Οι χαλασοχώρηδες
Συγγραφέας:
Μέρος Ε'


Θ΄

Έξω, ου μακράν του τόπου της εκλογής, τα πρακτορεία ειργάζοντο δραστηρίως. Το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων έκειτο απέναντι ακριβώς του δημοτικού σχολείου και η μία θύρα αντίκρυζε με την θύραν του σχολείου, η άλλη ήτο κρυφή. Διά της δευτέρας εισήρχοντο οι εκλογείς, επλησίαζον, οδηγούμενοι υπό του Λάμπρου εις γραφείον τι με καινουργή κάγκελλα, αχρωμάτιστα, έσωθεν των οποίων εκάθητο εν μέσω καταστίχων και πλησίον ημιανοίκτου συρταρίου ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος. Εκεί, οι εκλογείς ήκουον «τον κρυφό το λόγο», εφωδιάζοντο με δύο ή τρία «φυσέκια» και εξήρχοντο διά της άλλης θύρας, όπου ο Λάμπρος ο Βατούλας τους προέπεμπεν επιτηρών αυτούς, διά να βλέπει, αν θα μετέβαινον κατ’ ευθείαν εις τον τόπον της εκλογής. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», επήγαιναν κατ’ ευθείαν· μερικοί όμως, ενώ εκαμώνοντο ότι επερίμεναν να εύρουν σειράν διά να εισέλθουν, με τρόπον «το έστριβαν». Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας προσεποιείτο γενναιοτέραν αγανάκτησιν παρ’ όσην πράγματι ησθάνετο. Διότι δεν ήτο και πολύ ευχαριστημένος κατά την ημέραν εκείνην της εκλογής.

Τούτο δε, διότι οι ίδιοι άνθρωποι του κόμματός του τον είχον διαβάλει παρά τω Αλικιάδη και Καψιμαΐδη, ευρόντες λαβήν την φανεράν προσπάθειαν και τον ζήλον, όν εδείκνυεν ο Λάμπρος προς τον Χαρτουλάριον, προτιμών τούτον μάλλον ως βουλευτήν ή ενδυναμώνων, διά της προς αυτόν παρεχομένης ανωφελούς άλλως συνδρομής, τους Γεροντιάδην και Αβαρίδην. Όθεν οι δύο υποψήφιοι οι υποστηριζόμενοι υπό του κόμματος των Χαλασοχώρηδων, τείναντες το ούς εις τας διαβολάς ταύτας, απέσυραν από του Λάμπρου μέρος της προς αυτόν παρεχομένης εμπιστοσύνης και έδωκαν τα πιστά εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον, εις χείρας τού οποίου ενεπιστεύθησαν και τα εκλογικά έξοδα.

Ήτο δε ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος «καλός νοικοκύρης», εμποροπαντοπώλης και κτηματίας και σύμβουλος του δήμου ισόβιος, τόσον, ώστε μίαν φοράν μόνον, ότε ήλθε δέκατος τέταρτος, ήτοι δεύτερος παραπληρωματικός, ο ίσκιος του ή η καλή του τύχη «εψωμόφαγε» μετ’ ολίγας εβδομάδας δύο των προ αυτού πλειοψηφησάντων και ούτως εισήλθεν εις το δημοτικόν συμβούλιον ως ενεργόν μέλος.

Ήτο δε άνθρωπος με επιρροήν, διότι ήξευρε να κάμνει «ευκολίας» εις τους χωρικούς. Μίαν οκάν αχύρου έδιδε τον χειμώνα εκ της προμηθείας του, μίαν οκάν κριθής ελάμβανε το θέρος εκ του αλωνίου. Είχεν όλας τας αρετάς του μύρμηγκος και υπερείχεν αυτού κατά μίαν, ότι ήτο δανειστής. Μίαν οκάν ελαίας έδιδε την μεγάλην τεσσαρακοστήν εις πτωχήν χήραν, μίαν οκάν έλαιον ελάμβανε το φθινόπωρον εις την αποθήκην, όπου είχεν αραδιασμένας περί τας δύο δωδεκάδας μεγάλους πίθους κτιστούς, ασβεστωμένους και χωμένους εις την γην. Περίεργον δε ότι, ενώ τα σταθμά του μαγαζίου του ήσαν όχι λιποβαρέστερα ή των άλλων παντοπωλών, τα μέτρα της αποθήκης του εφημίζοντο ως σωστά και μάλιστα ως πρόσβαρα.

Δι’ όλων αυτών των μέσων, ως και διά τινων χρηματικών δανείων, τα οποία εδάνειζεν εις τους χωρικούς «το διάφορο κεφάλι», είχεν αποκτήσει ου μικράν περιουσίαν, δημοπρατήσας τας οικίας ή τας αμπέλους χωρικών τινων, οίτινες ουδ’ έλειψαν έκτοτε από πλησίον του, ούτε έχθραν ή μνησικακίαν εφαίνοντο τρέφοντες προς αυτόν, αλλά τουναντίον μάλιστα εφαίνοντο ως να του ήσαν υπόχρεοι. Τούτο δε, διότι εις τα χωρία και εις τας μικράς πόλεις οι πτωχοί άνθρωποι δεν έχουσι κανέν μέσον πώς να γλυτώσουν από τας χείρας των μικρεμπόρων, των μικροκεφαλαιούχων και των δικολάβων. Αυτοί οι τύραννοί των είναι και οι προστάται των. Ο ίδιος, όστις επώλησε χθες τον βουν ή τον αγρόν του δείνος γεωργού, ο ίδιος θα δανείσει αύριον τον αυτόν γεωργόν ή θα τον πιστώσει, επιφυλαττόμενος μετ’ ου πολύ να του πωλήσει την οικίαν ή την άμπελον. Και μετά τινα χρόνον, ότε δεν θα έχει πλέον ούτε αγρόν, ούτε βουν, ούτε άμπελον, ούτε οικίαν, αυτός πάλιν ο τύραννος, αυτός ο προστάτης θα τον μισθώσει, όπως καλλιεργεί αντί ευτελούς αμοιβής τον κατεσχημένον, τον πρώην ιδικόν του αγρόν ή άμπελον. Και ούτω αληθεύει κοινή τις παροιμία λεγομένη περί της λάσπης, εις την οποίαν, όσον προσπαθεί ν’ απαλλαγεί τις, τόσον βαθύτερα χώνεται, ή περί της ψώρας, ήτις όσον μοχθεί να την εξαλείψει τις, τόσον πληθύνεται. Το αυτό και χειρότερον συμβαίνει, αν ο χωρικός εδοκίμαζεν εις το ήμισυ της οδού να απαλλαχθεί του πρώτου καλοθελητού, ορφανευμένος από τον βουν και τον αγρόν, σώζων την οικίαν και άμπελον. Θα αντικαθίστα απλώς τον καλοθελητήν, θα ήλλαζε προστάτην και τύραννον αλλά δεν θα εγλύτωνεν ούτε την άμπελον ούτε την οικίαν. Ο νέος καλοθελητής θα εφήρμοζεν απλώς το αυτό σύστημα με την επί το χείρον διαφοράν προς ζημίαν του χωρικού, ότι θα ησθάνετο ολιγώτερον προς αυτόν οίκτον. Τρίτος τρόπος θα ήτο να καταφύγει ο χωρικός εγκαίρως προς τον δικολάβον. Αλλ’ ο δικολάβος είναι το χείριστον κακόν. Θα εδίδασκε τον χωρικόν την στρεψοδικίαν και το ψεύδος, θα τον έπειθε να ψευδορκήσει, θα του μετέδιδε τα πρώτα σπέρματα της δικομανίας και της φυγοπονίας και θα του έτρωγεν επίσης τον βουν, τον αγρόν ή την οικίαν και την άμπελον.

Εις τούτον λοιπόν τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον είχαν δώσει πάσαν εμπιστοσύνην ο Αλικιάδης και ο Καψιμαΐδης, παραγκωνίσαντες τον Λάμπρον Βατούλαν, όστις, πλην του πλεονεκτήματος των πλησίον του Γιαννάκου του Χαρτουλαρίου εκδηλώσεών του, εζήτησε να παρηγορηθεί κατ’ άλλον τρόπον και εκ του μέρους τούτου. Την ημέραν της εκλογής, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε είκοσι λεπτά εις το πρακτορείον, εισερχόμενος, εξερχόμενος, δρομαίος, πολύφροντις, σπογγίζων επί του μετώπου τον ιδρώτα με λευκόν λινομέταξον μανδήλιον, εισέβαλλεν οπίσω από τα κάγκελλα, διέκοπτεν αποτόμως πάσαν συνεννόησιν ή διαπραγμάτευσιν του Στεριωμένου μετά ψηφοφόρων ή ψηφοθηρών, έκυπτεν εις το ους του, του ωμίλει και εις απάντησιν ο κυρ-Μανουήλος πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, τού έθετεν εις την παλάμην άλλοτε έν, άλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ή τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων και ο Λάμπρος επί ατμού αμέσως έφευγεν, ετρέπετο δεξιά ή αριστερά προς τον δρόμον της συνοικίας, διά να επανέλθει και πάλιν μετά είκοσι λεπτά ή ημισείαν ώραν. Ιδού τι συνέβαινεν. Ο Λάμπρος την ημέραν εκείνην είχε βάλει εις πράξιν την μέθοδον «των κρυφών εκλογέων». Διηγείτο εκάστοτε εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι εσυστέλλοντο να παρουσιασθώσι φανερά εις το «πρακτορείον» διά να πάρουν λεπτά. Ο κυρ-Μανουήλος προσεποιείτο ότι τον επίστευε· δεν ηδύνατο ν’ αρνηθεί απολύτως την πληρωμήν, καθόσον δεν είχεν οδηγίας να φθάσει έως εκεί από τον Αλικιάδην και τον Καψιμαΐδην.

Εφρόντιζε μόνον ως καλός διαχειριστής και ως καλύτερος έμπορος «να κόφτει» κάτι τι από τας απαιτήσεις του Λάμπρου. Εάν εκείνος εζήτει εικοσιπεντάρικον, ο κυρ-Μανουήλος έδιδεν έν δεκάρικον και δύο φυσέκια των τεσσάρων δραχμών· εάν του εζήτει δύο δεκάρικα, έδιδε δύο πεντάρικα και έν φυσέκιον μ’ εξήντα πεντάρες. Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή:«Κοίταξε να τους καταφέρεις, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κι εκινείτο να εξέλθει.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος τον εκράτει τότε και απήτει να του είπει τουλάχιστον τα ονόματα των «κρυφών εκλογέων», διά να τα σημειώσει εις το κατάστιχον, αλλ’ ο Λάμπρος διεμαρτύρετο με τόνους αισθηματικούς, πρόθυμος να κοκκινίσει αυτός, διά να παράσχει δείγμα του πώς θα εκοκκίνιζαν οι πελάται του κι έλεγε: «δεν κάνει να εκθέσουμε τους ανθρώπους· τότε καλύτερα να λείπει»! Κι ενώ αι χείρες αι κρατούσαι τα χαρτονομίσματα και τας δεσμίδας των κερμάτων ετείνοντο μακραί προς στιγμήν, ως διά να επιστρέψωσι τα χρήματα εις το γραφείον του Μανουήλου, με βλέμμα εναγωνίου προσδοκίας παρακολουθούντος την κίνησιν, αίφνης αι χείρες αύται εχώνοντο βραχείαι εις τα θυλάκια της ιδίας περισκελίδος του, αποθέτουσαι τα χρήματα εκεί.

Το πρακτορείον του άλλου κόμματος έκειτο επίσης ουχί μακράν του σχολείου, αλλ’ όπισθεν, εις ολιγώτερον κεντρικόν μέρος και η θύρα του δεν αντίκρυζε τον τόπον της εκλογής. Όθεν, επειδή ήτο δύσκολον απ’ αυτού του πρακτορείου να επιτηρώσι τους ψηφοφόρους, όσοι εξερχόμενοι μετέβαινον εις τον τόπον της εκλογής ίνα ψηφοφορήσωσιν, ο Μανόλης ο Πολύχρονος ένευε συνήθως εις δύο ή τρεις των στενωτέρων φίλων να τους συνοδεύωσιν, ενίοτε δε και αυτός ο ίδιος τους προέπεμπεν εις τας κάλπας. Ήτο δε λεπτόν και ακανθώδες το πράγμα. Ο συνοδεύων ώφειλε να μη δεικνύει ότι συνοδεύει. Ώφειλε να τους εμβιβάζει με τρόπον εις τον τόπον της εκλογής, χωρίς να κάμνει ότι αυτός τάχα τους ωδήγησε και τους προέπεμψεν όπως ψηφοφορήσωσιν. Οι εντροπαλώτεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλην την μέθην ήν είχον τινές αυτών, εστενοχωρούντο και διεμαρτύροντο λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας πάν’ έτσι;». Εν τοσούτω ενομίζετο επάναγκες να τους επιτηρώσιν. Οι πονηρότεροι των ψηφοφόρων μη απαξιούντες να λάβωσι «βαμβακόσπορον» και από τα δύο κόμματα έβαινον μετά της υστεροβουλίας, όπως επισκεφθώσι και το άλλο πρακτορείον, το οποίον έκειτο κατέμπροσθεν του εκλογικού τμήματος. Τινές δε, αν και δεν το επεθύμουν χάριν του διπλού χορηγήματος, αλλ’ εφοβούντο τα μίση και τους κατατρεγμούς, και δεν ήθελον να εκτεθώσι και απέναντι του κόμματος των Χαλασοχώρηδων. Ολίγοι μόνον εκλογείς εφόρουν φανερά το σημείον του κόμματος, άσπρην κορδέλλαν ως Χαλασοχώρηδες ή κοκκίνην ως Ανδρογυνοχωρίστρες. Πολλοί δε, αν και εβιάζοντο υπό των κομματαρχών των δύο μερίδων να φορέσωσιν εις απόκεντρον μέρος το λευκόν ή ερυθρόν σήμα, ευθύς ως επρόβαλλαν εις την αγοράν, το απέσπων από της κομβιοδόχης των και το έκρυπταν εις το θυλάκιον.

Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας. Είχαν φέρει επί κραβάτου και τον γερο-Κώσταν τον Γιουλάρην, δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων. Αλλοκότως δε πένθιμον ήτο το θέαμα του ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου επί φορείου υπό τριών ρωμαλέων ανδρών, εισκομιζομένου εις τον τόπον της εκλογής, περιαγομένου έμπροσθεν των καλπών, μετά κόπου κινούντος τον βραχίονα και ρίπτοντος εις το «σκασμένον» στόμιον τα σφαιρίδια. Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργην τον Ξοπούλην, αγροίκον, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε καταβεί εικοσάκις εις την πόλιν και τούτο μόνον εν καιρώ εκλογών. Του είχον τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν και ούτως επείσθη να έλθει. Κατήλθε περί την μεσημβρίαν με όλον το αιπόλιόν του, μη εμπιστευόμενος να το αφήσει προς ώραν εις την φροντίδα άλλου βοσκού. Έφερε τας αίγας του έως εις τα πρόθυρα του σχολείου, εισήχθη εις το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων, είτα ευθύς μετέβη εις τον τόπον της εκλογής κρατών και την πήραν του ανηρτημένην υπο την αριστεράν μασχάλην, μόλις πεισθείς ν’ αφήσει την μαγκούραν του έξω της θύρας. Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας, ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.

Οι Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος εξώφυλλα σιγαροχάρτου επίχρυσα και κυανίζοντα εις τον Γιάννην Ψειροκόνιδαν, βλάκα εκ γενετής, ον από εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκωσιν όπως μάθει να διακρίνει το λευκόν και το μέλαν της κάλπης, αποστηθίσει δε και των υποψηφίων τα ονόματα. Έδωκαν προσέτι τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά εις τον μαστρο-Δημητρόν τον Λογαριασμόν, όστις δεν είχε μάθει ν’ αναγνωρίζει άλλο νόμισμα, όπως ψηφοφορήσει υπέρ των ιδικών των. Είχε προσαχθεί το πρωί φορών την κοκκίνην σκούφιαν του «αποκαής» ακόμη από την εσπερινήν κραιπάλην και δεν εχρειάσθη περισσότερον από δύο μαστίχας διά να μεθύσει εντελώς. Τον είχε προσαγάγει, μέγαν επιδεικνύων ζήλον, ως νεοφώτιστος υπέρ του κόμματος, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και οδηγών αυτόν τον επαρουσίασεν εις τον Μανόλην. Δεν ετύχομεν ευκαιρίας να είπωμεν ότι οι δύο εμπιστευμένοι φίλοι, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Κ’σάφους, τα είχαν γυρίσει εν τω μεταξύ αμφότεροι. Τώρα ο Γιάννης ήτο υπέρ των Χαλασοχώρηδων, διότι είχεν εύρει εκεί, φαίνεται, το συμφέρον του, ο δε Κωνσταντής είχε μεταστεί προς τους Ανδρογυνοχωρίστρες απλώς διότι τα είχε γυρίσει ο Γιάννης. Ούτω καθίστατο προβληματικόν του λοιπού και το σπουδαίον στοίχημα, το οποίον τους ηνάγκασε να στοιχηματίσωσιν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, καθ’ α ιστορήσαμεν εν τη εισαγωγή της παρούσης πραγματείας.

Περί την μεσημβρίαν δε ήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μόσκοβος, παλαιός ναυτικός, μικρόσωμος, ταχέως και δυσκρινώς ομιλών, ψημένος από την θαλασσίαν άλμην, μελαψοκοκκινισμένος από τας τρικυμίας του πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρόφαια μαλλία περί τους κροτάφους και δύο στοίβας χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τας γνάθους. Εξελθόντα του πρακτορείου, ο Μανόλης ο Πολύχρονος έκαμεν απόπειραν να τον συνοδεύσει μέχρι του τόπου της εκλογής, προσπαθών ν’ αρχίσει μετ’ αυτού ομιλίαν επί τετριμμένου θέματος·

- Ε! πώς τα βλέπεις τα πράματα, μπαρμπα-Στεφανή;

- Πώς θέλεις να τα βλέπω, εμορμύρισε δυσφορών ο παλαιός θαλασσινός.

- Απ’ το άλλο κόμμα σκύλιασαν… Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;

- Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπαρμπα-Στεφανής.

- Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα, ο Μανόλης.

Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·

- Για να σου πω, κυρ-Μανόλη, του είπε με την ραγδαίαν και όχι πολύ καθαρεύουσαν προφοράν του· μη θαρρείς πως είμαι βολικό πράμα, για να με μπαρκάρεις εσύ στο σκολειό μέσα;… Εμένα εύκολα δε με τσουρμάρεις…οι άνθρωποι δεν είναι μπαούλα για να τους μπατάρετε σεις όπως θέλετε, μπάτει από δω, μπάτει από κει…μη σας χρειάζεται ακόμα κανένας κάβος, καμμιά γούμενα, για να μας δέσετε, μη μπας και σας σκαπουλάρουμε;…τίποτες αμπάσες μούδες μη θέλετε, για να μας αρμενίζετε πρύμα; Καλούμα από δω, όρτσα από κει, φούντα εκεί! Εμένα, για να σου πω, εύκολα-εύκολα δεν μπορείς να με σκαντζάρεις με το μυαλό το δικό σου. Ίσα τρίγκο, ίσα παρουκέτο, μάινα μπαμπαφίγκο! Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ’ επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν’ αρμενίσουμε κουσέρβα; Αβάρα! Σία! Ανοιχτά!

Ο Μανόλης δεν ηδυνήθη να μη γελάσει κι έσπευσε να απαλλάξει τον μπαρμπα-Στεφανήν της φορτικής συνοδείας του.


Ι΄

Ήτο δειλινόν ήδη και το πολύ των επιδημούντων εκλογέων είχε ψηφίσει από πρωίας αγεληδόν. Εις τον μέγαν κήπον του κυρ-Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερικοκκιάν και συκήν και απιδέαν, είχον στρωθεί από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος. Καίτοι διαφόρων ηλικιών κι επαγγελμάτων, ήσαν και οι πέντε μερακλήδες και το είχαν στρώσει εκεί, ουδ’ είχαν σκοπόν να υπάγουν να ψηφοφορήσωσιν. Ήθελαν να επιβάλουν τους όρους των και εις τα δύο διαμαχόμενα μέρη. Ο κήπος ήτο ως αδέσποτος την ημέραν εκείνην, η δε γραία Νιανίτσα, η σύζυγος του ιδιοκτήτου, περιφερομένη από αυλακιάς εις αυλακιάν, μύωψ ούσα, έκοπτε κολόκυνθον αντί σικυού και μελιτζάναν αντί τομάτας. Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλώρης, από τεσσαρακονταετίας δεν είχε παύσει να καλλιεργεί τον κήπον, αλλ’ ενώ όλον τον χρόνον τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτην, τον κυρ-Χαράλαμπον, εις τας παραμονάς πάσης εκλογής εμάλλωναν κι εγίνοντο από δυο χωριά. Εις τα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος εχώνετο έως τις μασχάλες, ο μπαρμπα-Νικόλας έως τον λαιμόν. Αλλ’ από τεσσαράκοντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είναι οι δύο με το αυτό κόμμα. Περί του κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε ένα παλαιόν δημώδες δίστιχον, το εξής·

Σκόρδα, πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι
ο Νιανιός θα θυσιάσει για να βγάλει βουλευτή.

Εις τας παραμονάς δε εκάστης εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ηρώτα απλώς τον μπαρμπα-Νικόλαν αν την φοράν ταύτην θα είναι με το αυτό κόμμα, ο γέρων κηπουρός εφουρκίζετο τόσον, ώστε άφηνε τον κήπον έρημον και έφευγεν, εωσού μετά τας εκλογάς επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος εις τον κήπον. Δις ή τρις ο κυρ-Χαράλαμπος είχεν αποπειραθεί ν’ αντικαταστήσει τον κηπουρόν, αλλά μόνον διά ν’ αποδειχθεί ότι ούτε αυτός και ο κήπος του ημπορούσαν να κάμουν χωρίς τον μπαρμπα-Νικολόν, ούτε ούτος χωρίς τον κυρ-Χαράλαμπον και τον κήπον του.

Την εξαιρετικήν ταύτην κατάστασιν επωφελούμενοι οι πέντε εγκάρδιοι φίλοι έκοπτον μόνοι των, χωρίς να κρατώσι λογαριασμόν, όσα αγγούρια ήθελαν, είχαν δε αδειάσει ήδη ολόκληρον δαμιτζάναν του αντικρινού καπηλείου ως μόνον πρόγευμα έχοντες χλωρές πιπεριές και τομάτες με άλας. Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι, με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Εκ της αφορμής ταύτης απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος φροντίσας να γεμίσει εκ νέου την κενωθείσαν δαμιτζάναν. Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής ήτο εν ευθυμία και μετά μικρόν ήρχισε να τραγουδεί τα οικεία αυτώ παλαιά μερακλίδικα τραγούδια·

Απ’ τα πολλά μου βάσανα κι απ’ τα πολλά μου πάθη
σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη.

Και πάλιν:

Όλοι κακό μου θέλουνε, οι πέτρες και τα ξύλα,
σαν ακουμπήσω σε δενδρί, μαραίνονται τα φύλλα.

Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·

- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;

- Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…

- Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.

- Ας φέξει!

- Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.

- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.

- Τι λες και συ, Άγγουρε;…που να ρημάξει το κεφάλι σου!

- Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.

- Θέλουμε και προικιά.

- Το τράχωμα, που λένε.

- Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…

- Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;

- Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Έως εδώ ήτο η συνομιλία των πέντε εγκαρδιακών φίλων, όταν εισήλθε διά τρίτην φοράν ήδη ο Μανόλης ο Πολύχρονος. Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα υπό την σκιάν δένδρου και καλέσας διά νευμάτων τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλεί διά μακρών ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανόλης έσεισε την κεφαλήν και απεμακρύνθη βραδέως υποσχόμενος ότι θα επανέλθει.

Μόλις είχεν εξέλθει ούτος κι επαρουσιάσθη ο Λάμπρος ο Βατούλας. Εκάλεσε και ούτος τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Δημήτρην τον Ζάβαλον και ήρχισε να τους ομιλεί. Αλλά μετά πολλάς προσπαθείας απήλθεν άπρακτος.

Ο μπαρμπα-Γιώργος επανελθών προς τους ιδικούς του, ανεκοίνωσεν αυτοίς τας προτάσεις αμφοτέρων των ψηφοκαπήλων. Εκείνοι επεδοκίμασαν την απάντησιν, ην είχε δώσει ο γερο-Απίκραντος.

- Ό,τ’ κάμ’ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλά καμωμένα, είπε και ο Κώστας ο Άγγουρος.

Όσον διά τον γερο-Λευθέρην τον Κουσερήν, ούτος δεν έπαυσε να τραγουδεί τα παλαιά μερακλίδικα τραγούδια του.

Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο. Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήσει μονοκούκι υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου αντί προκαταβολής 210 δραχμών εις μετρητά, ενός γιουβετσίου, δύο γαλονίων οίνου και ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχίων περιπλέον διά τον Κώσταν τον Άγγουρον, όστις είχε λειώσει πολλά ζευγάρια τσαρούχια να τρέχει πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς εκαυχάτο ο ίδιος.

Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής: θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες και θα έδιδαν τας λοιπάς 10, ως και τα τσαρούχια, εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα-Γιώργης.

Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο-Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα. Κατόπιν όμως, μέχρι της μεσημβρίας, μετά πολλάς διαπραγματεύσεις, είχαν καταβεί εις δραχμάς 170 μετρητάς, έν γιουβέτσιον, δύο γαλόνια οίνου και ζεύγος τσαρουχίων διά τον Άγγουρον, παραιτηθέντες του παγουρίου της ρακής.

Βραδύτερον, περί την δείλην, κατέβησαν ακόμη εις δραχμάς 150 και ζεύγος τσαρουχίων, παραιτηθέντες του γιουβετσίου και του οίνου. Θα ελάμβανον ανά 35 δραχμάς οι τέσσαρες και 10 δραχμάς πάντοτε ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος πλέον του ζεύγους των τσαρουχίων. Επί παρουσία του Κώστα οι τέσσαρες εταίροι εφυλάττοντο καλώς ν’ αναφέρωσι το ποσόν.

Ούτος καμαρώνων ήδη νοερώς τα καινουργή τσαρούχια υπέθετεν ότι εζήτουν απλώς δύο εικοσιπεντάδραχμα, όπως πεισθώσι να δώσωσι ψήφον.

Εκατόν δέκα δραχμάς τοις είχε προτείνει ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εκατό είκοσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας. Αλλά δεν εννόουν να καταβούν παρακάτω από τας 150.

Εν τούτοις η ώρα παρήρχετο, ήτο ήδη οψία δείλη. Ο ήλιος εχαμήλωνεν.

Από μιας ώρας δεν είχε παρουσιασθεί εις την θύραν του περιβόλου κανείς απεσταλμένος ούτε του ενός ούτε του άλλου κόμματος. Οιονεί διά σιωπηλής συμφωνίας τους άφησαν να παραδοθώσι διά της ολιγωρίας και δι’ αναγκαστικής απραξίας.

Τέλος, περί την έκτην ώραν, όταν ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, εφάνη εισελθών και βαίνων δρομαίως προς την στέρναν εγγύς της οποίας το είχαν στρωμένον οι πέντε φίλοι, εξ ων ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Άγγουρος είχαν αποκοιμηθεί επί της παχείας φυλλάδος, ήτις τους είχε χρησιμεύσει ως τάπης και ως τράπεζα, ενώ οι λοιποί τρεις ησχολούντο περιτρώγοντες τα τελευταία λείψανα του συμποσίου και παρηγορούμενοι διά της φλάσκας, της επτάκις γεμισθείσης ήδη από της δαμιτζάνας του γείτονος καπήλου, εφάνη, λέγω, βαίνων προς την στέρναν ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, αυτοπροσώπως.

Φαίνεται ότι μετά τας πολλάς ανωφελείς αποπείρας τας γενομένας διά του Λάμπρου του Βατούλα ηθέλησε ο ίδιος να πραγματευθεί προς τους πέντε συνωμότας. Επλησίασεν. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος και ο Δημήτρης ο Ζάβαλος εσηκώθησαν και μετέβησαν όπισθεν του μαγγανοπηγάδου, όπου τους ένευσε να τον ακολουθήσωσι.

Κατόπιν τούτων, απρόσκλητος ηκολούθησε και ο Γιαννιός ο Κάβουρας. Όσον διά τον γερο-Κουσερήν και τον Άγγουρον, ούτοι εξηκολούθησαν να κοιμώνται πλησίον αλλήλων, εναμίλλως ρέγχοντες.

Την ιδίαν στιγμήν, εις εκατόν πεντήκοντα βημάτων απόστασιν, όπισθεν της λιθίνης αιμασιάς και του επιστέφοντος αυτήν από τρικοκκιές φράκτου, εφάνη προκύψασα η κεφαλή του Μανόλη του Πολύχρονου.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ωμίλει ταπεινή τη φωνή και μετά χειρονομιών προς τους τρεις φίλους. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος μετά συντόνου προσοχής κατασκοπεύων όπισθεν του φράκτου, αδύνατον ήτο ν’ ακούσει λέξιν αλλ’ εννόει πολύ καλά τι ελέγετο εκεί, παρά το μαγγανοπήγαδον.

Ο γερο-Απίκραντος απήντα εκάστοτε εις τας προτάσεις του κυρ-Μανουήλου τείνων λίαν εκφραστικώς τας χείρας. Οι άλλοι έσειον τους ώμους.

Ο κυρ-Μανουήλος εφαίνετο ανυπόμονος και ομιλών άμα, έκαμνε βραχείς περιπάτους περί το μαγγανοπήγαδον. Δύο ή τρεις φοράς έβγαλεν από την τσέπην του γελέκου το ωρολόγιόν του, το εκοίταξε κι εφαίνετο λέγων προς τους τρεις εταίρους ότι η ώρα περνά και ότι πρέπει να σπεύσωσι.

Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα εις τους τέσσαρας φράκτας και εις τας τέσσαρας γωνίας του κήπου, εστράφη προς το μαγγανοπήγαδον, έβγαλεν από την εσωτερικήν τσέπην του επενδύτου μικρόν φάκελλον και τον ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον.

Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος έλαβε τον μικρόν φάκελλον και στραφείς προς τους συντρόφους του, ήρχισε να διερευνά το περιεχόμενον.

Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τεελυταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των.

Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.

Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις εξυπνήσας, έτριψε τους οφθαλμούς και δεν ανεσηκώθη αλλ’ εσήκωσε τον πόδα, διά να ιδεί αν εφόρει τα τσαρούχια τα οποία ωνειρεύετο.

Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής εξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης και ήρχισε να τραγουδεί το προσφιλές αυτώ άσμα·

Σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη…

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος εξηκολούθει να περιμένει ολίγα βήματα απωτέρω.

Οι δύο υπνηλοί εσηκώθησαν, ετινάχθησαν και οι σύντροφοί των τους έβρεξαν τα πρόσωπα με νερόν από την στέρναν.

Οι πέντε άνδρες ητοιμάσθησαν, ετίναξαν τα ενδύματά των, εφόρεσαν έκαστος το έν μανίκι της τσάκας του ή της σουρτούκας του.

Ο κυρ-Μανουήλος είπε: Πάμε! κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε φίλοι τον ηκολούθησαν.

Συγχρόνως ο Μανόλης ο Πολύχρονος, όστις δεν έπαυσε να κατασκοπεύει μετά συντόνου προσοχής τα συμβαίνοντα όπισθεν του φράκτου, εστράφη τρέχων προς την πρώτην καμπήν της οδού κι έγινε άφαντος.