Ο Αβδηρίτης και του Διαβόλου τα Πηδήματα, Τεύχος 3
Συγγραφέας:
Ο ανθοπώλης της πρώτης Μαΐου


Ο ΑΝΘΟΠΩΛΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΜΑΪΟΥ.

Φαιδρὸ ἀπ’ τὰ Πατήσια καὶ μ’ ἄνθη φορτωμένο
Ἕνα μικρὸ παιδάκι γυρνοῦσε σὰν τρελλὸ,
Καὶ ἔσχιζε τὸ κόσμο μὲ γέλοια τὸ σκασμένο,
Κ’ ἐφώναζε «Λουλούδια Μαγιάτικα πουλῶ!»
Εἰς τοῦ μικροῦ τὴν θέα γελᾶσαν ᾑ κοπέλαις,
Γελᾶσαν καὶ οἱ γέροι, κ’ οἱ νέοι οἱ τρελλοί.
Τὸ κύκλωσαν ἀμέσως ἐσθῆτες καὶ κορδέλλαις,
Καὶ ἄρχισεν ἐκεῖνο πρὸς ὅλους νὰ πουλῇ.
Ἀπ’ ἕνα κοφηνάκι ναρκίσσους πρῶτα βγάζει,
Ἐγωϊσμοῦ λουλοῦδι, εἰς ὅλους μας γνωστόν.
—Ποιὸς, εἶπε, μετριόφρων ναρκίσσους ἀγοράζει;
—Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην, ἐφώναξαν, αὐτῶν....
—Λησμόνησα, τοὺς εἶπε, λησμόνησα νὰ ζήσω,
Καὶ ἦλθα νὰ πουλήσω σὲ σᾶς ἐγωϊσμόν!
Λοιπὸν μ’ αὐτὰ τὰ κρῖνα θὰ σᾶς εὐχαριστήσω,
Πέντε λεπτὰ τὸ ἕνα καὶ δίχως ἐκπεσμόν.
Ὅποιος τ’ αγοράσῃ, τιμὴ τὸν περιμένει,
Θὰ δοξασθῇ, θὰ γένῃ καὶ Γερουσιαστής.
Δός με τα! κράζει ἕνας μὲ μύτη σηκωμένη,
Καὶ ἔλεγε τὸ πλῆθος «θὰ ἦναι Βουλευτής.»
Ἀπὸ τὸ κοφηνάκι ἄλλα λουλούδια βγάζει.
—Ἐρωτικὴ μυρσίνη, κοπέλαις μου, πουλῶ!
Ὤ, ἔχομεν στὰ στήθη, τοῦ εἶπαν, τί ταιριάζει,
Ἀναίσθηταις μᾶς πῆρες, μικρούτσικο τρελλό;....
—Οἱ ἄνδρες ἂς τὴν πάρουν, ἐφώναξε μιὰ γραῖα.
Δὲν ἔχομεν ἀνάγκην ἀπὸ αὐτὴν ἡμεῖς!
Ἀναίσθητοι ὡς εἶναι, τοὺς εἶναι ἀναγκαία.
Καὶ ἔκραξαν οἱ νέοι— Μὴ, μῆτερ, θορυβῇς.—
—Ἂς μένῃ, εἶπε, πλέον ἀφοῦ καὶ δὲν ἀξίζει,
Σήμερον ἡ μυρσίνη κατέστη περιττή.
—Τὴν ἄσπρην ἀκακία ποιὰ ἄκακη ὁρίζει;
Καμμιὰ δὲν τὴν ἀξίζει; καμμιὰ δὲν τὴν ζητεῖ;
—Ἐγὼ τὴν ἀγοράζω, μιὰ γαλανὴ φωνάζει,
Κ’ ἐγέλασε κ’ ἡ ἴδια διὰ τὴν ἀγορά.
—Τὰ συμπαθῆ μου ἴα, ποιὰ τώρα ἀγοράζει;
Σεμνότητα ἐμφαίνουν, κορίτσια πονηρά.

—Σεμνότητα; ἂς λείψῃ, ὅση μᾶς μένει σώνει,
Εἶναι, μὰ τὴν ἀλήθεια, κομμάτι πληκτική.
Ἀπ’ ὅλαις μιὰ δασκάλα τὴν ἀγοράζει μόνη,
Καὶ τῆς φωνάζουν «Εὖγε, Κυρὰ Γραμματική!»
Μιὰ ὅπου ἡ ματιά της πολέμους ἐζητοῦσε,
Ὀξύθυμη σὰν τίγρις, καὶ σὰν φωτιὰ πυρὴ,
Νὰ πάρῃ ἀκαλήφη πολὺ ἐπιθυμοῦσε,
Διότι (μεταξύ μας αὐτό) ἦτο σκληρή.
—Πῶς, εἶπεν, ἀκαλήφη δὲν ἔχεις ἀνθισμένη,
Ἠξεύρεις πῶς σοῦ βγάζω μικρούτσικο τ’ αὐτί;
—Ἀλλὰ ἡ ἀκαλήφη σκληρότητα σημαίνει,
Καὶ βλέπω πῶς σᾶς εἶναι ὀλίγον περιττή.
—Τῆς δάφνης τὸ στεφάνι ποιὸς Κύριος θὰ πάρῃ,
Χωρὶς νὰ χολοσκάνῃ εἰς συναγωνισμόν;
Ἀπό τινος τῷ ὄντι καιροῦ δὲν ἔχει χάρι,
Πλὴν πάντα θὰ τὸ ἔχῃ ’στὸν τοῖχο στολισμόν.
Τὰ Δειλινά μου διέτε, τὰ ἄνθη τῆς δειλίας,
Ὅπου μισοῦν τὸν ἥλιο, καὶ ὑπὸ τ’ ἄστρ’ ἀνθοῦν.
Δὲν εἶναι νὰ τὰ πάρῃ κἀνένας τολμητίας,
Πρὶν κλείσουν τὰ καϋμένα καὶ πρὶν νὰ μαρανθοῦν;
Ἑκεῖ, εἷς ξιφηφόρος διέβαινε δρομαῖος.
—Πόσα, μικρὲ, τὰ δίδεις; —Ὤ, εἶπεν εὐθηνά!
Τ’ ἀγόρασε πληρώσας τὸν πωλητὴν γενναίως,
Κ’ ἐκόσμησε τὴν σπάθην φαιδρὸς μὲ δειλινά.
—Τὸν Βασιλέα τώρα ποιὰ θέλει τῶν ἀνθέων;
Εἶναι ἡ ὡραιότης, Παρθέναις μου, σιγά!
Πῶς! ὅλαι τὸ ζητεῖτε τὸ ῥόδον τὸ ὡραῖον;
Πλὴν μιὰ στιγμὴ νὰ ζῆτε, καὶ ἔχει ἀκριβά...
Σ’ ἐσένα τὸ χαρίζω μικρὴ καστανομμάτα.
(Ἐκύτταξα, καὶ ἦτον ἡ κόρη π’ ἀγαπῶ! )
Τὸ ῥόδον εἶχε κλίνει ’στὰ στήθη τὰ δροσάτα,
Κ’ ἐζήλευσα τὸ ῥόδον χωρὶς νὰ τῆς τὸ ’πῶ.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

.