Ομιλίες σε φίλους κι' αγνώστους (1929)
Ὁμιλίες σὲ φίλους κι’ ἀγνώστους Συγγραφέας: |
Σελ. 328-330 από το Τεύχος 10-11, Χρονιά Γ΄ (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1929) του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη» |
ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΚΙ' ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ
Ἀπὸ καιρὸ πῶς ἤθελα νὰ συνθέσω ἕνα πίνακα μὲ λόγια, καὶ νὰ παρουσιάσω ἔτσι γυμνὴ κι’ ἔτσι πανώρια, ὅπως τὴ νιοιώθω τώρα, τὴν ἀθώα, τὴν ἀνεκλάλητη, τὴν ἀνερεύνητη, τὴ μουσικὴ μορφή σου. Μὲ τὸν αὐλὸ τοῦ Κυρίου — μὲ τὸν αὐλὸ τῆς Ἀγάπης — θὰ ὑμνήσω κι’ ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι ἀξιώτεροί μου τὴ θεϊκὴ παρουσία σου.
— Δροσιὰ τῆς ζωὴς, αἰώνιο ὄνειρο, ἄρωμα τοῦ κόσμου, παιδὶ τῶν ἀτελεύτητων λογισμῶν μας — ποιὸς δὲ θἄθελε νὰ μείνει ἕως τὸ τέλος τοῦ γήϊνου δρόμου του, σἄν καὶ σένα!, σἄν καὶ σένα! Στὰ μεγάλα κι’ ἔξυπνα μάτια σου καθρεπτίζεται ἁγνὸς ὁ κόσμος: ὁ δόλος δὲν ἐγνώρισε τὴν πόρτα σου, μηδὲ τὸ ψέμμα κτύπησε τὰ παράθυρά σου. Αὐτά, μένουν κλειστὰ γιὰ τέτοια τέρατα. Αὐτά, βλέπουν αἰώνια πέρα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς φαντασίας, πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ ἀνέκφραστου, πρὸς τὴ θάλασσα τῆς αἰωνιότητας!
Τὸ παιχνίδι, ἡ πιὸ ἀθώα ἐργασία, εἶνε ἡ μόνη ἀπασχόλησή σου — ἄχ! γιατὶ νὰ μὴ μποροῦμε ὅμοια μὲ σένα νὰ ζοῦμε κι’ ἐμεῖς; Σιγὰ σιγά, μέρα μὲ τὴ μέρα, ξυπνάει ὁ κόσμος μέσα σου — κι’ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἔγκλημά σου! Ἀνεπανόρθωτα σὲ καταστρέφει, σὲ μεταβάλλει· σοῦ ρουφάει τὴ δροσιά, τὸ μοναδικό σου δῶρο, τὴν ἁπλότητα. Τὰ περίεργα μάτια σου, ὅλα θέλουν νὰ τὰ μάθουν — νὰ! ποιὸ εἶνε τὸ ἁμάρτημά σου! Δὲν ἀρκεῖσαι νὰ θαυμάζεις; Γιατὶ; Γιατὶ; Τὶ θέλεις νὰ τὰ γνωρίσεις, ἐνῶ ὅλα ἐσὺ τὰ ξέρεις — μιᾶς καὶ τὰ φέρνεις μέσα σου, μιᾶς κι’ ἔρχεσαι ἀπ’ ἀπευθείας ἀπ’ τὸ Θεό, μιᾶς κι’ ἔχεις τὴν λατρεία, μιᾶς καὶ τὰ θαυμάζεις;
Παῖζε, ἀμέριμνο, μὲ τὸν ἀφρὸ τὴς θάλασσας, τὸν ἀσύλληπτο, μὲ τὴν ἄμμο, μὲ τὴ γαλάζιαν ἀχιβάδα σου, ἐδῶ, στὸ ρόδινο ἀκρογιάλι ποὺ σὲ φέραν οἱ γονεῖς — ἡ Μοίρα κι’ ἕνας Ἔρως — κι’ ἀγνόει τὴν παραφορά τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ κόσμος! Τὶ σὲ μέλλει γιὰ τὸν κόσμο, Μὴ τόνε γνωρίσεις. Εἶνε κακός, ἀφόρητα κακός. Δὲ φταίει! Τὸ χρῆμα, ἡ σκληρή του ἔγνοια, τὸν κάνει τέτοιον· ἕνα κτῆνος. Πῶς θἄθελε κι’ αὐτὸς νὰ ἔμενε ἔως τὸ τέρμα τοῦ γήϊνου δρόμου του, σἄν καὶ σένα! σἄν καὶ σένα!
Ἕνα μὲ τὴν ἀέναη μουσικὴ τοῦ μεγάλου κόσμου ποὺ εἶσαι, κοίμιζε τὰ ὄνειρά σου, καὶ ἀναπαύου στὶς σκιὲς τῶν παραμυθιῶν. Πόσο ἀνόητοι εἴμαστε κοντά σου! Τὶ ξέρουμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι νὰ σοῦ ποῦμε; «Λέξεις», «λέξεις», «λέξεις», εἶπε ὁ μεγάλος ἄνθρωπος καὶ ποιητὴς τὴς ζωῆς. Ἐνῶ ἐσὺ εἶσαι κάτι πολὺ περισσότερο! Εἶσαι ἡ δροσιὰ ποὺ ἀνασταίνει, ἡ φεγγαρίσια δροσιὰ στὶς ἀγιασμένες νύχτες! Μὴ καταστρέφεις τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει, ἐδῶ στὸ μαῦρο κόσμο!
Ἕνα μὲ τὸ λαμπερὸ ἀστέρι τὴς αὐγὴς, ἕνα μὲ τὴ φωνὴ τὴ δροσερὴ τοῦ δάσους, ἕνα μὲ τὴ δροσιὰ τοῦ ἄλικου ρόδου, ἕνα μὲ τὴ δροσιὰ τὴς ἄνοιξης, ἕνα μὲ τὴ γαλάζια ὀμορφιὰ τοῦ Ἀπριλιάτικου οὐρανοῦ — σὲ φέρνω πάντα μέσ’ στὸ νοῦ μου, σὲ λατρεύω, σὲ ἀποθεώνω, παιδί, ἄρωμα τοῦ κόσμου τούτου¡ Δακρύζω, κάθε ποὺ θὰ βρῶ τὰ βήματά σου — ἄχ! τὶ δὲν μοῦ θυμίζεις; Φαιδρὰ τριανταφυλλένια σύννεφα μέσ’ στὸν οὐρανό σου. Εἶμαι ὁ ἄφωνος προσκυνητής σου.
Τὶ εἶνε οἱ σκέψεις τοῦ σοφοῦ, οἱ γιομάτες κακία κι’ ἐγωϊσμό, ἡ μεγαλοστομία τοῦ μορφωμένου, ἡ ἀλήθεια τοῦ δασκάλου, ἡ ρητορεία τοῦ πολιτικοῦ, ἡ κούφια δράση τοῦ ἐμπόρου, τὰ σχέδια τοῦ μάταιου ἀνθρώπου, μπρὸς στὴ δική σου δροσερότητα, μπρὸς στὴ δική σου φύση; Ἐπέστρεφε διαρκῶς στὴν πρώτη σου φωνή: διατήρει τὴν ἁγνότητα τὴς παιδικότητάς σου. Μὴν ἀκοῦς τὰ πλάνα λόγια. Χρυσὸ εἶνε τὸ βασίλειό σου, ὅμοια μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀτίμητο, τοῦ ποιητῆ.
Μαζὶ δένεται ἕνα σύνολο τόσο ἐκφραστικὸ καὶ τόσο τέλειο, ποῦ ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ κι’ ἀνόητοι ἐργάτες γονατίζουμε καὶ ἀποροῦμε ’μπρός του.
Τὶ ξέρουμε πιὰ ἐμεῖς ἀπὸ ὄνειρα καὶ φαντασίες, ἀπὸ εἰκόνες μαγευτικές; Τὸ δικό σου μέτωπο τὸ φωτίζει αἰώνια αὐγή! Ἀπάνωθέ του λάμπει τὸ παρθένο, τὸ μενεξεδένιο φῶς! Δὲν τὸ βαραίνει ἡ σκέψη, ἡ δολοφόνα σκέψη τὴς ζωῆς! Κακοῦργοι ἐμεῖς, ἐσβύσαμε μὲ τὴ δειλὴ τὴ σκέψη τὴν ἐξαγνιστική του λάμψη Κι’ ἔτσι, παράφρονες καὶ σὰν ζητιάνοι ἀπομείναμε στὸν ἀφώτιστο δρόμο κυνηγώντας στὰ χαμένα
Σἂν τὶ μπορεῖ νὰ βροῦμε αὑτοῦ, ἂν ὄχι σκιές, μισὰ λόγια, λόγια σκληρὰ καὶ τιποτένια, λόγια χωρὶς οἰκτειρμό; Ἐνῶ ἐσύ, ἀκέριο καθώς εἶσαι, ζεῖς γαλήνιο κι’ εὐτυχισμένο, μέσ’ στὴ φαντασία, στὸ πλούσιο βασίλειό της, κάτ’ ἀπὸ τὴ γόνιμη κι’ ἁγνιστικὴ σκιὰ τῆς μαγικῆς Νεράϊδας! Ἡ φαντασία βασιλεύει στὴ ριγηλὴ ψυχή σου φλογίζοντας τὸ ἀπαλό σου στῆθος. Ἡ φλόγα της ὡραΐζει τὶς μέρες σου — ποιὸς δὲ θἄθελε νἄνε κοντά σου;
Ζεῖς μέσ’ στὸ παραμύθι, στὴν ἀλήθεια — νά! ἡ εὐτυχία σου. Ἐνῶ ἐμεῖς, μὲ τὴ λογικὴ (πὲς διαστροφὴ) στὸ βοῦρκο καὶ στὴν ἀποβλάκωση Εἴμαστε τὸ ψέμμα, ἡ διαστροφή, ἡ κακία, τὸ γήϊνο πάθος, τὸ βλοσυρὸ καὶ ὕπουλο ζῶο· κι’ ἐσὺ τὸ ὄνειρο, τὸ ἄρωμα, τὸ ἀσύληττο χρῶμα τ’ οὐρανοῦ, ἡ ἁρμονία, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ φλόγα. Σἂν καὶ δαὔτηνε, στὰ φαιδρὰ ὁράματά σου, λυώνεις τὸ θλιμμένο κόσμο — κι’ ἀπ’ τὴ στάχτη του βγάζεις τὸ παραμύθι ποὺ γοητεύει τὶς πικρὲς ψυχές!...
Ἕνα μὲ τὴν ἐξωτικὴ φωνὴ τοῦ πουλιοῦ ποῦ ζεῖ μέσ’ στὰ παρθένα δάση, ἕνα μὲ τὴ φωνὴ τὴ μυστικὴ τοῦ δάσους, μὲ τὸ σιγαληνὸ μουρμούρισμα τοῦ δάσους, ποὺ ἐστέγασε γιὰ αἰῶνες τὸν πρῶτον ἄνθρωπο, τὸν κοινὸ πατέρα μας — σὲ νιώθω πάντα, καὶ σ’ ἀκούω, παιδί, δροσιὰ τὴς ζωῆς, αἰώνιο ὄνειρο, ἄρωμα τῶν ἐφήμερων λογισμῶν μας!
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ