Ο Αρχιμαντρίτης
←Το παιδί και τα δυο πουλάκια | Ο Αρχιμαντρίτης Συγγραφέας: Στον ίσκιο του πλατάνου |
Το ταχυδρομικό δελτάριο→ |
(Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 419, 16 του Γενάρη, 1911.)
Αφιερώνεται του Ρήγα Γκόλφη.
Ήμουνε ξεθεωμένος, όταν έφτασα στο μικρούτσικο το χωριό που λέγεται Φιλώτι. Ερχόμουνε από τη Χώρα της Αξιάς. Είχα περάσει από κορφούλες και κορφούλες, από αμπέλια πλαγιαστά, που τα φυτέψανε στις πλαγιές, για να τα καίει πιο σίγουρα ο ήλιος. Γι’ αμπέλια, πολύ φρόνιμο. Γι' άθρωπο, έβρισκα πως ανέβαινε με το παραπάνω και πως το λιοπύρι καταντούσε αβάσταχτο. Λοιπόν ήμουνε σαν κατσουφιασμένος. Και μολατάφτα χαρά στο στήθος μου γελούσε· με συνέπαιρνε η δόξα της Ελλάδας.
Τι μαγεφτικά που το τραγούδησε ο Ρασίνας εκείνος·
Ariane, ma sœur, de quel amour blessée,
Vous mourûtes aux bords ou vous fules laissée !
Να τος ο περίφημος όχτος, αφτός ήτανε — ήμουνε τώρα και γω εκεί— λιγάκι μακριά, το μολογώ, από τ’ ακρογιάλι το ίδιο, αφού βρισκόμουνε τότες στον κάμπο τον απέραντο που ξαπλωνότανε στο κέντρο περίπου του νησιού, ανάμεσα στα βουνά που μοιάζανε γύρω γύρω σαν αφιθέατρο (*)· κάμπος με χίλιες ανωμαλίες, με βουναράκια, με ειδώνε υψώματα, που από πάνω τους δεν μπορούσες πάντα να ξανοίξεις τη θάλασσα. Μα τι πείραζε; Η Ελλάδα ποτέ της δεν πάβει να είναι ο τόπος, όπου ανάμνησες μεγάλες από παντού σε χαιρετούνε, όπου αντιλαλούνε στ’ αφτιά σου ωραία ονόματα ξακουστά. Ο εθουσιασμός μου όρια πια δεν είχε, ολόφαιδροι λογισμοί, ελπίδες χρυσόφτερες κορυφώνανε τα όνειρά μου, τ’ ανεβάζανε όσο αψηλά ένα όνειρο μπορεί να φτάσει. Με ανάφτανε με το παράδειγμά τους οι προγόνοι. Αχ! αφτοί σταθήκανε οι μόνοι κι αληθινοί Ρωμιοί! Το φιλότιμο τούς πύρωνε, θέλανε να φουμιστούνε ανάμεσα στους άλλους αθρώπους, κι Έλληνας από τότες δεν υπάρχει που στ’ απόβαθά του να μην τρέμει πάντα ο πόθος, να κάμει πιο πολύ από το γείτονά του. Ο Έλληνας την έχει τη δίψα, την πείνα την έχει να διακριθεί κοντά σ' έναν άλλονε, να τον ξεπεράσει. Και μένα τώρα δεν ξέρω τι λαχτάρες μου ερχόντανε να φανώ. Το ‘φερνε ο τόπος να συναρπάζεσαι από τον έρωτα της δόξας, έβλεπες τον ορίζοντα μπροστά σου να φαρδαίνει, γενναίες φιλοδοξίες γεννιόντανε στην καρδιά σου.
Φιλοδοξίες πυρκαγιά δε μοιάζει ν’ αναποδογυρίζανε το μικρό μας το Φιλώτι, όσο καμαρωμένα κι αν έπιανε τη μέση μιας πλαγιάς της θεόρατης λεκάνης, που αποτελούσανε γύρω γύρω τα βουνά της Τραγαίας. Λογάριαζε το Φιλώτι λίγα σπίτια και σωρό αμπέλια. Τους κάτοικους, για μισή ώρα, τους είχα διει όλους, από τον πρώτο στο στερνόνε· όλοι τους αμπελουργοί. Και ίσια ίσια, όταν έφτασα, λείπανε όλοι στον τρύγο.
Είχα κατεβεί σ' ένα σπιτάκι, πιο σωστά σε μια σάλα που μόνη της σου ήτανε αφτή αλάκαιρο σπίτι, κρεβατοκάμαρα, τραπεζαρία, σαλόνι — και σπουδαστήρι, επειδή μόλις πάτησα και μου χτυπήσανε το μάτι μερικά βιβλία στοιβασμένα η μια σειρά στην άλλη απάνω, σα ράφια εταζέρας, στο σανιδωτό ξώχειλο που είχε στη βάση του παραθυριού. Κολλητά στο παραθύρι, ένα τραπεζάκι από άσπρο άβαφο ξύλο, και στο τραπεζάκι σκορπισμένα κάμποσα χαρτιά. Ο νοικοκύρης, ο κ. Κώσταρης, που του ήμουνε συστημένος, θα είχε πιθανό δουλειά στ’ αμπέλια του, επειδή χρειάστηκε να στείλουνε όξω να τονέ φωνάξουνε, κι έτσι μπόρεσα να ξετάσω ανεμπόδιστα τη βιβλιοθήκη. Απόρησα τόντις με πεντέξι τίτλους, άξαφνα μ' έναν Bopp, Συγκριτική Γραμματική των ιντο-εβρωπαικώ γλωσσώνε, στη γαλλική μετάφραση του Μ. Bréal, μ' ένα Βάνιτσεκ, Ετυμολογικό ελληνο-λατινικό Λεξικό, μ' έναν τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του Migne, και μ' άλλα δυο τρία συγράμματα της ίδιας σειράς.
— «Κανένας παραπεσμένος γλωσσολόγος θα είναι», συλλογίστηκα.
Έμοιαζε μάλιστα σα να εργάζεται ακόμη, αφού στο γραφείο του ένα ωραίο μεγάλο βιβλίο έδειχνε, ολάνοιχτο, τα χοντρά του ελληνικά ψηφιά, κόκκινα και μάβρα, όπως στα εκκλησιαστικά μας τα βιβλία. Ετοιμαζόμουνε να βεβαιωθώ, μα στη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα ο κ. Κώσταρης.
Είδα έναν άθρωπο, μ' ένα μπόι γιγαντένιο, με πλάτες τετραγωνικές, με μικροσκοπικό κεφαλάκι, με μάγουλα φουσκωμένα και χοντρά. Φορούσε μακριά στιβάλια ίσια με τα γόνατα, κασκέτα με κεραμίδι, σακί από καντιφέ γκρίζο αραδωτό. Τέτοια φορεσιά, κανένας άλλος δεν την είχε στο Φιλώτι. Αλήθεια που κι ο ίδιος ξεχώριζε από τους συχωριανούς του.
Δεν υπάρχει καθαφτό λέξη στις εβρωπαίικες γλώσσες, που να μας παρουσιάζει το νόημα του πάγκοινου σε μας όρου ο σπανός. Ο σπανός είναι κείνος που από γεννησιμιό του δεν έχει μήτε γένια μήτε μουστάκι. Γνωστό πόσο το περγελούνε, πόσο το κοροϊδέβουνε ή και το καταριούνται κάποτες, το δύστυχο το πρόσωπο, ακόμη κι από τα χρόνια τα μεσαιωνικά. Τα δημοτικά μας παραμύθια μας το αποζουγραφίζουνε με μάβρες θωριές. Είναι όντο κακό, ζουλιάρικο, άπιστο, κατώτερο, παρακατιανό, που για να βγάλει τ’ άχτι του, πάει και σοφίζεται χίλια τερτίπια, με σκληρή την καρδιά του και με το νου ποταπό.
Πρέπει να το μολογήσουμε πως από τα γνωρίσματα του σπανού που αραδιάζουμε, κανένα δεν ταίριαζε στον αγαθό μου τον κ. Κώσταρη. Τον έβλεπες και καμιά υποψία δε σου περνούσε, πως άξαφνα μπορούσε τέτοιος άθρωπος να σε βλάψει· πρόθυμος ήσουνε ξεναντίας να του χαρίσεις πάσα εμπιστοσύνη. Έδειχνε τόντις ήμερος, ήσυχος, γλυκός, και στο πρόσωπό του, που το ξερό κιτρινούτσικο πετσί του το αβλακώνανε βαθιές ζαρωματιές, ξεδιάκρινες έφκολα, δεν ξέρω τι πίκρα κρυφή, τι απογοήτεψη και τι ξεθαρρεμό.
Άρχισε αμέσως την κουβέντα μαζί μου με κάτι ετυμολογίες, όπου προσπαθούσε να συγγενίσει γλώσσες, που ποτέ τους δεν είχανε αναμεταξύ τους καμιά συγγένεια. Μα γλήγορα παραίτησε το θέμα της ετυμολογίας και είπε με κάποια βιάση·
— «Ε! ας τ’ αφήσουμε αφτά!»
Οι πέντε λεξούλες που βάζουμε δω, ξαναρχόντανε ακατάπαφτα στην ομιλία του, σαν είδος λάιτμοτίβο λυπητερό. Τις πρόφερνε με κάποιο στραβομουτσούνιασμα κωμικό, με μια κούραση που έμοιαζε σα να τον πλάκωνε, ότι άνοιγε το στόμα, να πει τίποτις, λες και του φέρνανε αηδία όλα τα πάντα, Ωστόσο, μου δηγήθηκε τη ζωή του και δεν είδα να τον τραντάξανε σπουδαίες συφορές. Είχε κάμει παιδαγωγός σε μια πλούσια οικογένεια, στα Παρίσια, σε Ρωμιούς εννοείται. Μα οι κακοί αθρώποι, χωρίς να τονέ συνοριστούνε, χωρίς να σεβαστούνε τις συθήκες, του δώσανε μια μέρα το πασαπόρτι του. Δεν έμαθε ποτέ του για ποιο λόγο. Ίσως επειδή κι ήτανε σπανός.
— «Ε! ας τ’ αφήσουμε αφτά!»
— Έπειτα μου είπε πως έμεινε μια χρονιά στη Γερμανία, όπου ακολούθησε δημόσια μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, καταγινάμενος προ πάντω στα γλωσσολογικά. Για τούτο κιόλας, από θύμηση του γλυκού απόμακρου περασμένου καιρού, φύλαγε με θρησκεία τα δυο τρία βιβλία του εκείνα, στο παράθυρο·
— «Ε! ας τ’ αφήσουμε αφτά!» έκλεισε και πάλε την κουβέντα.
Δεν μπόρεσε, λέει, να καθίσει στο Παρίσι όσο θα το ποθούσε. Τότες είναι δα, όταν και κει άρχιζε να πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο, που η αχάριστη φαμίλια τον έδιωξε. Πρόφτασε ωστόσο να γνωριστεί με κάποιους σοφούς, κάποιους καθηγητάδες που μου ανάφερνε τα ονόματά τους.
— «Ε! ας τ’ αφήσουμε αφτά!», πρόστεσε και πάλε. Το κάτω κάτω, είχα στα μάτια μου ένα δύστυχο ανήμπορο σεκλετιασμένο πλάσμα, που βέβαια έπαθε, που ‘πόφερε πολλά στη ζωή του, που του πόνεσε η καρδιά του, χωρίς ακόμη να καταλάβω καλά καλά για ποια αιτία. Υποψιαζόμουνε μονάχα πως όνειρα χρυσά θα μαγέψανε τα νιάτα του, πως απότυχε παντού και τα είδε όλα συντρίμμια, και πως τώρα πια με λύπη αποχαιρετούσε τους πόθους τους παλιούς, καμιά παλιά του φιλοδοξία, ίσως και κάπου κρυμμένη στα σωθικά του καμιάν αγάπη εργασίας ή δόξας.
Για τα τέτοια, για τα βιογραφικά, για τα εσώψυχά του, μωρόλογος δεν ήτανε ο κ. Κώσταρης. Έπιανε τις μωρολογίες μονάχα όταν έκανε λόγο για τον Αρχιμαντρίτη. Και κάθε τόσο για τον Αρχιμαντρίτη ο λόγος. Μου δηγήθηκε με ζέση μεγάλη πόσο ταράχτηκε, πόσο δοκιμάστηκε τώρα τελεφταία η φαμελιά τους όλη από τον Ύψιστο. Εδώ και δεκοχτώ μήνες ακολούθησε το φοβερό δυστύχημα. Πέθανε ο αδερφός του. Ο Αρχιμαντρίτης. Για τον Αρχιμαντρίτη μιλούσε με το βαθύτερο σέβας, μάλιστα με κάποιο λυρισμό. Ήτανε ο μικρότερος αδερφός, είχε σπουδάσει πρώτα θεολογικά στην Ελλάδα, έπειτα περάτωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, έγινε παπάς, έγραψε και διάφορα βιβλία· ένα, λέει, από τα συγράμματά του — ίσως, είπα μέσα μου, το μόνο! — ίσια ίσια βρισκότανε ανοιχτό απάνω στο ξύλινο γραφείο, με τις Ομιλίες του Αρχιμαντρίτη, επειδή Αρχιμαντρίτης αποβίωσε.
Σα να μυρίστηκα πως ο κ. Κώσταρης, πίτηδες ίσως, τ’ άφησε το βιβλίο στο τραπεζάκι, για να το διω αμέσως ότι φτάσω. Η αλήθεια είναι που δε στείρεβε η πηγή κι οι έπαινοι του μακαρίτη ολοένα ρέγανε, κατρακυλούσανε μάλιστα, σα θες, από το στόμα του κ. Κώσταρη. Δεν έπαβε να μου μιλά για τον άγιο το βίο του Αρχιμαντρίτη, τα τόσα του προτερήματα, τη μάθησή του, το ταλέντο του, τη φήμη που με τους γλυκούς του τρόπους, με τον όσιο χαραχτήρα του, οικοδόμησε σα χτίριο που δε χαλνά. Περαστική φήμη δεν ήτανε η δική του.
Ο κ. Κώσταρης έλεγε ακόμη πόσο τέτοιος πρόωρος θάνατος του θέρισε τα σπλάχνα. Μα πεινούσα φοβερά, είχα βιάση κιόλας να πλαγιάσω· λίγο έλειψε το λοιπό να του πω και γω·
— «Ας τ’ αφήσουμε αφτά!»
Στο τέλος καθίσαμε στο τραπέζι. Και πάλε η κουβέντα για τον Αρχιμαντρίτη· με παρακαλούσε δηλαδή να μην πειραχτώ που η αδερφή του δεν ερχότανε να μας σερβίρει. Καθότανε αφτή μαζί του — σε ποια τρύπα, συλλογίστηκα, του σπιτιού; — μα εδώ και δεκοχτώ μήνες, από τον καημό της ζούσε παρατραβηγμένη, έρημη, μόνη· δεν τη βλέπανε πουθενά και θρηνούσε από το πρωί στο βράδυ.
Το ήξερα πως στην Ελλάδα η θλίψη για τους πεθαμένους είναι από τα συνήθεια τα πιο ριζωμένα στην ψυχή του έθνους. Το αίστημα το συνοικογενειακό έχει ακόμη δύναμη σημαντική, ώστε κι ο θάνατος κανενός όχι και τόσο στενού συγγενή, γίνεται αφορμή λύπης μεγάλης. Η θλίψη βαστά καιρό και μοιάζει σα δεσμός που ό,τι κι αν πεις δε χαλαρώνει. Ο θλιμμένος δε βγαίνει, εμποδίζει τους δικούς του να βγούνε, μόλις κουβεντιάζει, πού να γελάσει; Ξεναντίας, άλλο χρέος τάχα δεν έχει παρά να κλαίει όλη μέρα. Τον ακούς βαθιά ν’ αναστενάζει ακόμη και στο τραπέζι, όταν πίνει το κρασί του ή όταν τρώει ώσπου να μπουχτίσει· ένας αναστεναγμός του ξεφέβγει με κάθε βουκιά που χώνει στο στόμα του. Το χαμόγελο περνά σε τέτοια περίσταση για σημάδι κακής αναθροφής. Βέβαια πως τόση θλίψη σε συγκινεί· ωστόσο μου φαίνεται κάπως υπερβολική, και φοβούμαι μήπως δείχνει κάποιαν αντίληψη σαν παιδιάτικη, σαν υλική μάλιστα του πόνου. Εμένα μου ερχότανε και σαν παράξενο, σαν απίστεφτο πες να θλίβεται τόσο και τόσο η αδερφή του κ. Κώσταρη.
Τ’ όνομά της, κ. Ζαβή. Χήρα εδώ και κάμποσα χρονάκια. Την αβριανή, έμαθα πως καθότανε τόντις στο ίδιο σπίτι, σ' ένα καμαράκι δίπλα, σ' ένα μαγαζί που το ‘καμε κρασάδικο και που ακουμπούσε στο μεσιανό τον ξυλένιο ξώτοιχο της μεγάλης σάλας. Από το πρωί κιόλας την είδα, επειδή μας σερβίρισε το πρόγεμα. Γιατί τότες να μου προφασιστούνε τη θλίψη, την απομόνωσή της κι άλλα τέτοια; Υποθέτω για να καταλάβω αμέσως τι ασύγκριτο δυστύχημα που στάθηκε ο θάνατος του Αρχιμαντρίτη, κι έτσι ν’ ακούσω πάλε για το μακαρίτη. Μια και άκουσα, μια και κατάλαβα, ξαναβγήκε η κερά στη μέση. Ξένος, μουσαφίρης· ε! να μην τον περιποιηθείς; Μαβροφορεμένη εννοείται από πάνω ίσια με κάτω η γυναίκα· στο κεφάλι της ένα σαλάκι, μάβρο και τούτο, που της έπιανε σφιχτά σφιχτά το πρόσωπό της γύρω γύρω, σαν κάπα φιωρεντίνικη. Από την κάπα μέσα πετιότανε λες μια μύτη σουβλερή βελόνι, που από τα φρύδια της ακόμη έπαιρνε δρόμο κι άρχιζε να σηκώνεται προς τα πάνω· δυο μάτια μάβρα, σα διπλά τριβέλια, τρυπούσανε τα βλέφαρά της και σπιθοβολούσανε ολοένα. Μικρή, κοντή, λιγνούτσικη. Περπατούσε με βήματα λιγοστά λιγοστά και γλήγορα. Ζαβή διόλου. Μάλιστα με όλη της τη θλίψη, αδύνατο να μην παρατηρήσεις κάποιο έξυπνο, μαργιόλικο ύφος σαν περεχυμένο στο πετσί της το περγαμηνί.
Εννοείται πως αμέσως μου έκαμε λόγο για τον Αρχιμαντρίτη. Καταντούσε πια παλιός γνώριμός μου ο μακαρίτης. Μοιρολογούσε, θρηνολογούσε η κ. Ζαβή. Κάτι χερονομίες, κάτι κινήματα της απελπισιάς, κάτι κλάματα και κάτι αναστεναγμοί, που δεν ξέρω πώς μου φαινόντανε όλα τους σαν παράξενα, λιγάκι και σαν ψέφτικα. Ο κ. Κώσταρης της βαστούσε συντροφιά στη θλίψη και στα κλάματα.
Η θλίψη τους αφτή άλλαξε άξαφνα μια ώρα πιο ύστερα, και στη θέση της είδα μια ενέργεια, μια δραστηριότητα που δεν τις πρόσμενα μήτε από μέρος της κ. Ζαβή μήτε από μέρος του κ. Κώσταρη. Σωστή αντίθεση. Και τόντις πήγαμε όλοι μας στον τρύγο, και κει πια ο καθένας τους στη δουλειά του. Αλήθεια και γω στη δική μου, επειδή μου δινότανε αφορμή εξαίρετη να μιλήσω με τους χωριανούς, να μάθω και τα φιλώτικα. Η Αξιά είναι από τα νησιά τα πλουσιότερα, τα περιεργότερα για γλωσσολογική έρεβνα. Μα δε μελετήθηκε ως τα τώρα, μολονότις κάθε χωριό της θέλει και αξίζει μελέτη χωριστή. Τσίτωνα τ’ αφτιά μου κι άκουγα κάμποσα, ή που μου τα λέγανε μένα, ή που τα λέγανε αναμεταξύ τους και γω έπαιρνα μια λέξη κάπου κάπου. Έρχεσαι μου κάνει ένας να πορπατήρ να ερίζεις (να περπατείς, να γυρίζεις) — κάου κάου, άηρμ' άηρμε (κάθου κάθου, άφησμ' άφησμε) — μπήκε ο ήλιορ μέσα στο σπίτι — τ’ αξαέρφου τάνε (ήτανε), — όο (όλο) — οι πατάτερ δυο δεκάρες — οι χρόνοι σαρ να είναι πολλοί — ήρθε γκαένας (ήρθεν κανένας), — το παιδάποκει (το παιδί από κει) — το φεγγάρι δε γκίζει (-gari και guizi) το θεό (δηλαδή τον ουρανό, αφού ο θεός είναι από πάνω μας· το ίδιο λοιπόν κι ο ουρανός)· είναι από κάτω (δηλαδή από κάτω από το θεό είναι το φεγγάρι). Και χίλια πιο νόστιμα μου είπανε ακόμη, που τα ξεσήκωνα στο σημειωματάρι μου. Τα μάζωνα κιόλας με χαρά, όχι μονάχα για την επιστημονική τους την αξία, μα για να τα καμαρώσουνε οι δάσκαλοί μας, αφού ολοένα μας κατηγορούνε που γράφουμε τα χωριάτικα, ενώ δε φαίνεται πρώτοι αφτοί να τα ξέρουνε, γιατί βέβαια κανένας τους δε φαντάστηκε πως σε καμιά χωριάτικη ντοπιολαλιά λένε χιλιάε λεφτά, για να πούνε χιλιάδες, κόρμος για να πούνε κόσμος, κι άπειρα τέτοια, πιο απίστεφτα μάλιστα, που σύναξα τότες σε κάμποσα χωριουδάκια της Αξιάς.
Στο Φιλώτι — που η ντόπια προφορά του είναι Φιώτι — στον τρύγο εκεί κάτω, με βοήθησε πολύ ο καημένος ο παπάς, που βρισκότανε κι αφτός μαζί μας, με τα στιβάλια του, με το ράσο του το ανασηκωμένο ίσια με την ποδιά. Έβαζε τους τρυγητάδες, που τραβιόντανε λιγάκι λιγάκι μπροστά στον ξένο τον Εβρωπαίο και σκιαζόντανε, να κουβεντιάζουν ξέθαρρα μαζί μου. Ο παπάς, όπως κι αν είναι, στο χωριό του έχει κάποια υπόληψη· όταν έχει και κάποια μάθηση, τότες και η πέρασή του μεγαλύτερη. Καλός, απλός άθρωπος ο δικός μου, με λίγα γράμματα και με λαμπρή θέληση, επειδή εννοείται πως η κ. Ζαβή, με τη θλίψη της, δεν μπορούσε να φροντίσει για τις γλωσσολογικές μου μικροδουλειές. Θα ‘τανε αμαρτία, θα ‘τανε σα ν’ αποξεχνούσε μια στιγμούλα τον Αρχιμαντρίτη. Κι ο θεός να φυλάξει! Ωστόσο, μ' όλη τη θλίψη της, πηγαινοερχότανε, γύριζε, στριφογύριζε, με μια σπάνια γληγοράδα, έκοφτε σταφύλια, έβγαζε πάλε αναστεναγμούς, έστρωνε τα σταφύλια κατά γης, ψιθυρίζανε τα χείλια της, ένα παράπονο, έτρωγε πεντέξι ρώγες, τσιμπούσε από δω, τσιμπούσε από κει, και ξανάρχιζε τους αναστεναγμούς. Κάθε αναστεναγμός, κάθε παράπονο είχε τη σημασία του, και σου μηνούσε· — «Να μην ξεχνούμε! Ο Αρχιμαντρίτης πέθανε.»
Τόντις έτσι το καταλάβαινε τριγύρω της η παρέα. Χρέος της αδερφής, αδιάκοπα ν’ αναστενάζει. Αφού αναστέναζε μια, ξανάρχιζε σαν το σβούρο το χορό της. Τέτοια την είδα και το βράδυ στο κρασάδικό της, παντοκίνητη, παντοσβουρούσα και θλιμμένη. Σαν του φλάουτου το σφύριγμα, η φωνή της. Άλλη φωνή στ’ αμπέλια δεν άκουγες. Ο παπάς της έδειχνε μεγάλο σέβας. Ο κ. Κώσταρης την κοίταζε με λύπη βαθιά, σαν άθρωπος όμως που η λύπη του δε συγκρίνεται με καμιάνε. Πολύ δε δούλεβε, πολύ δε λαλούσε. Με τ’ αθεόφοβα εκείνα τα στιβάλια, μ' ένα καμτσίκι στο χέρι, που δεν μπορούσε, μα το ναι, να το πάρει ο νους μου σε τι του χρησίμεβε, ο κ. Κώσταρης έμοιαζε αναμεταξύ μας σαν κάποιο ανώτερο πλάσμα, και τ’ αψηλό του το μπόι σού έκανε μερμήγκια ολόγυρά μας τους τρυγητάδες. Κάποτες άνοιγε το στόμα· ένα λόγο για τα ντόπια που σύναζα, ένα λόγο για τη γλωσσολογία του Bopp — κι αμέσως·
— «Ε! ας τ’ αφήσουμε αφτά!» — έλεγε με αμίμητη βαριομάρα.
Τ’ αφήσαμε αφτά προς το μεσημέρι και πήγαμε κάτι να πιούμε, να δροσιστούμε, στη διπλανή λοκάντα. Στο δρόμο, η κουβέντα πάλε για τον Αρχιμαντρίτη. Κόντεβα να τονέ μάθω απ' όξω. Και τόντις μου είπε τι ρόλο σημαντικό έπαιξε στη Ρουσσία, όπου ο κλήρος αλάκαιρος απόρησε με τη μοναδική του τη σοφία, όπου έξοχη στάθηκε η θέση του, όπου αλησμόνητο άφησε όνομα. Θεοφάνερο πως ο κ. Κώσταρης τ’ άρεζε το θέμα της ομιλίας, και το κεντούσε κάθε φορά με χρώματα καινούργια.
Ο ξενοδόχος, που πήγαμε, ήτανε χοντρός χοντρός άθρωπος, μα το πάχος του σαν ήσυχο, ήμερο, ειρηνικό. Φορούσε βράκα και φέσι. Όταν ήρθαμε, τονέ βρήκαμε καθισμένο μεγαλόπρεπα σ' ένα σκαμνί, και η βράκα του λες να κατάπινε τα πόδια του σκαμνιού, που γινόντανε άφαντα. Κάμποσοι μουστερήδες στη σάλα. Όλοι τους αποδηλώνανε του ξενοδόχου κάποιο σέβας ιδιαίτερο. Από μέρος του όμως, καμιά ιδιαίτερη περιποίηση γι' αφτούς, καμιά δούλεψη, καμιά προσπάθεια να τους πάρει τον παρά τους. Θέλανε τίποτις; Καλά. Δε θέλανε; Ακόμη καλύτερα. Εκείνος, καταδεχτικά, τους έκανε την τιμή να τους σερβίρει· έτσι το εννοούσανε και του λόγου τους. Μας χαιρέτησε με αξιοπρέπεια μεγάλη, εμένα με καλωσόρισε μ' ένα ύφος εβγενικό που λες κι ερχότανε από κάπου απάνω ίσια με μένα, που σερνόμουνε κάπου στα κάτω. Βασιλιάς.
Αδερφός του κ. Κώσταρη ο ξενοδόχος· λοιπόν αδερφός και του Αρχιμαντρίτη! Ο Κώσταρης ο ξενοδόχος απόδειχνε στην άγια μνήμη του πεθαμένου, την ίδια τιμή που του αποδίνανε κι οι δυο άλλοι, μα μ' ένα κύρος επιβλητικό που δεν το είχανε μήτε ο Κώσταρης ο γλωσσολόγος μήτε δα η κ. Ζαβή. Σου μιλούσε για το μακαρίτη μ' έναν τρόπο τέτοιο, που αναγκαζόσουνε να σκύψεις το κεφάλι μπροστά στο μεγάλο τον άθρωπο — ακόμη λιγάκι και μπροστά στον ξενοδόχο, τον αδερφό του μεγάλου αθρώπου. Οι μουστερήδες τον ακούγανε με θρησκεία, και θεοφάνερο πως τους έστρεγε η κουβέντα, γιατί έμοιαζε σα να θέλανε πάντα ν’ ακούσουνε και περσότερα. Βέβαια! Το καμάρι του Φιλωτιού, ο Αρχιμαντρίτης. Τα ιστορικά του καταντούσανε σαν πράμα δικό τους, σαν περιουσία τους.
Το σπουδαιότερο ιστορικό της ζωής του Αρχιμαντρίτη, του ξενοδόχου του Κώσταρη το χρωστώ που το ‘μαθα. Ο Αρχιμαντρίτης αξιώθηκε μια μέρα να ‘χει με τον Αφτοκράτορα της Ρουσσίας, με τον Τζάρο, μια μακρινή ομιλία, και του έδωσε του Αφτοκράτορα μιαν αλησμόνητη εντύπωση. Διαλαλήθηκε αφτό σε όλη τη Ρουσσία. Όρκο μη μου γυρέβετε να σας βάλω πως είναι αληθινό και μαρτυρημένο. Μα οι αγαθοί κάτοικοι του Φιλωτιού τόσο το ποθούσανε να είναι αλήθεια, που τόντις δεν μπορεί παρά να ‘γινε η περίφημη ομιλία. Τι παράξενο κιόλας, με τ’ όνομα που είχε τότες ο Αρχιμαντρίτης;
Έτσι πια κατάλαβα. Ένας μύθος, ένα παραμύθι δημοτικό άρχιζε να μορφώνεται λίγο λίγο με του Αρχιμαντρίτη το βίο, κι έχει κάτι συγκινητικό μια τέτοια προσπάθεια, επειδή, να μην το κρύφτουμε, θα συντελούτανε στο μύθο και τα λόγια των αδερφώνε. Γελώ με τους καλούς μας Φιλωτιανούς κι έχω άδικο. Του κάκου! Ρωμιός δεν υπάρχει που να μη διψά για λίγη δόξα, που να μη θέλει να ‘χει το μερτικό του κι αφτός από τη δόξα της φυλής του. Κανένας Κώσταρης, από κεινούς που είχα γνωρίσει στο χωριό τους, δεν τ’ αξιώθηκε ν’ απολάψει δόξα δική του. Ο πιο δυστυχισμένος απ' όλους, ο πιο αξιολύπητος χωρίς άλλο, στάθηκε ο Κώσταρης ο γλωσσολόγος, που είδε ποιος ξέρει πόσες ελπίδες του να τον αποχαιρετούνε μια μια. Έτσι το λοιπόν αποζημιώθηκε ο άθρωπος, και δόξα του έκαμε τον Αρχιμαντρίτη.
Δεφτέρα, τριάντα μια του Άη Δημήτρη —Κεριακή, έξι του Σποριά, 1910.