρίσουν.
Σύρε στὴ μαύρη μάννα σου, σύρε καὶ σὺ νὰ δώσῃς
τ' ἀνδρεῖά σου γεράματα, τὸ ἔρμο σου κουφάρι·
καὶ πέσε ν' ἀποκοιμηθῇς. Θ' ἀναστηθῇ τὸ Σοῦλι!