Ο Βασιλεύς Δημήτριος
Ὥσπερ οὐ βασιλεύς, ἀλλ' ὑποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιὰν ἀντὶ
τῆς τραγικῆς ἐκείνης, καὶ διαλαθὼν
ὑπεχώρησεν.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Σὰν τὸν παραίτησαν οἱ Μακεδόνες
κι ἀπέδειξαν πὼς προτιμοῦν τὸν Πύρρο
ὁ βασιλεὺς Δημήτριος (μεγάλην
εἶχε ψυχή) καθόλου - ἔτσι εἶπαν -
δὲν φέρθηκε σὰν βασιλεύς. Ἐπῆγε
κ' ἔβγαλε τὰ χρυσὰ φορέματά του,
καὶ τὰ ποδήματά του πέταξε
τὰ ὁλοπόρφυρα. Μὲ ρούχ' ἁπλὰ
ντύθηκε γρήγορα καὶ ξέφυγε.
Κάμνοντας ὅμοια σὰν ἠθοποιὸς
ποῦ ὅταν ἡ παράστασις τελειώσει,
ἀλλάζει φορεσιὰ κι ἀπέρχεται.