Ο Γαληνοφόρος
Συγγραφέας:


Συντροφιά με το Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
ως να φτάση κι η στερνή
στιγμή, να ξεψυχήσω.

Ναν’ αυτός για μένα πια
και μάνα και πατέρας,
όσο να χτυπήσ’ η αργή
καμπάνα της εσπέρας.

Η καμπάνα του βραδιού
με τον απόκοσμο ήχο,
που γκρεμίζει των φθαρτών
και πρόσκαιρων τον τοίχο.

Συντροφιά με το Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
την αγάπη του, θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω.

Και τα στήθια είναι στενά
κι ανοίγουν και πλαταίνουν,
κι όσο πιο πολύ αγαπούν
τόσο και δε χορταίνουν.

Σαν τριαντάφυλλο ανοιχτό
στον ανοιξιάτικο ήλιο,
πρόσχαρη η ψυχή μου ανθεί
στης χάρης το βασίλειο.

Ζη κι ανθεί κι ολόβολη
μοσκοβολά απ’ τα μύρα,
και χορεύει σαν πουλί
για τη χρυσή της μοίρα.

Σαν πουλί, και διαλαλεί
στη μαγεμένη φύση,
τη μεγάλη αγάπη της
που στην καρδιά 'χει κλείσει.

Και το παίρνουν οι πνοές
κι οι αύρες μεσ’ στα δάση
το γλυκό κελάδημα,
και το σκορπούν στην πλάση.

Τ΄ άκουσαν κι οι λεμονιές,
στα περιβόλια πέρα,
κι ανατρίχιασαν γλυκά
στην γαλανήν εσπέρα.

Κι είναι το τραγούδι μου
τραγούδι στ’ Όνομά Του
που νικά τη δύναμη
της ζωής και του θανάτου.

Στ’ Όνομά Του το γλυκό
και τρισαγαπημένο,
που το κρύβω μέσα μου
κι είναι παντού γραμμένο!

Τ’ Όνομά Του, ω ναι, παντού
χρυσόγραφτο το βρίσκω
στου ήλιου την πυρή θωριά,
στου φεγγαριού το δίσκο.

Στ’ άστρο εκεί που τρέμει, λες,
να στάξη, σαν το δάκρυ
στο λουλούδι π΄ άνοιξε
στου κλωναριού την άκρη.

Στα ζεφείρια του γιαλού,
στους ήχους των κυμάτων,
στ’ άρωμα που οι ζέφυροι
σκορπούν στο πέρασμά των.

Μεσ’ στο λυσσομανητό
της μεσονύχτιας μπόρας
και στην άπειρη σιωπή
της πιο γαλήνιας ώρας.

Στα χιονόσκεπα βουνά,
στων ουρανών τα πλάτια,
στα γαλάζια άλλου ουρανού:
τα’ αθώου παιδιού τα μάτια.

Στ’ αηδονιού το λάλημα,
στην ευωδιά του κρίνου,
ως και στ’ άχαρο άνθος του
κατσαρομάλλη πρίνου.

Και το βρίσκω τ’ Όνομα,
το μυριαγαπημένο,
σ’ όλες τις αγνές καρδιές
βαθιά χρυσογραμμένο!

Βρίσκω το και τραγουδώ
και στήνω πανηγύρι
και μεθώ με της Χαράς
το ευφρόσυνη ποτήρι.

Ας χαρούν αντάμα μου
και στην γιορτή μου ας ψάλλουν
πλάσματα και πνεύματα
του κόσμου αυτού και τ’ άλλου!