Ορφεύς (ποίημα Παπαρρηγόπουλου)

Ορφεύς
Συγγραφέας:


(Αρχαίος μύθος)

Ι

«-Ευρυδίκη, ανατέλλει
έαρος φαιδρά ημέρα,
και της αηδόνος μέλη
πλημμυρούσι τον αέρα.

Παίζουσιν αι Ορειάδες
επί λόφων βαθυσκίων,
και ξανθαί Αμαδρυάδες
επί των θαλλόντων ίων.

Η Ηχώ αυτή δεν ψάλλει
πλέον άσμα τεθλιμμένον·
τόνοι αντηχούσιν άλλοι,
άσματα τερπνά ποιμένων.

Πανταχού η ευτυχία
ανθοστόλιστος προβαίνει·
δυστυχής καρδία μία
μένει έρημος και ξένη!

Τί το κύμα ψιθυρίζει
πέραν εις την παραλίαν;
διατί να κατοπτρίζη
τόσην τ' ουρανού αιθρίαν;

Άνθη, τί σας διηγείται
ο αήρ ευώδης πνέων;
χρυσαλλίδες, τί ζητείτε
εν τω μέσω των ανθέων;

Ω κοιλάδες, αντηχείτε
μύχιον αγάπης στόνον...
Αλλά διατί λαλείτε
περί έρωτος προς μόνον;

ΙΙ

«-Ευρυδίκη, παλμοί τόσοι
ούτως έπαυσαν ταχέως;
Αφού ήδη σιωπώσι,
έπαλλον λοιπόν ματαίως;

Απόθνήσκει η καρδία;
ω ναι! θνήσκει, ως εκπνέει
η της λύρας αρμονία,
ήτις χαίρεται ή κλαίει.

Μετά φίλων Ναϊάδων,
παρ' ών τόσον ηγαπάσο,
επί χλοερών κοιλάδων
αμερίμνως εκοιμάσο.

Σ' είδε πλην ο Αρισταίος·
τείνει βέβηλον την χείρα·
φεύγεις... έφυγες ματαίως·
ήτο απηνής η μοίρα.

Υπό τ' άνθη κεκρυμμένος
όφις έρπων ενεδρεύει·
και ιδού ηγριωμένος
φεύγουσαν σε φαρμακεύει.

Και απέθανες· βαθεία
νυξ σ' εκάλυψε θανάτου·
ουδ' αστέρος ακτίς μία
στίλβει εις τα δώματά του.

Σκότος· άνοιξιν ο χρόνος
διά σέ δεν έχει πλέον·
και τον εωσφόρον μόνος
βλέπω άνω των ορέων.

Και ο λίθος μ' ελυπήθη,
όστις απ' εκείνης κείται·
συγκινούνται και οι λίθοι,
η νεκρά δεν συγκινείται».

ΙII

Ταύτα ο Ορφεύς εθρήνει
φέρων λύραν εις την χείρα·
και τα πάντα συνεκίνει
η περιπαθής του λύρα.

Όρη, βράχους διαβαίνει,
τας θαλάσσας διασχίζει·
ως σκιά πλην επομένη
η οδύνη τον μαστίζει.

Εις την άκραν του Ταινάρου
επί βράχων αποτόμων
ήν η θύρα του Ταρτάρου·
πλησιάζουσι με τρόμον.

Του Κερβέρου η αγρία
υλακή την αναγγέλει
και κοράκων απαισία
περιίπταται αγέλη.

Ο Ορφεύς εκεί πλανάται
ποθητής σκιάς πλησίον,
και τους φθόγγους ακροάται
των θεών των υπογείων.

Και την λύραν του στολίζει
όχι κλάδος δάφνης πλέον·
η κυπάρισσος μαυρίζει,
σύμβολον του τάφου κλαίον.

Ίσταται παρά το χαίνον
στόμιον του Άδου· σκότος·
πνεύμα φόβου διαβαίνον
το ταράττει αλλοκότως.

Φευ! εκεί λοιπόν πλανάται
ως σκιά η Ευρυδίκη;
έρημος δεν αγαπάται·
εις τον Πλούτωνα ανήκει.

Κύπτει τρέμων και διστάζων·
ήκουσε κραυγήν οδύνης·
Τίς ο «έλεος» κραυγάζων;
μην είν' η φωνή εκείνης;

«-Έρχομαι, ψυχή φιλτάτη·
εις τον Άδην καταβαίνω·
εις τα σκοτεινά του κράτη
καν πλησίον σου θα μένω».

IV

Αχανές και ερημία
περιβάλλουν τον Ορφέα,
και ακούεται τραχεία
του Κερβέρου η κραυγή,
αντηχούσα φρικαλέα
εν τη φοβερά σιγή.

Βαίνει μόλις αναπνέων
και με τρίχας ορθωμένας·
ουδαμού φως βλέπει πλέον,
προχωρεί ψηλαφητεί
και ο πους αυτού πατεί
εις σκιάς διερχομένας.

Άλλ' ο έρως ενθαρρύνει
την ψυχήν του δειλιώσαν·
η ανάμνησις εκείνη
ως λαμπάς τον οδηγεί·
εις ψυχήν ούτως ερώσαν
είναι αίσχος η φυγή.

Πέραν η Αχερουσία
προ αυτού απλούται λεία
και ο Χάρων τα πορθμεία
υποβλέπων απαιτεί·
πλην του Χάρωνος κρατεί
η της λύρας αρμονία.

Και η κώπη μονοτόνως
ύδατα νεκρά μερίζει·
θάνατος πλανάται μόνος
χάους άνωθεν υγρού·
και το κύμα ψιθυρίζει
διά τόνου θλιβερού.

Τον ασφοδελόν λειμώνα
ήδη ο Ορφεύς βαδίζει·
αν λευκόν ως την χιόνα
άνθος φύεται εκεί,
αλλ' ουδείς ζων κατοικεί·
στήθη των νεκρών στολίζει.

Του Ωρίωνος θηρεύει
η σκιά εκεί πλησίον·
βέλη φέρει· ενεδρεύει
υπό δένδρα γηραιά
και επίσης το θηρίον
είναι, ως αυτός, σκιά.

Και αμύθητος γαλήνη
και η απειλή αγρία
την ψυχήν αυτού βαρύνει·
δένδρα, ζώα και πτηνά
όλα είδωλα κενά,
όλα αμαυρά και κρύα.

Αταράχως διαρρέει
το της λήθης ύδωρ· στόνον
δεν εκπέμπει και δεν κλαίει·
διαρρέει σκυθρωπόν
και δι' ελιγμών αφώνων,
ως η λήθη σιωπών.

Ω! το ύδωρ τούτο πόσοι
επεζήτησαν ματαίως,
πριν εδώ να καταβώσι!
πόσους μία του σταγών
πόνους φοβερούς πληγών
θα εκοίμιζε ταχέως!

Λήθην ο Ορφεύς δεν θέλει.
Αγαπά και ενθυμείται,
και εκείνη ανατέλλει
εν τω βίω του φαιδρά,
και ανάμνησις καλείται,
και υπάρχει και νεκρά.

Καθιστά μάλλον γλυκείαν
του παρόντος η οδύνη
παρελθούσαν ευτυχίαν·
όταν η ψυχή πονή
μόνη την ζωγονεί
η ανάμνησις εκείνη.

Ίρις εν τη τρικυμία,
ενώ λαίλαψ διεχύθη
θλάται εν αυτή ευδία
του ηλίου η ακτίς.
Είναι θάνατος η λήθη·
πώς την λήθην επαιτείς;

V

Και εισήλθεν εις τα σκότη
όπου αι σκιαί πλανώνται,
όπου η χαρά υπνώττει,
αγρυπνεί η συμφορά-
όπου δίκη αυστηρά
κ' ερινύες συναντώνται.

Ίστανται εκπεπληγμένοι
οι εν Άδη, τον Ορφέα
βλέποντες να διαβαίνη·
αλλ' εκείνος προχωρεί·
η ψυχή του η γενναία
εις τον έρωτα θαρρεί.

Εδώ του Ταντάλου βλέπει
τας φρικώδεις τιμωρίας·
και πικρά ακούει έπη,
και ακούει φοβεράν
του Σισύφου την αράν,
και ακούει βλασφημίας.

Εκεί πέραν ο Ιξίων
εις τροχόν προσδεδεμένος
διά συστροφών μυρίων
βασανίζεται, θρηνεί·
και ηχεί τεταραγμένως
η στοά η σκοτεινή.

Και ιδού η Περσεφόνη
επί θρόνου εξ οστέων·
άπειρος πληθύς την ζώνει
υπηκόων σκιωδών,
επαιτούντων την σποδόν
βίου παρελθόντος πλέον.

Τον Ορφέα ατενίζει
και εγείρεται οργίλη.
Πώς τον Άδην μυκτηρίζει
και ζων ήλθεν εις αυτόν;
και αμείλιχος ηπείλει
τον αλάστορα θνητόν.

Της Μεδούσης την αγρίαν
κεφαλήν επικαλείται·
αλλά με φωνήν γλυκείαν
ο Ορφεύς παρακαλεί
και σιγά η απειλή,
και ο Άδης συγκινείται.

Αρμονία, αρμονία,
γλώσσα πλήρης μυστηρίου,
ποία πάσχουσα καρδία
σ' ήρπασεν εξ ουρανών,
εις την φράσιν μυστηρίου
κ' αισθημάτων αχανών;

Τίς εκ της απελπισίας
μη ευρίσκων λέξιν μίαν
την οδύνην της καρδίας
να εκφράση την δεινήν,
με αρμονικήν φωνήν
έψαλλε την δυστυχίαν;

Και ο κύκνος ανταλλάσσει
άνθη, άνοιξιν και βίον
με έν άσμα, εν εκστάσει
γεννηθέν της συμφοράς,
κόσμον όλον περικλείον,
άσμα πόνου και χαράς.


«-Δότε μοι την Ευρυδίκην·
Περσεφόνη, Περσεφόνη,
μη προσφέρης καταδίκην·
την αγάπησα πολύ
κ' η ψυχή μου την καλεί·
εκουράσθη πλέον μόνη.

«Ω! ηγάπησες. Εις μάτην
αυστηρώς με υποβλέπεις·
εις αγάπην βαθυτάτην
η ψυχή σου συμπονεί·
μη το πρόσωπόν σου τρέπεις·
ο ερών ως συ θρηνεί.

«Άνασσα, γνωρίζεις ποία
την καρδίαν περιβάλλει
θυελλώδης ερημία,
όταν φύγη η χαρά,
όταν όνειρα φαιδρά
πέσουν κατά γης αιθάλη;

«Κάτοπτρον της ευτυχίας
«ήτο δι' εμέ εκείνη,
παλμός ήτο της καρδίας,
ήτις έζη δι' αυτής·
αλλ' η ιλαρά μας κλίνη
νεκρού έγινε κοιτίς.

«Τόσον νέα και εκείνη
έπρεπε να τελευτήση;
ήρμοζε παστάς λιθίνη
εις τοσαύτην καλλονήν;
εις αυγήν εαρινήν
διατί να απανθήση;

«Τώρα τουρανού το δώμα
φαίνεται χωρίς αστέρας·
είναι τ' άνθη χωρίς χρώμα,
χωρίς άρωμα ωχρά,
και προβαίνει φοβερά
και η ζάλη της εσπέρας.

«Και η αηδών ματαίως
κελαδεί ερώτων έπη·
μάτην προχωρεί η έως
διαυγής και ιλαρά·
δεν αισθάνεται, δεν βλέπει,
δεν ακούει η νεκρά.

«Και η έρημος οικία
διεγείρουσα την φρίκην...
και η πάλλουσα καρδία
εν τω μέσω της σιγής·
η ηχώ της οιμωγής...
δότε μου την Ευρυδίκη».

Έπαυσε· σιγή βαθεία
ηκολούθησε το άσμα·
η γλυκεία αρμονία
τα ερέβη συγκινεί,
και της συμφοράς το φάσμα
τας βασανούς λησμονεί.

Τότε, λέγουσι, βραχεία
εις τους ταλαιπωρουμένους
απεδόθη ευτυχία·
και αυταί αι εριννύς
μ' οφθαλμούς δεδακρυσμένους
[τον προσβλέπουν προσηνείς.]

Προσηνής η Περσεφόνη
μειδιά προς τον Ορφέα·
την οδύνην συνεπόνει
της καρδίας και αυτή,
και ανάμνησις αρχαία
του καθήκοντος κρατεί.

«-Λάβε, λέγει, λάβε πάλιν
την πιστήν φίλην εκείνην
εις την έρημον αγκάλην·
ίσταται εκεί μακράν
απαθής προς την χαράν,
απαθής προς την οδύνην.

«Αλλ', Ορφεύ, σκιά ως είναι
διεγείρει φρίκην τώρα,
πάσ' αι χάριτες εκείναι
έπεσαν της γης βορά·
φευ! του Πλούτωνος η χώρα
είναι χώρα φοβερά.

«Όταν εις την γην πατήση,
τότε θα την ανακτήσης·
η μορφή της θ' αναζήση
ως και πάλαι ευειδής·
εν τω Άδη μη τολμήσης,
προς Στυγός, να την ιδής.

«Ύπαγε, Ορφεύ, προχώρει·
σε ακολουθεί εκείνη·
είναι μόνον εις τα όρη
του Ταινάρου ορατή·
άλλως ανεπιστρεπτί
εν των Άδη θ' απομείνη».

VII

Πόσον φαίνεται γλυκεία
εις το ιλαρόν του βλέμμα
η φρικώδης ερημία,
ην επέρα πριν ωχρός
και με παγωμένον αίμα·
πόσον είναι ζωηρός!

Έδρεψε μεγάλην νίκην·
ήρπασε την ευτυχίαν,
ήρπασε την Ευριδίκην,
την ζωήν του, την χαράν.
Πού το πένθος; ιλαράν
έχει τώρα την καρδίαν.

Δεν την βλέπει, την μαντεύει·
αλλ' αρκεί· είναι πλησίον·
όταν η ψυχή λατρεύη
ευχερώς ευδαιμονεί·
υπό στοχασμών μυρίων
τω επνίγη η φωνή.

Τί να είπη! Τί να είπη!
επλημμύρει η καρδία·
εάν ομιλή η λύπη,
σιωπά η ευτυχία.

Αν η καταιγίς μυκάται,
αν ο άνεμος γογγύζει,
η γαλήνη ακροάται
και εις έκστασιν βυθίζει.

«-Σιωπάς, πιστή μου φίλη
ομιλεί πλην η καρδία,
δι' αυτό σιγούν τα χείλη
και προσέχει η ψυχή·
είναι μάλλον αιμυλία
άφωνος η προσευχή.

«Αλλ' ειπέ μοι λέξιν μίαν,
την απέραντον εκείνην,
ην με τόσην αρμονίαν
έλεγες - με αγαπάς;
ω! μη πλέον σιωπάς,
και φοβούμαι την γαλήνην.

«Τάχυνον λοιπόν το βήμα·
θέλω να σε ιδώ, φιλτάτη·
τόσον χρόνον εις το μνήμα...
σ' επεθύμησα· εδώ
όρκος φοβερός φυλάττει·
μ' ώρκισαν να μη σ' ιδώ.

«Ενθυμείσαι την οικίαν,
και την λεύκην ενθυμείσαι,
ήτις έρριπτε παχείαν
την σκιάν της εφ' ημών;
εις τον πρώτον ασπασμόν
εις το δάσος;
- Ποίος είσαι;

«Ω φωνή αγαπωμένη,
πόσην έχεις αρμονίαν
μολονότι τεθλιμμένη·
πώς, ω πώς ζωογονεί
την ταλαίπωρον καρδίαν
η δειλή αυτή φωνή.

«Θα ιδής πόσον ωραία
η ροδωνιά σου θάλλει·
άνθη φέρουσα ακμαία
σ' αναμένει χλοερά,
σπεύσε· ο καιρός περά·
τάχυνον τα βήματά σου».

«-Άλλ' ειπέ μοι· ποίος είσαι;»
«- Παίζεις, φίλη; ποίος είμαι;
πλην μη φέρη, δεν φοβείσαι,
θάνατον η παιδιά;
εάν εν τω σκότει κείμαι,
αν με κρύπτη η σκιά,

«Την φωνήν δεν ενθυμείσαι;
εν τη γη δεν ηγαπήθης;
Ευρυδίκη μου, δεν είσαι
και Ορφεύς σου δεν καλούμαι;
«-Τίποτε δεν ενθυμούμαι...
ύδωρ έπια της λήθης».

«-Έπιες την λήθην; φρίκη!
απ' εμού σε κρύπτουν σκότη
του θανάτου, Ευρυδίκη,
και ανέζησας νεκρά,
και ο βίος σου υπνώττει
εις της λήθης τα νερά;

«Πώς; το παν ελησμονήθη;
τόση, τόση ευτυχία
μετά σου απεκοιμήθη;
ούδ' ως όναρ διαρκεί;
πώς; εβύθισες εκεί
και εμέ εις τη σκοτία;

«Ω! αδύνατον! κατέβην
πτώμα ν' ανασύρω πάλιν,
ως του παρελθόντος χλεύην·
και έν άγαλμα ψυχρόν
θα κρατώ εις την αγκάλην
των παρελθουσών χαρών;»

«-Ύδωρ έπια της λήθης»,
«-Οίμοι! αλλά τον Ορφέα
και εκείνον απηρνήθης;
και παρήλθεν η σκιά
ως ονείρου παιδιά
τόση ύπαρξις ωραία;

«Είναι δυνατόν εκείνη
της ψυχής η αρμονία
να σβεσθή εν τη γαλήνη
τόσης νεκρικής σιγής;
λησμονείς, και η ιδία,
Ευρυδίκη, δεν αλγείς;

«Και αν αρνηθώ τον βίον
δεν θα μ' αναγνωρίσης;
δεν θα βαίνωμεν πλησίον
ένα έχοντα παλμόν,
έχοντες παρόν ημών,
παρελθόν και αναμνήσεις;»

«-Ύδωρ έπια της λήθης».
«-Ω!κατάρα, αλλ' ιδέ με·
δι' εμού δεν απελύθης;
εις τον βίον σ' οδηγώ·
ήδη αναγνώρισέ με·
ο Ορφεύς σου είμ' εγώ».

Στρέφεται, δεν ενθυμείται
ουδέ όρκον ουδέ Στύγα·
βλέπει, δεν ακολουθείται,
και ακούει στεναγμόν,
έπειτα ολολυγμόν,
έπειτα το παν εσίγα.

«Ευρυδίκη!» μάτην κράζει·
φευ! διά παντός εχάθη·
η ηχώ ανακαγχάζει
και ο κύων υλακτεί
πέραν, εις τα μαύρα βάθη,
ως απάντησις φρικτή!

Μόνος πάλιν αναβαίνει
εις το Ταίναρον, και μόνος
εις τον κόσμον πλέον μένει·
ήτο έρημος η γη,
και επέρα εν σιγή
χωρίς άνοιξιν ο χρόνος.

Και αθύμως επλανάτο
με την λύραν αυτού κλαίων·
και τον θάνατον ηράτο
και το σκότος της νυκτός·
και επόθει τώρα πλέον
ύδωρ λήθης και αυτός.

VIII

Λέγουν ότι όταν πνέη
ο βορράς μετά μανίας,
και η θύελλα παλαίη
επί των ωκεανών,
ηχεί άσμα αλγεινόν
εν τω μέσω της σκοτίας.

Ο ολολυγμός του λάρου
μετά της βροντής ενούται,
αλλ' ο βράχος του Ταινάρου
εναρμόνιος λαλεί,
ενώ πέριξ απειλή
και ερήμωσις απλούται.

Είναι στόνος τού βαρέως
διεγείροντος την φρίκην
ή το άσμα του Ορφέως
κλαίοντος την Ευρυδίκην;