Ὁ ὅρκος
Συγγραφέας:
Μέρος Α


Μὲς τὸ γοργὸ πλεούμενο, ’ποῦ τὰ νερά σου τρέχει,
Τώρα ’ποῦ ἡ ξάστερη βραδειὰ κἀμμία πνοὴ δὲν ἔχει,
Νά ’ξερες, θάλασσα καλή, μὲ πόση τρικυμία
Χτυπάει ψυχαῖς ἀδύναταις νύχτα τυφλὴ καὶ κρύα!
Γυρνοῦν τὰ γυναικόπαιδα στὰ αἱματωμένα μέρη,
Ὅπου ὁ Σταυρὸς νικήθηκε τοῦ Τούρκου ἀπὸ τ’ ἀστέρι·
Στὰ κακοῤῥίζικα—γειὰ ἰδές!—παρηγοριὰ δὲ δίνει
Μήτε οὐρανοῦ χαμόγελο, μήτε πελάου γαλήνη·
Ἔχουν ἀκίνητα, στεγνά, ’ς ὅλη τὴ φύσι ξένα,
Στὴν ἄβυσσο τσ’ ἀπελπισιᾶς τὰ μάτια βυθισμένα,
Καί, ’σὰν ἀπάνου στ’ ἄπειρο κ’ ἔρμο στοιχεῖο θωροῦνε,
Τὴ μαύρη μοῖρα τους ἀργὰ λὲς καὶ ’ς αὐτὸ μετροῦνε.
Φοβᾶτ’ ὁ ναύκληρος νὰ ’πῇ, ’πῶς αὔριο τὸ καράβι
Θ’ ἀράξῃ στὴν πατρίδα τους. Κ’ ἔχουν πατρίδα οἱ σκλάβοι!

Ἐλπίδα θεία, ’ποῦ ξέμακρα, σὲ βάσανα, σὲ πόνους,
Ἔκαμες πλάσματα ὡς αὐτὰ ν’ ἀντισταθοῦν τρεῖς χρόνους,
Γύρισε πάλε, ὢ γύρισε! Στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρη
Ἔλα, ἡ γυναῖκα νὰ σὲ ἰδῇ, τ’ ἀνήλικο κ’ ἡ κόρη,
Ὡς, μ’ ἕνα πράσινο κλαρὶ, ξανοίξανε μία ’μέρα
Τῆς κιβωτῶς οἱ κάτοικοι τὴν ἄσπρη περιστέρα!
Ἔλα! Στὸν ἴσκιο σου ἂς διαβοῦν τὸ νέο τῆς τύχης ῥέμμα,
Ψηλὰ, ψηλὰ κυττάζοντας μὲ θαῤῥεμένο βλέμμα·
Βάλε τὸ χέρι σου γλυκὰ στὰ πονεμένα στήθια,
’Ποῦ δὲ γυρεύουνε τῆς γῆς ἢ τ’ οὐρανοῦ βοήθεια,
Καὶ ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μητρὸς μὲς τοῦ παιδιοῦ τὸ στόμα,
Ἐλπίδα θεία, τὸ γάλα σου κάμε νὰ τρέξῃ ἀκόμα!

Ἐκεῖ, σὲ τόση ἀναισθησιὰ, ’ποῦ τοῦ θανάτου ’μοιάζει,
Μία κόρη μόνη ἀντίπερα μ’ ἀνησυχία κυττάζει·
Τοῦ μάκρου τὸ κατάστρωμα γοργὰ συχνομετράει,
Ἀναστενάζει, κάθεται, καὶ πάλε ὀρθὴ πηδάει·
«Γιατὶ, Χριστέ μου!—τὴν ἀκοῦς καὶ κλαίοντας μουρμουρίζει—
Μὲ τὰ φτερὰ τοῦ πόθου μου τὸ πλοῖο δὲν ἁρμενίζει;»
Θωρῶντας τέτοια ταραχὴ, φαντάζεσαι ’ποῦ ἡ μαύρη
Στὰ κρητικά της χώματα μάννα ἢ πατέρα θαὔρῃ·
—Δύστυχο τέκνο τῆς ἐρμιᾶς!—πρὶν φύγῃ ἐκεῖθε πέρα,
Τῆς εἶχε ἁρπάξῃ ὁ Θάνατος καὶ μάννα καὶ πατέρα·
Τοῦτος ἀτρόμητα, τυφλὰ, ’ς ἐχθροῦ μεγάλο πλῆθος
Ὡσὰν τὰ βόλια ἐχύθηκε, ’ποῦ τ’ ἄνοιξαν τὸ στῆθος·
Ἕνα φεγγάρι μεταβιᾶς δυνήθη νὰ ὑπομείνῃ
Τοῦ χωρισμοῦ του τὸν καϋμὸ, κ’ ἐπῆε στὸν ᾍδη ἐκείνη.

Ἀλοιά! καὶ ποιὸς θὰ σὲ δεχτῇ, καὶ ποιὸς θὰ σ’ ἀγκαλιάσῃ,
Στὰ γονικά σου φτάνοντας, διπλόρφανο κοράσι;
Ὁ νέος, ’ποῦ φλόγα σ’ ἄναψε μὲς τὴν καρδιὰ μεγάλη,
Ἐβγῆκε τάχα ζωντανὸς ἀπὸ τὴν ἄγρια πάλη;
Ὤ! φανερόνεις ξάστερα, καὶ μὲ κλεισμένο στόμα,
’Πῶς τέτοια ἐλπίδα στὴ ζωὴ σφιχτὰ σὲ δένει ἀκόμα!
Τὶ βλάβει ἀνίσως καὶ ποτὲ γιὰ τ’ ἄξιο παλληκάρι
Κἀμμία ν’ ἀκούσῃς εἴδησι δὲν ἔλαβες τὴ χάρι;
Βουβὴ μηνύτρα συφορᾶς εἶναι τοῦ κάκου ἡ Φήμη,
Ὅσαις φοραῖς τὰ λόγια του σοῦ ἀντιλαλοῦν στὴ μνήμη.
«Μὴν, Εὐδοκιά μου, φοβηθῇς—τὴν ὥρα ’ποῦ τὰ ξένα
Σ’ ἀκαρτεροῦσαν, ἔλεγε—μὴ φοβηθῇς γιὰ μένα!
Ἐδῶ, βαθυὰ στὸ στῆθος μου, ’ποῦ τώρα, ἐνῷ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κ’ Ἔρωτας κάθε του χτύπο ἁγιάζει,
Λὲς κ’ ἕνα κἄποιο αἰσθανομαι Πνεῦμα κρυφὸ τοῦ Ὑψίστου
Ὁποῦ μοῦ στέρνει ἀπὸ ψηλὰ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του,
Καὶ λέει, καθὼς, ἀγάπη μου, σὲ ξεκινάω γιὰ πέρα,
’Πῶς ἔχω πάλε νὰ σὲ ἰδῶ, ’πῶς θὰ μὲ ἰδῇς μία ’μέρα.
Ἄν σὲ θωράω περίλυπος, ἀνίσως κλαίω καὶ βρέχω
Μὲ δάκρυα τοῦτο τὸ φιλὶ, φόβους ἐγὼ δὲν ἔχω.
Θλιμμένα, ἰδὲς, τὰ βλέμματα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου γυρνοῦνε,
Ἐνῷ ἡ στερναῖς ἀχτίνες του τὸν κόσμο χαιρετοῦνε,
Δίχως ἀνθρώπου λογισμὸς τρόμου ὑποψία νὰ βάλῃ
’Πῶς αὔριο τ’ ἄστρο τῆς ζωῆς δὲ θὲ νὰ φέξῃ πάλι.
Ἔχε καὶ σὺ τὸ θάῤῥος μου! Μὴν, Εὐδοκιὰ, θελήσῃς
Μὲ τέτοια μαύρη ἀπελπισιὰ νὰ φύγῃς, νὰ μ’ ἀφήσῃς!
Τὸ Πνεῦμα, ’ποῦ κατάκαρδα προφητικὰ μοῦ κραίνει,
Σοῦ τάζει ’πῶς θὰ μείνωμε γιὰ ’λίγο χωρισμένοι.
Θὲ νὰ γυρίσῃς· θὰ σὲ ἰδῶ· τὸ λέω καὶ θ’ ἀληθέψῃ·
Ναί· σοῦ τ’ ὀρκίζομαι ’ς τὸ φῶς, ’ποῦ πάει νὰ βασιλέψῃ!»

Τὰ μαῦρα μάτια, ’π’ ἄστραφταν, ἡ κόμη, ’ποῦ τ’ ἀέρι
Στὸ μέτωπό του ἀνάδευε, τ’ ἀσηκωμένο χέρι,
Ὁ ἥλιος, ’ποῦ τὴν ὤμορφη θωριά του ἀχτινοβόλα,
Τὰ μοσχολίβανα τῆς γῆς, ἡ ὥρα, ὁ τόπος, ὅλα
Τὸ νοῦ τῆς κόρης ἔφεραν νὰ κρίνῃ ’πῶς ἀλήθεια
Φώτισι θεία κατέβηκε στ’ ἀγαπημένα στήθια.
Πιστεύοντάς το, πάει μακρυὰ, καὶ μὲ τὴν ἴδια πίστι,
Ὁποῦ σὲ χίλιαις δοκιμαῖς ποτὲ δὲν ἐκλονίστη,
Πάλε τοῦ μαύρου της νησιοῦ τώρα τὸ κῦμα σχίζει·
Ἀλλ’ ἄχ! νὰ γύρῃ ἐπάντεχε καθὼς ἡ ἀθλία γυρίζει;
Ἀπὸ τὴν ἔρμη ξενιτειὰ ποτέ της δὲν ἐθώρα
Μὲ τῆς ψυχῆς τὰ βλέμματα τοῦ γυρισμοῦ τὴν ὥρα,
Δίχως ἐλεύθερη μαζῆ στὸ νοῦ της νὰ προβάλῃ
Ἡ Κρήτη, ’ποῦ τῆς ἄνοιγε τὴ μητρικὴν ἀγκάλη.
Ὄνειρο θεῖο! Γοργότατα, ’σὰν ἕνα χελιδόνι,
Ἐκεῖ χαιρότουν τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας ν’ ἁπλώνῃ·
Ἀπὸ μίαν ἄκρη τοῦ νησιοῦ στὴν ἄλλην ἄκρη πέρα
Νὰ πνέῃ μὲ δεῖψα λαίμαργη τὸν καθαρὸν ἀέρα,
Ὅπου τῆς μάχης ἡ κραυγαῖς εἶχαν σβυστεῖ, καί, ὡς πρῶτα,
Μίαν αὖρα δὲν ἐμόλευαν τ’ Ἀγαρηνοῦ τὰ χνότα.
Καί, ποιός, καὶ ποιὸς τὴν ἔκαμε νὰ ῥοβολήσῃ κάτου
Ἀπ’ τὸ χρυσό της ὄνειρο στὴ νύχτα τοῦ θανάτου;
Χαρᾶς ἀπάντεχη φωνή, τρομαχτικὰ συρμένη
Ἀπὸ τὴ μαύρη Κόλασι, λὲς κ’ εἶπε στὴ θλιμμένη—
«Ἔπεσε ἡ Κρήτη! μὲ τὸ νοῦ πλατυὰ μὴν ἀρμενίσῃς·
Ἐκεῖθε σκλάβα ἐμίσεψες καὶ σκλάβα θὰ γυρίσῃς!»
’Σὰν τὸ πουλάκι, ποῦ μὲ μιᾶς θανατερὸ μολύβι
Τὴν ἁπλωτὴ φτεροῦγα του σκληρὰ κατασυντρίβει,
Κεραυνωμένη στὰ ψηλὰ κ’ ἡ ἐλεύθερη ψυχή της
Ἔπεσε ξάφνου, ἀκούοντας τὴ συφορὰ τῆς Κρήτης.

Τότες, ἀχνὴ στὸ πρόσωπο, μὲ θαμπωμένο μάτι,
Δίχως λαλιά, κατάκοιτη ’ς ἕνα φτωχὸ κρεββάτι,
Πολλοὶ τὴν εἶδαν, καὶ κἀνεὶς νὰ ’πῇ δὲν ἐτολμοῦσε
’Πῶς ἦταν ἄψυχο κορμί, ’πῶς ἡ καϋμένη ἐζοῦσε.
Ὁ Χάρος, ’ποῦ, διαβαίνοντας κάμπους, βουνὰ καὶ δάση,
Πλῆθος λουλούδια κρητικὰ τρεῖς χρόνους εἶχε μάσει,
Τὴν ἐπαράστεκε, ὁ σκληρός, μ’ ἔπιθυμία μεγάλη
Στὸ νεκρικὸ στεφάνι του τέτοια μοσκιὰ νὰ βάλῃ.
Πλὴν ἄλλο ἡ τύχη θέλησε, καὶ πάλε μ’ ἕνα δάκρυ
Ἐγλυκοχάραξ’ ὴ ζωὴ στ’ ὡραίου ματιοῦ τὴν ἄκρη·
Μὲ στεναγμοὺς πρωτάνοιξαν τὰ πικραμένα χείλη,
Ὅπου τὸ ῥόδο ἐφύτρωνε κ' ἐσβυότουν τὸ γιοφύλλι,
Καί, καθὼς ἔπεφτε τὸ φῶς ἀπὸ μία ῥάχη ὀπίσω,
Εἶπε βραχνὰ ἡ πολύπαθη «Μ' ἀκαρτερεῖ—θὰ ζήσω!»
Ξένη ἀπὸ τότες μέριμνα στὸ νοῦ της δὲ χωράει·
Νὰ ἰδῇ γυρεύει μοναχὰ τ’ ἀγῶρι ’π’ ἀγαπάει,
Ὁποῦ τῆς εἶναι, ὡς ἔχασε κάθε της ἄλλη ἐλπίδα,
Μάννα, πατέρας, ἀδελφός, ὁλόκληρη πατρίδα.

Πλέει τὸ καράβι ἀδιάκοπα, κ’ ἡ Πούλια ὡστόσο δείχτει,
Στὸν οὐρανὸ ἀρμενίζοντας, ’πῶς εἶναι μεσανύχτι.
Ὅλα σιγοῦν—Στὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦντ’ οἱ ἀνέμοι,
Καί, κάθε ἀστέρι, ’ποῦ ψηλὰ φεγγοβολάει καὶ τρέμει,
Φαίνετ’ ἀγγέλου σπλαχνικοῦ προσηλωμένο βλέμμα
Στὸν κόσμο, ποῦ ποτίζεται πάντα μὲ δάκρυα κ’ αἷμα.
Κἄποιο, στὰ βάθη τῆς νυκτός, Πνεῦμα καλὸ καὶ θεῖο
Μ’ ἐλεημοσύνη θά ’γυρε τὰ μάτια καὶ στὸ πλοῖο,

Ἂν ἕνα κούρασμα γλυκὸ κ’ ὕπνος ἀγάλια ἐχύθη
Σὲ τόσα ἐκεῖ, ’ποῦ λάχτιζαν, ἀπελπισμένα στήθη.
Ὅλοι κοιμοῦνται· μοναχὰ δὲν εἶναι σφαλισμένα
Δύο μάτια οὐρανογάλαζα, δύο μάτια ἐρωτεμμένα.
Ὁ στοχασμός, ’ποῦ ’γλήγορα θ’ ἀράξῃ στ’ ἀκρογιάλι,
Ὅπου φαντάζεται νὰ ἰδῇ τὸν ἀκριβό της πάλι,
Ὡς ἔχει χρεία, τῆς Εὐδοκιᾶς ἀνάσασι δὲ δίνει,
Μήτε νὰ κλείσῃ βλέφαρο καθόλου τὴν ἀφίνει·
Πλὴν στὸν ἀγῶνα, ’ποῦ ξυπνὴ τὴν ἐβαστοῦσε ἀκόμα,
Τὸ τρυφερό της ἔπεσε παραδαρμένο σῶμα,
Κ’ ἐκεῖ ’ποῦ ἡ μαύρη καταγῆς ἀκίνητη ἀπομένει,
Στὴ χλόη θαῤῥεῖ τοῦ τόπου της ’πῶς εἶναι πλαγιασμένη.
Ἂν στὸ ῥοδάτο μάγουλο σιγὰ σιγὰ τ’ ἀέρι
Μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ ξέπλεκα σγουρὰ μαλλιά της φέρῃ,
Τ’ ἀγαπημένου τὸ φιλὶ ’πῶς ἀγροικάει παντέχει,
Καὶ νέα σὲ κάθε φλέβα της γλυκάδα οὐράνια τρέχει.
Θωράει λαγκάδια, καὶ βουνά, καὶ ξέφωτα, καὶ δάση,
Τὴν ἐκκλησιά, τὸ σπίτι της, τὸ πατρικὸ λῃοστάσι·
Ὅ,τι ποθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ τρεῖς χρόνους, ἡ καϋμένη,
Ὡραία μορφὴ ὁλοφάνερη στὰ μάτια της λαβαίνει.
Ἀκούει πουλάκια ’ποῦ λαλοῦν, μελίσσια ’ποῦ βοΐζουν,
Πλῆθος νερά, ’ποῦ ἀνάμεσα σταῖς πέτραις μουρμουρίζουν·
Ἐδῶ τὸ κῦμα, ’ποῦ κουφὰ χτυπάει κατὰ ταῖς ξέραις,
Τραγούδια ἐκεῖ, βελάσματα, κουδούνια καὶ φλογέραις.
Ἀπάνου, κάτου, ὁλόγυρα, στὴ μέση ἀπὸ τ’ ἀμπέλια
Ἀκούει τοῦ τρύγου ταῖς χαραῖς, τοῦ τρύγου ἀκούει τὰ γέλια,
Καί, μὲ τῆς κόρης τὸ’ σκοπό, τ’ ἀγώρου μὲ τὸ’ στίχο,
Ἄμετρους ἤχους, ’πὤκαναν ἁρμονικὰ ἕναν ἦχο.
Ὡς κυματίζει ἀνάλαφρα στὸ φανταστὸ χορτάρι,
Ξένην αἰσθάνεται ἡδονὴ κ’ ὕπνο ἀρχινάει νὰ πάρῃ,

Μακρυά, σβυσμένη ἀκούοντας κάθε ὰρμονία τῆς Κρήτης,
’Ποῦ τὴ νανούριζε τερπνά, ’σὰ μάννα τὸ παιδί της.
Ὦ θεῖε τ’ ἀνθρώπου Φύλακα, ’ποῦ χάμου ἀγάλι ’γάλι
Στὰ γόνατά σου ἐδέχτηκες τὸ ὑπνόγυρτο κεφάλι,
Ψάλλε μου σὺ τὶ ὀνείρατα ’ς ἐκεῖνο φτερουγιάζουν,
Κ’ εὔχομαι πάντα νὰ φυλᾷς ψυχαὶς ’ποῦ νὰ σοῦ ’μοιάζουν!
Εἶναι τοῦ γάμου της ἡ αὐγή. Πετιέται ἀπὸ τὴν κλίνη,
Μὲ τὴ λαχτάρα τοῦ πουλιοῦ, ’ποῦ τὸ κλαρί του ἀφίνει,
Πρώτη φορὰ γυρεύοντας, ὀλίγο ἐκεῖθε πέρα,
Νὰ ἰσοζυγιάσῃ τὸ κορμὶ στὸν ἄγνωστον ἀέρα.
Φιλεῖ τ’ ἀθῷα στρωσίδια της· ὁλόγυρα κυτάζει
Μ’ ἀγγέλου ἀγάπη κάθε τί, καὶ κλαίει ’πῶς τ’ ἀπαρῃάζει.
Νὰ ξαναϊδῇ καὶ τ’ ἄνθια της, πρὶν στολιστῇ καὶ φύγῃ,
Τ’ ἄνθια ποῦ φύτεψεν αὐτή, τὸ παρεθύρι ἀνοίγει,
Καί, πυρωμένα τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὴ θείαν ἀχτῖνα,
Λέει ’πῶς γιὰ τέτοιο χωρισμὸ δακρύζουνε κ’ ἐκεῖνα·
Ὁπῶς γλυκὰ τὴ χαιρετοῦν, προτοῦ νὰ τὰ ὀρφανέψῃ,
μ' ὅση εὐωδία τὸν κόρφο τους ὁ Ἀπρίλης εἶχε θρέψῃ.
«Χαριτωμένα λούλουδα, μὴ σᾶς πικράνῃ—λέει—
Ἂν ἡ καρδιά μου, ’ποῦ γιὰ σᾶς τρέμει, πονεῖ καὶ κλαίει,
Μηδὲ μὲ τόσα δάκρυα, μηδὲ μὲ τέτοια θλίψι
Τὴν εὐτυχιὰ ’ποῦ αἰσθάνεται θὰ δυνηθῇ νὰ κρύψῃ.
Τοῦ κάκου! ἀκράτητη χαρά, ’σὰ φλόγα θεία, μ’ ἀνάφτει,
Σπιθίζει ἀπὸ τὰ μάτια μου, στὸ μέτωπό μου ἀστράφτει,
Καὶ δὲν τὴ σβύνει ὁ λογισμός, ὁποὖναι χρεία σὲ ’λίγο,
Ὠϊμὲ! καὶ τοὺς γονέους μου ν’ ἀφήσω καὶ νὰ φύγω.
Μὴν ἡ θλιμμένη σας θωριὰ γι’ αὐτὸ μὲ κατακρίνῃ,
Ἀγαπητὰ τριαντάφυλλα, παρθενικοί μου κρίνοι!
Δίχως τ’ ἀέρι καὶ τὸ φῶς, ἀνθεῖ ἀπὸ σᾶς κἀνένα;
Ἄχ! εἶν’ ὁ Μάνθος μου πνοὴ καὶ φῶς ἡλίου γιὰ μένα!

Ἀπόψε—καλοθύμητη παραμονὴ τοῦ γάμου!—
Ἔλεα, μὲ φρίκη δυνατή, στὴν ὑπνοφαντασιά μου
Ὁπῶς ἡ τύχη μ’ ἔῤῥιξε, φτωχὴ καὶ μαυροφόρα,
Σὲ ἀκρογιαλιαὶς ἀγνώρισταις, μακρυὰ σὲ ξένη χώρα·
Καὶ στὴν ἠχώ, ’ποῦ μέσα μας, μὲ φόβους ἢ μ’ ἐλπίδα,
Ξυπνάει στὰ πέρατα τῆς γῆς ἡ ἀγαπητὴ Πατρίδα,
Ἄκουα κ’ ἐμούγγριζε βαθυὰ—δὲν τ’ ἀστοχάω ποτέ μου!—
Βροντὴ μεγάλη, ἀδιάκοπη τρομαχτικοῦ πολέμου.
Τὴν ἀγροικοῦσα—καὶ μὲ μιᾶς, τὸν τρόμο μου ν’ αὐξήσῃ,
Λὲς κ’ ἠσυχία νεκρώσιμη τὴν εἶχε ἀκολουθήσῃ·
Καὶ φανταζόμουν πῶς ἐγὼ ’ς ἔρμο, ἀναμμένο στρώμα
Τοῦ κάκου ἐγύρευα φωνὴ νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ στόμα,
Ὁπὤτρεμε καὶ τ’ ὄνομα τοῦ Μάνθου νὰ προφέρῃ
Στὸ ξυππασμένο, ἀκίνητο τῆς ἐξοριᾶς μου ἀγέρι.
Χαῖρε, λαμπρότατε οὐρανέ, χαῖρε, τῆς Κρήτης αὖρα!
Οἱ φόβοι τώρα ἐσβύστηκαν κ’ ἡ ὀνειρεμένη λαῦρα.
Ὦ ἀκριβοπότιστα τῆς γῆς καμαρωμένα δῶρα,
Ἀφῆστε ἀκέρῃα νὰ χαρῶ τὴν εὐτυχιά μου τώρα!»
Ἡ μαύρη! μὲς τὸν ὕπνο της ἀχνά, ξεθωριασμένα
Μόνον ἠμπόρειε μεταβιᾶς νὰ ἰδῇ τὰ περασμένα·
Ἐνῷ, μὲ χρώματα ζωῆς θωρῶντας ν' ἀναβρύσῃ
Ὅ,τι βαθυὰ ἡ καρδοῦλα της εἶχε ἀπὸ χρόνια ἐλπίσῃ,
Τῆς ἐφαινότουν, αἰσθητὴ μὴν ἔχοντας βοήθεια,
Ἡ συφορά της ὄνειρο τ’ ὀνείρου ἡ πλάνη ἀλήθεια.
Πάντα περίχαρη, ἀγκαλὰ καὶ κάθε τόσο ἀλλάζει,
Τὸ ἀπατηλό της ὅραμα τὴν ὄψι παρουσιάζει·
Ὡς ἕνα γνέφι τῆς αὐγῆς, ὁποῦ στὰ οὐράνια μέρη,
Ὄθε τὸ φῶς μᾶς ἔρχεται καὶ πνέει γλυκὰ τ’ ἀέρι,
Ἄπειρα σχήματα συχνὰ θωρεῖς καὶ περιγράφει,
Σὲ κάθε σχῆμα δείχνοντας τὸ ῥόδο ἢ τὸ χρυσάφι.

Νά!—φαίνεταί της ’ποῦ, σεμνὰ ’σὰ νύφη στολισμένη,
Τ’ ἀγαπημένο ἀγῶρι της ἐντροπαλὴ ἀναμένει·
Πλούσιαις ὡστόσο φορεσιαῖς, ἀγερικὰ μαγνάδια,
Μαλαματένια εἰδίσματα, πολύτιμα πετράδια
Θωράει σὲ ξέναις καὶ δικαῖς, ὁποῦ τὴν παραστέκουν·
’Ποῦ ζωντανὸ τριγύρω της ὡραῖο στεφάνι πλέκουν,
Καί, μὲ τὰ μάγια του χοροῦ, συσμίγουν ἐπιτήδεια
Νέαν ὠμορφιὰ στὰ κάλλη τους, νέα χάρι στὰ στολίδια·
Ὡς πεταλούδαις, ’ποῦ σιμὰ στὸν κρίνο παιγνιδίζουν,
Κ’ ἐνῷ μίαν αὖρα ὁλόγυρα πετῶντας δὲ συγχίζουν,
Βλέπεις καὶ δείχνουν στὰ φτερά, μὲ τ ἄκοπο παιγνίδι,
Λευκό, γαλάζιο, πράσινο, κάθε βαφῆς πλουμίδι.
Οὔτε τραγοῦδι, οὔτε χορὸς τὴν Εὐδοκιὰ ἐμποδάει,
Μακρόθεν ἀλλὰ ξάστερα, στ’ αὐτιά της ν’ ἀγροικάῃ
Ἀπὸ γλυκὰ λαλούμενα μία τέτοια μελῳδία,
Ποῦ τῆς ἀφίνει τὴν ψυχὴ στοὺς ἄλλους ἤχους κρύα.
«Ἔρχετ’ ὁ Μάνθος, ἔρχεται!» στὸ νοῦ της λογαριάζει
Τὰ χνάρια, ὁποῦ τὸ πόδι του ’ς ὅλο τὸ δρόμο ἀλλάζει·
«Θἆναι—στοχάζεται—κοντὰ στὸ πέρα μοναστῆρι!
Μὲς τ’ ἀντικλάδι τοῦ χωριοῦ! στὴ βρύσι! στὸ γιοφύρι!
Τὰ πρώτα σπίτια ὀγλήγορα τῆς γειτονιᾶς διαβαίνει!
Νάτος! ἐμπῆκε στὴν αὐλή· πετιέται καὶ ἀνεβαίνει!
Σπαρνοῦν τὰ φυλλοκάρδια της· χάμου γυρνάει τὸ βλέμμα·
Πυρομαχοῦν τὰ μάγουλα καὶ ξεσταλάζουν αἷμα·
Ἀλλὰ τ’ ἁγνό της αἴσθημα τοῦ πόθου ἡ ὁρμὴ νικάει,
Τὰ μάτια πάλε ἀπὸ τὴ γῆ σηκόνει—καὶ ξυπνάει.
Εἶχαν ῥοδίσῃ τὰ νερά· καί, καθὼς ὅλα ἡ ’μέρα
Ἔκαμε τ’ ἄστρα νὰ σβυστοῦν ἀπάνου στὸν αἰθέρα,
Σβυσμένα, εὐθὺς ὁπὤφεξε τοῦ λογισμοῦ κ’ ἡ ἀχτῖνα,
Τὰ ὀνείρατά της ἔμειναν—ἄστρα οὐρανοῦ κ' ἐκεῖνα.

Ξυπνάει, καί, τόσα βλέποντας κουφάρια στρυμωμένα
Χάμου νὰ κείτωνται ὡς νεκρά, ’πῶς εἶναι λέει στὰ ξένα,
Ὅπου, τρεῖς χρόνους μακρυνούς, κοντά της τὰ θωροῦσε,
Καὶ ’σὰν ἐξύπναε τὴν αὐγή, καὶ ’σὰν κακονυχτοῦσε
Μὲ φρίκη τὰ ματόφυλλα γοργὰ σφαλίζει πάλι,
Στὰ δύο της χέρια κλίνοντας τὸ ἀγγελικὸ κεφάλι,
Κ’ ἐνῷ τοῦ κάκου μέσα ἐκεῖ περιμαχάει νὰ κράξῃ
Τὰ ὡραῖα χρυσὰ φαντάσματα, ποὖχαν μακρυὰ πετάξει,
Ἀκούει, μὲ λάχτισι χαρᾶς, τὸ κῦμα, ποῦ βογγάει
Στὸ καπνοκάραβο κοντά· τὸ τρίξιμο ἀγροικάει,
’Ποῦ τὰ πλευρά του κάνουνε, καθὼς μὲ βία κινιέται,
Καὶ ξάφνου ὁλόρθη βρίσκεται· κατάπλωρα πετιέται.
Ὤ! στὰ θεμέλια τ’ οὐρανοῦ τί κοκκινίζει; Ἄν ἦστε
Τσ’ αὐγῆς δροσάτα σύγνεφα, σύρτε ψηλά, καὶ ἀφῆστε
Νὰ πάῃ τὸ βλέμμα της ἐκεῖ ποῦ τρέχει κ’ ἡ ψυχή της!
Δέσποινα θεία! δὲ φαίνονται ’σὰν τὰ βουνὰ τῆς Κρήτης;
Ποιὸ μάτι, βλέποντάς τηνε, θὲ ν’ ἀμφιβάλῃ ἀκόμα;
Γειὰ ἰδές! ἀχνίζει, καὶ μὲ μιᾶς ἕνα παρόμοιο χρῶμα
Μὲ αὐτὸ ποῦ φέγγει ἀπόπερα στὴν ὄψι της ἁπλόνει·
Τὰ χέρια ὁλάνοιχτα—γειὰ ἰδές—μ’ ἀγάπη ἀνασηκόνει,
Κ’ ἐκεῖ ποῦ συχνοτρέμουνε σὲ λυγερὸ καλάμι,
Λὲς καὶ ἀγωνίζεται θερμὰ φτερούγαι νὰ τὰ κάμῃ.
Θὲ νὰ φωνάξῃ· κατ’ αὐταῖς ὁποῦ κοιμοῦνται γέρνει,
Καὶ, δυνατὰ λεχάζοντας, κἀμμία φωνὴ δὲ σέρνει·
Ἀλλ’, ὡς ἡ φλόγα, ’ποῦ συχνὰ κουφοδρομάει, καὶ πέρα
Μὲ ὁρμὴ πετιέται ἀκράτητη, ’σὰν ἔβγῃ στὸν ἀέρα,
Τρανή, γιομάτη, ξάστερη, στὰ ἐμπόδια πυρωμένη,
Μὲ τῆς πατρίδας τ’ ὄνομα ξάφνου ἡ λαλιά της βγαίνει.
Παρόμοιος ἦχος μία φορὰ τὸν Ἅδη θὰ ταράξῃ,
Ὡς τ’ Ἀρχαγγέλου ἡ σάλπιγγα τοὺς πεθαμένους κράξῃ,

Καὶ ἀπὸ τὸν ὕπνο, σὰν αὐτούς, μ’ ἀχνὴ θωριὰ καὶ ζάλη,
Γυναῖκαις, κόραις καὶ παιδιὰ σηκόνουν τὸ κεφάλι.
«Ἡ Κρήτη!—δὲν ἐχύθηκε τέτοια φωνὴ τριγύρου;
Δὲν εἶν’ ἀπάτη λογισμοῦ, δὲν εἶναι πλάσμα ὀνείρου·
Ἀκόμα—νά!—τῆς Εὐδοκιᾶς ἀχνολογάει τὸ στόμα·
Ὁ μαγεμένος ἦχος του δὲν ἀποσβύστη ἀκόμα!»
Ὤ! πῶς χουμᾶνε γιὰ νὰ ἰδοῦν τ’ ἀγαπημένα μέρη,
’Ποῦ σημαδεύει ἀκίνητο τῆς κορασιᾶς τὸ χέρι!
Μὲ τὶ φωνή, ξανοίγοντας μακρυὰ τὸν Ψηλορίτη,
Χίλιαις φωναῖς νὰ ξαναποῦν, «ἡ Κρήτη!—ἀκοῦς—ἡ Κρήτη!»
Λὲς ὅτ’ ἡ φλόγα τῆς αὐγῆς, ’ποῦ φέγγει ἀπὸ τὴν Ἴδα,
Τὰ στήθη αὐτὰ ξεπάγωσε σὲ μία της μόνη ἀχτίδα;
Καὶ τόσα κλάϋματα χαρᾶς ἐκεῖθε μέσα βγαίνουν,
Ὁποῦ τὰ πρώτα αἰσθήματα σὰ χόρτο ἀναχλωραίνουν.
Χαίρονται ᾑ δύστυχαις! Καὶ τί στὸν κόσμο θὲ νὰ ἐλπίσουν;
Ἄχ! γιὰ τὴν ἔρμη τους χαρὰ κ’ οἱ ἀγγέλοι θὰ δακρύσουν!
Στὴ γῆ, ποῦ πλῆθος ἔπεσαν, ’σὰ θερισμένο στάρι,
Ἴσως κἀνένα θαὔρουνε τ’ ὀλέθρου ἀπομεινάρι·
Ἡ μία, χωρὶς τὰ τέκνα της, τὸν ἄκληρο ἀσπρομάλλη,
Ἔνα της μόνον ἀδελφὸ κἄποιο παιδί της ἄλλη.
Στὸ χῶμα ἐκεῖνο, πωὔρηκαν τόσοι γενναῖοι τὸ μνῆμα,
Νὰ κλάψουνε θὰ δυνηθοῦν, ὡς τὸ κομμένο κλῆμα·
Μία μέρα ἐκεῖ τὰ κόκκαλα θέλει καὶ αὐταὶς ἀφήσουν…
Ἄχ! γιὰ τὴν ἔρμη τους χαρὰ κ’ οἱ ἀγγέλοι θὰ δακρύσουν!
Ἐκεῖ ’ποῦ κλαῖνε, καὶ γελοῦν, καὶ δυνατὰ φωνάζουν,
Μ’ ἀθώα τρομάρα τὰ μικρὰ στὰ μάτια ταῖς κυτάζουν
Ψευδὰ τῆς Κρήτης τ’ ὄνομα κατόπι ξαναλένε,
Καί, ’σὰν τὴ μάννα τους κι’ αὐτά, χαμογελοῦν καὶ κλαῖνε.
Ἀλλ’ ὅσα Κρητικόπουλα χλωμὴ καὶ μακρυσμένη
Στὸ’ νοῦ τους μνήμη ἐφύλαξαν τῆς γῆς ’ποῦ τ’ ἀναμένει,

Σκαρβαλωμένα στὰ σκοινιὰ καὶ στὸ κατάρτι τώρα,
Νὰ ξαναϊδοῦν γυρεύουνε τὴν ἀκριβή τους χώρα·
Κ’ ἐνῷ κατάγναντα τὸ φῶς ἁπλοχωράει καὶ βάνει
Στὰ πορφυρένια γνέφια της ἕνα χρυσὸ στεφάνι,
Βλέποντας τοῦτα νὰ σειστοῦν ἁπ’ τὴν πνοὴ τ’ ἀνέμου,
Θαῤῥοῦν πῶς εἶναι οἱ γίγαντες τοῦ κρητικοῦ πολέμου,
Ὀποῦ μὲ ῥοῦχα αἱματερὰ καὶ δόξας θεῖο σημάδι,
Ψηλά στὰ κορφοβούνια τους γυρνοῦν ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Ἰδὲς τ’ ἀτρόμητα παιδιά! στιγμὴ δὲν ἀπαρῃάζουν
Τ’ ἀνάερο ξάγναντο, κ’ ἐκεῖ συμμαζωμένα, ’μοιάζουν
Χρυσὸ μελίσσι ἀρίθμητο, πιασμένο ἀπὸ κλωνάρι,
’Ποῦ πλέει σταῖς αὔραις τοῦ Μαγιοῦ, κρεμάμενο κουβάρι!
Πλὴν σὲ ψηλότερη κορφή, σὲ τέτοιο μέρος, ὅπου
Δὲ φτάνει πέταμα πουλιοῦ, δὲ φτάνει μάτι ἀνθρώπου,
Τῶν γυναικῶν ἡ δέηση φλογόβολη ἀνεβαίνει,
Κ’ ἴσως οἱ ἀγγέλοι τὴν ἀκοῦν, κατὰ τὸ πλοῖο γυρμένοι.
Παρακαλοῦν ᾑ δύστυχαις, θερμὰ παρακαλοῦνε
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ὁπὤπεσαν, γιὰ τοὺς ἀθλίους ’ποῦ ζοῦνε,
Δίχως ἐρώτηση κρυφὴ στὸν Πλάστη ν’ αὐθαδειάσουν
Ποιὸν ἀκριβὸ θὰ κλάψουνε καὶ ποιόνε θ’ ἀγκαλιάσουν.
Ἐλπίδα, φόβος, λύπηση, χαρὰ κ’ εὐγνωμοσύνη,
Σμίγονται χίλια αἰσθήματα στὴν προσευχὴν ἐκείνη,
’Ποῦ μουρμουρίζουνε τ’ ἁγνὰ τῆς Κρήτης περιστέρια,
Μὲ σηκωμένα βλέμματα, μὲ σηκωμένα χέρια.
Ἔτσι, κ’ ἡ νύχτα ’σὰ διαβῇ ’σὰν πάψ’ ἡ ἀνεμοζάλη,
Στὸ φῶς ξανασηκόνονται τὰ λουλουδάκια πάλι·
Ξανασηκόνονται στὸ φῶς, καί, πυρωμένα, βγάνουν
Χίλιαις ὁλόγυρα εὐωδιαῖς, ’ποῦ μία μονάχη κάνουν.
Ὤ ναί! περνῶντας τὰ βουνά, περνῶντας κάθε ἀστέρι,
Βυθίστε τὴν ἁγνότατη ψυχὴ στὰ οὐράνια μέρη,

Ἐκεῖ ’ποῦ μ’ ἄργητα ὁ Καιρὸς ἢ μὲ τρεχάτη βία
Ποτέ του δὲν ἐτάραξε τὴν ἄπειρη εὐτυχία.
Μὴν ἕνας ξένος λογισμὸς αὐτοῦθε σᾶς ἁρπάξῃ,
Πρὶν στ’ ἀκρογιάλι τοῦ νησιοῦ τὸ ξύλο πάῃ κι’ ἀράξῃ,
Γιατί, ἀγκαλὰ τραβήξετε πολυκαιρνοὺς ἀγώνες,
Ὀλίγαις ὥραις καὶ στιγμαῖς θὰ σᾶς φανοῦν αἰῶνες!
Ὀμπρός!—Ἡ γῆ, ποῦ ξέμακρα πολὺ δὲν εἶναι ἀκόμα,
Ὀλίγο ’λίγο ἀπόσβυσε τὸ ἀγερικό της χρῶμα·
Φαίνετ’ ἡ χλόη, καὶ μὲ τὸ φῶς τοῦ ἴσκιου τὸ σκοτάδι
Βουνὸ χωρίζει ἀπὸ βουνό, καὶ ῥάχη ἀπὸ λαγκάδι.
Δὲν εἶν’ ἀπάτη! ξάστερα ’ς αὐτὸ τὸ πλάγι κάτου
Ἀσπρολογάει τὸ Ῥέθυμνο, καὶ γύρω τὰ χωριά του·
Πλὴν μαῦρο κάψαλο κ’ ἐρμιὰ δείχνουν τὰ μέρη ἐκεῖνα,
Ὅθε ὀργισμένη ἀπέρασε Τούρκου φωτιὰ καὶ ἀξίνα.
Γοργά, πουλί μου, ἀρμένιζε, κ’ εὔχομαι πάντα ὀμπρός σου
Σὲ κάθε πέλαγο νὰ ἰδῇς τὸ’ μοναχὸν ἀφρό σου!
Μικρὸς ὁ δρόμος· μοναχὰ στὰ μάτια μεγαλόνει,
Γιατὶ τὸ’ μαῦρον ἴσκιο τους ῥίχνουν αὐτοῦ τρεῖς χρόνοι.
Τρεχᾶτε, ἀγγέλου τ’ οὐρανοῦ, μὴ τὰ θλιμμένα στήθια
Στὴ νέα χαροτρομάρα τους βρεθοῦν χωρὶς βοήθεια!
Νά! μὲ τ’ ἀρώματα τῆς γῆς τερπνὸ άγεράκι φτάνει!
Ἀγνάντια—ἰδές!—ἐπρόβαλε τὸ ποθητὸ λιμάνι!
Ἐδῶθε σκούζουν· μὲ φωναῖς ἐκεῖθε ἀπολογιῶνται·
Μικρὰ ξεφτέρια τοῦ γιαλοῦ κατὰ τὸ πλοῖο πετιῶνται,
Γοργὰ τὰ γυναικόπαιδα λαβαίνουν, καὶ κατόπι
Ξαναχτυποῦν καὶ σχίζουνε τὸ κῦμα οἱ λαμνοκόποι·
Γλιστροῦνε, χύνονται, πετοῦν, κοντὰ ὅσο πάει ζυγόνουν,
ᾘ βάρκαις ὅλαις τὸ κουπὶ μὲς τὰ ῥηχὰ στηλόνουν!
Μὲ τόση ὁρμὴ καὶ δύναμη, βαθυὰ ῥιμμένο κάτω,
Τοῦ καραβιοῦ τὸ σίδερο δὲν ἅρπαξε τὸν πάτο,

Ὡς ἡ γυναίκαις, ’ποῦ μὲ μιᾶς ὁρμοῦν στὸ περιγιάλι,
Ἀδράζουν σταῖς ἀγκάλαις τους μίαν ἀκριβὴν ἀγκάλη.
Ἐκεῖ φιλιῶνται καὶ φιλοῦν· ἐκεῖ πολληώρα μνήσκουν,
Κ’ ἐνῷ τὰ μαῦρα πλάσματα φωνὴ κἀμμία δὲ βρίσκουν,
’Μιλοῦν τὰ χνάρια, ὁπ’ ἄφηκε στὴν ὄψη τους ἡ λύπη,
Τ’ ἄφθονα κλάϊματα μιλοῦν καὶ τῆς καρδιᾶς οἱ χτύποι.
Πῶς ἀπὸ τέτοιο ἀγκάλιασμα πῶς ἔχουν λείψῃ τόσοι;
Ἄχ! ᾑ καϋμέναις! καὶ προτοῦ κἀνεὶς τὸ φανερώσῃ,
Γιατὶ δὲν ἦρθαν, τὸ νογοῦν· ποῦ ’πήανε, τ’ ἀπεικάζουν,
Καὶ χάμου—ἰδές!—τὰ πίστομα βροντοῦνε καὶ τοὺς κράζουν.
Φιλῆστε, ναί, χίλιαις φοραῖς φιλήσετε τὸ χῶμα,
’Ποῦ ὁλοῦθε ἀπὸ τὸ αἷμα τους εἶναι βαμμένο ἀκόμα!
Μὴ σᾶς πικράνῃ ὁλότελα πῶς κάθε παλληκάρι
Δὲν ἔχει χώρια ἕνα σταυρὸ κ’ ἕνα στενὸ λιθάρι!
Γιὰ τέτοια ἐλεύθερα κορμιά, ’ποῦ ἐσώριασε τὸ βόλι,
Εἶν’ ἄξιο μνῆμα μεταβιᾶς ἡ γῆ τῆς Κρήτης ὅλη,
Κι’ ὅσο αὐτοῦ μέσα δὲ θ’ ἀκοῦν παρ’ ἅλυσαις καὶ θρήνους,
Ἅχ! τῆς πατρίδας ὁ σταυρὸς θά ’ναι σταυρὸς γιὰ ἐκείνους!
Φωναὶς, ἀντάραις, κλάϊματα, θερμῆς ἀγάπης λόγια,
Μὲς τὴν πλημμύρα τοῦ καϋμοῦ πνιμένα μοιρολόγια,
Ἄμετρα χέρια, ’ποῦ χτυποῦν μίαν ἀπαλάμη ’ς ἄλλη,
Μύριους ξυπνοῦν ἀντίλαλους τριγύρου στ’ ἀκρογιάλι.
Πότε τὸ χῶμα ᾑ δύστυχαις, πότε ψηλὰ κυττάζουν,
Μὲ τὴ θλιμμένη τους ψυχὴ δύο κόσμους ἀγκαλιάζουν,
Καὶ φαίνεταί σου ’ποῦ θὰ ἰδῇς γοργὰ νὰ τοὺς ἑνώσουν
Μ’ ὅσα φιλιὰ δὲν παύουνε τῆς γῆς νὰ ξαναδώσουν.
Ὡς εἶχε ἡ λάβρα τῆς καρδιᾶς ὀλίγο ξεθυμάνει,
Μαζῆ μ’ αὐτοὺς ποῦ ξέφυγαν τ’ ἀνήλεο γιαταγάνι,
Σκορποῦν ἐδῶ, σκορποῦν ἐκεῖ, σκορποῦνε ἀπάνου, κάτου,
Μὲ χλωμιασμένο πρόσωπο καὶ μὲ σιωπὴ θανάτου·

Μόνον ἑλπίδες μακρυναῖς τὴν ὄψι τους φωτίζουν,
Ὅταν στ’ ἀθῷα παιδόπουλα κἀμμία ματιὰ γυρίζουν,
Στεγνόνουν τοῦτα τοῦ πατρός ἢ τ’ ἀδελφοῦ τὸ δάκρυ,
Ποῦ ῥέει στ’ ἁγνό τους μάγουλο, καὶ πᾶνε ἀπ’ ἄκρη ’ς ἄκρη·
Στὴ φράχτη πᾶνε, στὴν ὀχτιά, στὸ φρύδι ἀπὸ τ’ αὐλάκι,
Τραγουδιστὰ μαζόνοντας κἀνένα λουλουδάκι.
Μοιάζουν ἀηδόνια ὁπὤχουνε μὲ φόβο ξενυχτήσῃ,
Ἀκούοντας πάλη τρομερὴ στὴν ὀργισμένη φύσι·
’Ποῦ περιβόσκουν τὸ πουρνό, χωρὶς νὰ τὰ πειράξῃ
Ἂν ὁ οὐρανὸς ἀπάνου τους κἀμμιὰ ῥανίδα στάξῃ,
Καί, κηλαϊδῶντας, προμηνοῦν ’ποῦ στ’ ἄγνεφο κεφάλι
Τὸν ἥλιο γιὰ στεφάνι της ἡ Ἀνατολὴ θὰ βάλῃ.