Ουόλσλεϋ
Συγγραφέας:
Αύγουστος 1882.


Γειά σου, λοιπόν, Οὐόλσλεϋ, μὲ τοὺς πολεμιστάς σου!
τὸν Ἀραμπῆ ὀγρήγορα ἐλπίζω νὰ τσακώσῃς,
καὶ τότε πιὰ παρακαλῶ τὴν ἐξοχότητά σου
δυὸ βουρδουλιαῖς κι' ἐκ μέρους μου στὰ πίσω νὰ τοῦ δώσῃς.
Σὲ θέλω χειροπόδαρα νὰ μοῦ τὸν σφικτοδέσῃς,
καὶ γιὰ κοινὸ πανόραμα παντοῦ νὰ τὸν ἐκθέσῃς.

Ἀφ' ὅτου εἰς τὴν Αἴγυπτο ἐβγῆκες, Οὐολσλέϋ,
ἀπὸ τὸ φόβο ἔπαθαν δυσεντερία ὅλοι...
Χαρῆτε, ἄνδρες ἄρτιοι, σφριγῶντες, ρωμαλέοι,
κι' ἅς φέρνῃ πρόοδο παντοῦ τὸ φονικό σας βόλι.
Μὴ γίνεσθε ἀνήμεροι καὶ βάρβαροι δεσπόται,
προόδου καὶ πολιτισμοῦ φανῆτε στρατιῶται.

Ὤ! πῶς ἐνθουσιάζομαι μ' αὐτὸν τὸν Οὐολσλέϋ!
ἂν πλέκουν ἄλλοι τ' Ἀραμπῆ μαγιάτικο στεφάνι,
μὰ ἡ δική μου ἡ καρδιὰ γιὰ τοὺς Ἐγγλέζους καίει,
κι' ὅποιος τοὺς Ἄγγλους ἀγαπᾷ ποτὲ θαρρῶ δὲν χάνει.
Κι' ἂν ἤξευρα πὼς ζωντανὸς κι' ἀκέραιος θὰ μείνω,
εἰς τοὺς στρατούς των ἤθελα ἐθελοντὴς νὰ γίνω.

Ἐμπρός, μὲς στὰ στρατόπεδα τοῦ Ἀραμπῆ ριχτῆτε,
εἰς τὸ Σουὲζ ἀδιάκοπα βαστᾶτε καραοῦλι,
καὶ ἂς μὴν παύῃ ὁ Λεσσὲψ νὰ διαμαρτυρῆται...
μὲ τῇς φωναῖς θὰ φοβηθοῦν τὰ τέκνα τοῦ Τζών Μπούλη;
Ἐλπίζω τῆς συγνώμης σου, σεπτὲ Τζὼν Μπούλ, νὰ τύχω
ἂν στὄνομά σου ἔβαλα καὶ ἦτα γιὰ τὸν στίχο.

Ἐμπρός, σεῖς ἄνδρες τῶν βουνῶν, παλληκαράδες Σκῶτοι
ἐμπρός, Ἰνδοὶ ἀκράτητοι, ἀφρᾶτοι γρεναδιέροι,
ἐμπρός, καὶ σεῖς οἱ ἐλαφροὶ καὶ στὴν τρεχάλα πρῶτοι,
ἐμπρὸς νὰ σωφρονίσετε τῆς Ἀραπιᾶς τ' ἀσκέρι.
Χιλιμιντρᾶτε, ἃλογα, ἁστράφτετε, τουφέκια,
καὶ ὅλοι δυναμόνετε μ' ἀθάνατα μπιφτέκια.

Οὔτε στιγμὴ μὴν παύετε νὰ βομβαρδοβολῆτε,
βροντὴ ἂς εἶναι μοναχὰ ἡ διασκέδασίς σας,
καὶ ἂν εἰς τὸν ἀγῶνα σας ἀπ' ὅλους μονωθῆτε,
ἐγὼ κι' ὁ σίρ Χαρίλαος θὰ μείνωμε μαζί σας.
Ἐσεῖς μὲ μπόμπαις ἀπ' αὐτοῦ καὶ νίκαις κάθε μέρα,
κι' ἐγὼ μὲ τόσα θούρια γιὰ σᾶς ἀπὸ δῶ πέρα.

Ἂς ἁπλωθῇ τὸ κράτος σας εἰς ὅλας τὰς θαλάσσας!
Χαρῆτε, τέκνα εὐκλεοῦς καὶ κραταιᾶς πατρίδος,
κι' εἶθε νὰ στείλῃ κι' εἰς ἐμὲ ἡ Αὐτοκράτειρά σας
ἐκεῖνο τὸ παράσημον τῆς ἐπιγονατίδος·
μὰ πιὸ καλὰ νὰ μοὔστελνε κανένα κιοῦπι λίραις,
νὰ σκάσουν οἱ πλατωνικοὶ τοῦ Ἀραμπῆ μνηστῆρες.