Οι Τζογαδόροι
Συγγραφέας:
Φ. 284, 13.1.1890


Φασουλῆς ὁ γαλαντόμος -κι' ἕνας νέος ἀστυνόμος

(Εἷς ἀστυνόμος τριγυρνᾶ μ' ἕνα κλητήρων λόχον
καὶ κλείνει χαρτοπαίχνια καὶ λέσχας διαφόρους,
καὶ πιάνει καὶ τὸν Φασουλῆν εἰς ἕνα καπνοδόχον
σκεπτόμενον περὶ φυγῆς μὲ ἄλλους τζογαδόρους.)


ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Σ' ἐπιάσαμε...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀφῆστε με...

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Μὴν τὸ κουνήσῃς πάσσο...
εἰς ὅποιο μέρος κι' ἂν χωθῇς ἀμέσως θὰ σὲ πιάσω.
Ὁ Στάϊκος παρήγγειλε νὰ κλείσουν πλέον ὅλα,
νὰ λείψῃ πιὰ τῆς τράπουλας ἡ κάθε καρμανιόλα,
καὶ ὅποιος συλλαμβάνεται στὸ πράσινο τραπέζι
ἢ χρήματα ἢ κόκκαλα ἢ βότσαλα νὰ παίζῃ,
θὰ ὁδηγεῖται πάραυτα εἰς τὴν Ἀστυνομίαν
κι' ἑκεῖ θὰ στιγματίζεται μὲ τόσην ἀτιμίαν.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀφήσετέ με ἥσυχον... καὶ ἅλλοτε σᾶς εἶπα
πὼς μ' ὅλα τοῦτα κάνετε εἰς τὸ νερὸ μιὰ τρύπα,
καὶ ἂν τὰ χαρτοπαίχνια ὁ Στάϊκος σφαλᾷ
ἢ σήμερον ἢ αὕριον θ' ἀνοίξουν πιὸ πολλά,
κι' ἀδίκως στάκτη ρίχνετε στὰ μάτια τοῦ κοινοῦ,
γιατὶ γελοῦν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν λίγο νοῦ.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Τοιαύτην ἔχω ἐντολὴν ἐκ τῆς Ἀστυνομίας.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγὼ δὲν εἶμαι, ἀδελφέ, δημόσιος Ταμίας,
οὔτε σπαθάτος λιγερὸς καὶ κατακορδωμένος,
οὔτε κανένας ντιστεγκὲ καὶ διακεκριμένος,
καὶ ὅπου καὶ ἂν χώνωμε καὶ ὅ,τι καὶ ἂν κάνω
ὑπόληψιν κι' εὐγένειαν παντάπασιν δὲν χάνω.
Ἐγὼ κι' ἂν παίζω τὰ χαρτιὰ καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα
πέρνω καὶ δίνω πάντοτε καβουρδιστὸν ἀέρα,
ἀλλ' ὄταν ὅμως χρήματα πραγματικἀ πληρώσω
ἀμέσως τότε θὰ σκεφθῶ, πῶς πρέπει νὰ σουφρώσω
καὶ ὄταν κλέψω μιὰ φορά, θὰ κλέψω καὶ δευτέραν,
καὶ οὕτω πως θὰ ὐψωθῶ στῶν ντιστεγκὲ τὴν σφαῖραν,
καὶ ὄταν γίνω ντιστεγκέ, θὰ εἶμαι ὅπως πρέπει,
ἡ ἐξουσία εἰς ἐμὲ τὸ πᾶν θὰ ἐπιτρέπῃ,
κι' ὅταν ἁπλώνω πρὸς κλοπὴν τὰς καθαράς μου χεῖρας
καὶ παίζω εἰς τὴν τράπουλα τὸν ὀβολὸν τῆς χήρας,
τὸ ξίφος μου, τὸ στέμμα μου, τοῦ ἔθνους τὰ Ταμεῖα,
ὁ Νόμος θὰ μὲ συγχωρῇ καὶ ἡ Ἀστυνομία,
καὶ πᾶς φρουρὸς τῆς τάξεως θὰ κάνῃ πὼς δὲν βλέπει
καὶ θὰ βουτᾷ τὸ χέρι του μὲς στὴ δική μου τσέπη.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Ὀγρήγορα παρακαλῶ εἰς τὴν Ἀστυνομίαν.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Θαυμάζω μὲ τὸν ζῆλον σας κι' αὐτὴ τὴν προθεσμίαν
καὶ χαίρω πὼς εὑρίσκονται, καθὼς καὶ σᾶς, φρουροὶ
εὐκίνητοι, δραστήριοι, γενναῖοι, αὐστηροί,
φροντὀζοντες ἀείποτε περὶ τῶν πολιτῶν
καὶ σώζοντες τὸ ἔχειν μας ἐκ τῶν λωποδυτῶν.
Ἀλλ' ἀπὸ τέτοια πράγματα ταὐτί μας δὲν ἱδρόνει
κι' ὁ περιούσιος λαὸς τοὺς φόρους του πληρόνει.
Εἶναι καλὸν νὰ ἐξυπνᾶ καὶ ἡ Ἀστυνομία
καὶ νὰ καταδιώκεται ἑκάστη ἀτιμία,
ὁ νόμος δὲ νὰ φαίνεται, πὼς ὄντως λειτουργεῖ,
πὼς πᾶς φρουρὸς τῆς τάξεως καθόλου δὲν ἀργεῖ,
ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς βεβαιῶ, πὼς ὅλα χάλια εἶναι
καὶ ἡ τρεχάλαις γίνονται διὰ τὸ θεαθῆναι.
Κανεὶς Ρωμηὸς δὲν φαίνεται πτωχὸς καὶ φουκαρᾶς,
δι' ὅλους καλοπέρασις καὶ μπόλικος παρᾶς,
δὲν ξέρει τόσους θησαυροὺς κανένας τί νὰ κάνῃ
καὶ τρέχει πιὰ στὴν τράπουλα τὸν πόντο του νὰ βάνῃ,
κι' ἀδίκως τόση γίνεται συζήτησις κι' ἀντάρα,
γιατὶ κι' ἂν χάσῃ στὰ χαρτιὰ δὲν δίνει μιὰ πεντάρα.
Ὑπάρχει τὸ περίσσευμα τοῦ θαυμαστοῦ Τρικούπη,
ὑπάρχει ἀνεξάντλητον τοῦ Κεντρικοῦ τὸ κιούπι,
κι' ἐνόσω περισσεύματα ὁ οὐρανὸς μᾶς βρέχει
κι' ἀπ' τὰ καλαμοβράκια μας ἡ εὐτυχία τρέχει,
ἀφήστε νἀ σκορπίζωμεν ἡσύχως τὸν παρά μας
ὡς ὅτου πλέον ταμπουρᾶ νὰ παίξουν τ' ἄντερά μας.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Βρὲ τράβα εἰς τὸν Στάϊκο...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί διάβολος σᾶς πιάνει;
Τὸν κόσμο δὲν ἀφίνετε τὸ γοῦστο του νὰ κάνῃ;
Ἂν ἐδυστύχει ἀληθῶς ἡ προσφιλῆς Ἑλλὰς
καὶ φόρους δὲν ἐπλήρωνε κανεὶς κρεμανταλάς,
θὰ σᾶς ἐφώναζα κι' ἐγὼ «κλειδώσετέ τα ὅλα,
προτοῦ ἐκ πείνης κάτισχνοι ἀφήσωμεν τὰ κόλα».

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Βρὲ τράβα εἰς τὸν Στάϊκο, χωρὶς νὰ μ' ἀπαντᾷς.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἕναν ἱππότην ὡς ἐμὲ δὲν πρέπει νὰ σκουντᾷς.
Ὁ κόσμος ὅλος εὐτυχεῖ καὶ δὲν μᾶς δέρνει ψώρα...
πότε θὰ παίξῃ κι' ἡ Ἑλλάς, ἐὰν δὲν παίξῃ τώρα;

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Βουβάσου κι' ακολούθει μας...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί διάβολος σᾶς πιάνει;
Τὸν κόσμο δὲν ἀφίνετε τὸ γοῦστο του νὰ κάνῃ;
Ἀφοῦ τῆς πείνας ἔλειψαν καὶ τοῦ λιμοῦ οἱ φόβοι
κι' ἂς τρέξῃ κι' ὁ Πρωθυπουργὸς μὲ τὸ πουγγὶ γεμάτο
εἰς τὸν Βαγγέλη τὸν Ζερβὸ καὶ εἰς τὸν Ἀσημάτο.

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Δὲν ντρέπεσαι, παλῃάνθρωπε;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καμιὰ ντροπὴ δὲν κάνω...
ἐγώ, μωρέ, φιλοσοφῶ στὴν τράπουλα ἐπάνω,
καὶ ἥσυχον, παρακαλῶ, καθένας νὰ μ' ἀφήσῃ...
Ἐὰν τὸν πλοῦτον ἀγαπᾷ, σιχαίνεται τὸν κόπον,
κι' ὅταν κλοπῆς δὲν εἰμπορεῖ νὰ εὕρῃ ἄλλον τρόπον,
μὲ τόσας σκέψεις πονηρὰς ἡ βίδα του σαλεύει
καὶ ρίχνεται στὴν τράπουλα καὶ κλέβεται καὶ κλέβει.
Μὲ τοῦτα τὰ τρεχάματα κτυπᾶτε στὸν ἀέρα,
κι' ἂν δὲν τὰ κόψουν ἀπ' ἐδῶ, θὰ πᾶνε παραπέρα,
κι' ἂν οἱ πολῖται σήμερα στὸν πειρασμὸν ἀνθέξουν,
ἀλλ' αὔριον μεθαύριον γιὰ σίγουρα θὰ παίξουν,
κι' ὀ Στάϊκος καὶ πᾶσ' ἀρχὴ ἂς μὴν τὸ ἐπιτρέπῃ...

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Κυττάξετέ τον γρήγορα στὴ μιὰ καὶ ἄλλη τσέπη.

(Ἀπὸ τὸν σβέρκον ἔξαφνα δυὸ τρεῖς φρουροὶ τὸν πιάνουν
καὶ κατὰ τσέπην ἔρευναν τοῦ φουκαρᾶ τοῦ κάνουν,
κι' ὅσα λεπτὰ τοῦ βρίσκουνε μὲ τρόπο τοῦ τὰ πέρνουν
καὶ μὲ κλωτσιαῖς καὶ μὲ γροθιαῖς ἀλύπητα τὸν δέρνουν.)