Οἱ σφουγγαράδες
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


ΠΟΤΕ δὲ ζήλεψα τὴν τέχνη τοῦ σφουγγαρᾶ· ποτὲ στὴ ζωή μου! Ἀγάπησα τὴ θάλασσα, τοὺς κόρφους, τὰ νησιά, τοὺς θυμοὺς καὶ τὴ γαλήνη της· μὰ τοὺς θησαυρούς της ὄχι ποτέ! Ἀπὸ μικρὸς αἰσθανόμουν ἀηδία ἐμπρὸς σὲ μιά μηχανή. Δὲν ξέρω πῶς μοῦ φαινόταν, δὲ θυμοῦμαι πῶς τὴν παρόμοιαζα· ὄχι ὅμως ποτὲ μὲ πλεούμενο, εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ καμάρι τῆς θάλασσας. Κάτι συχαμερὸ τοῦ Σατανᾶ χειροτέχνημα, φάνταζε πάντα στὰ μάτια μου. Ὅταν κάθε χρόνο, τὴ βδομάδα τοῦ Θωμᾶ, τὸ νησί μας βούρκωνε ἀπὸ τὸ καρδιοχτύπι μαννάδων καὶ στεφανωτικῶν, ἢ βούϊζε ἀπὸ τὸ γλέντι τῶν βουτηχτάδων, ἐγὼ δὲν ἔβλεπα μπρός μου παρὰ Λάμια τὴ Μπαρμπαριά, νὰ στρώνῃ τὰ κρυσταλλένια κρεβάτια της γιὰ νὰ πλαγιάσῃ ἀξύπνητα, ἐκείνους ποῦ ζηλεύουν τὰ πλούτη της. Καὶ ὅταν πάλι τὸ χυνόπωρο ἔβγαιναν ὅλοι στὸ ἀκρωτῆρι νὰ χαιρετήσουν τὸ γυρισμό τους, ἐγὼ μὲ κακὴ περιέργεια ἔτρεχα νὰ μετρήσω πόσοι γύριζαν παράλυτοι, κουρέλια τῆς ζωῆς καὶ πόσοι ἀπόμειναν στὸ Ἀσπρονῆσι, τῶν ἀραπάδων βρώση καὶ μπαίγνιο.

Μιὰ χρονιὰ ὅμως λίγο ἔλειψε νὰ τοὺς ἀκολουθήσω καὶ γώ. Οἱ συνομήλικοί μου πῆγαν ὅλοι καὶ πῆραν προκαταβολὴ ἀπὸ τὸ γέρο Μορφονιό, τὸ μεγαλέμπορο. Πῆραν τὰ λεφτὰ μὲ τὴ συμφωνία νὰ τοὺς κατεβάσῃ μὲ παιγνίδια στὸ καράβι, ὅταν θὰ μπαρκάρουν. Μὲ μέθυσε ἡ κακὴ παρακίνηση, πῆγα μαζί τους. Ὁ μεγαλέμπορος μοῦ μέτρησε δυὸ «ἄγκουρες» κ’ ἕναν «παπποῦ»· μοῦ ἔδωκε ἀκόμη καὶ «νὶ φεοὺκ» γιὰ τρατάρισμα. Ὅλα μαζὶ χίλιες ἑκατὸν εἰκοσιπέντε δραμές. Δὲν πῆγα ὅμως νὰ τὰ ρίξω στὴν ταβέρνα.

— Νὰ μάννα, τῆς λέω· σοῦ ’φερα τὰ πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω μὲ τοὺς σφουγγαράδες.

— Φεύγεις μὲ τοὺς σφουγγαράδες! λέει ἐκείνη. Δὲν πᾷς καλήτερα νὰ πέσῃς στὸ Μαντράκι! Γλήγορα νὰ δώκῃς πίσω τὰ λεφτά. Εὐκὴ καὶ κατάρα μοῦ ἄφηκε ὁ συχωρεμένος ὁ πατέρας σου, σφουγγαρᾶς νὰ μὴ γένῃ κανεὶς ἀπ’ τὴ γενιά του.

— Εὐκὴ καὶ κατάρα!

— Ναί· τρέξε γλήγορα νὰ δώκῃς πίσω τὰ πλάτικα.

— Μωρὲ μάννα· δὲ βλέπεις ποῦ δὲ βρίσκω δουλειά; Πῶς θὰ ζήσουμε ὅλον τὸν καιρό; Τί θὰ φᾶμε;

— Τίποτα νὰ μὴ φᾶμε· τίποτα! Νὰ ψωφήσουμε στὴν ψάθα! Ὁ πατέρας σου τὸ εἶπε ρητά: Κάλλιο ζητιᾶνος παρὰ σφουγγαρᾶς!

Τὴν ἄκουσα τὴν μάννα μου· ἔδωκα πίσω τὴν προκαταβολή. Ὄχι τάχα πῶς ἤμουν καὶ τόσο ὑπάκουος. Ἀλλὰ ἡ ἀντιπάθεια ποῦ ἔτρεψα στὴν τέχνη ξύπνησε μέσα μου μὲ τὸν πρῶτο λόγο τῆς γριᾶς. Δὲν μποροῦσα ὅμως καὶ νὰ ξηγήσω, τί ἦταν ἐκεῖνο ποῦ ἔδενε τὸ θέλημα τοῦ πατέρα μου τόσο σφιχτὰ μὲ τὸ αἴσθημά μου. Τί διάβολο! κληρονομιὰ τὸ εἴχαμε πάππου πρὸς πάππου! Ἐγνώριζα πῶς ὁ πάππος μου ἦταν ὁ καλύτερος βουτηχτὴς τοῦ καιροῦ του καὶ συχνὰ παράβγαινε μὲ τοὺς Καλυμνιῶτες. Κι’ ὁ πατέρας μου ἤξερα πῶς ἔκανε τὴν ἴδια τέχνη, ὡς τὴ χρονιὰ ποῦ χάθηκε ὁ ἀδερφός του.

— Δὲ μοῦ λὲς μάννα· τῆς λέω τὸ βράδυ ποῦ γύρισα στὸ σπίτι, θυμωμένος ἀπὸ τὰ πειράγματα τῶν συντρόφων μου. Γιατὶ ὁ πατέρας μου ἄφησε τέτοια εὐκὴ στὰ παιδιά του;

— Νὰ σοῦ εἰπῶ ἀπάντησε ἡ γριὰ πρόθυμη· νὰ σοῦ εἰπῶ ἀμέσως. Καὶ τήραξε νὰ τὸ φυλάξῃς καλὰ στὸ νοῦ σου. Ἐγὼ δὲ θὰ εἶμαι πάντα δίπλα σου νὰ σὲ μποδίζω. Μὰ τὴ χειρότερη δυστυχία νὰ βρῇς σφουγγαρᾶς νὰ μὴ γένῃς.

Ἐσὺ δὲν τοὺς πρόφτασες τοὺς Ραφαλιάδες, τῆς Ὕδρας, δυὸ στοιχειὰ καὶ δυὸ λαχτάρες τῆς θάλασσας. Καὶ ὅμως ὁ μικρότερος, ὁ Πέτρος Ραφαλιᾶς, ἦταν πατέρας σου· κι’ ὁ μεγαλείτερος ὁ Νικολός, ἦταν ἀρρεβωνιαστικός μου. Θὰ εἰπῇς πῶς γίνεται; Νὰ ποῦ ἔγινε. Οἱ δυὸ μαζὶ μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, ἄτρομοι, λέγονταν οἱ καλήτεροι βουτηχτάδες τοῦ νησιοῦ μας. Κάθε ἔμπορος διπλῆ-τριπλῆ τοὺς ἔδινε τὴν προκαταβολή, γιὰ νὰ τοὺς πάρῃ στὴ δούλεψή του. Αὐτοὶ ὅμως εἶχαν τὸν Καλέμη καὶ δὲν τὸν ἄλλαζαν ποτέ. Μὰ κείνη τὴ χρονιὰ ἡ ἁμαρτία τὸ ἤφερε νὰ χωρίσουν. Ὁ πατέρας σου μπῆκε σὲ μιὰ Αἰγινήτικη μηχανή. Ὁ ἀρρεβωνιαστικός μου ἔμεινε μὲ τὸν Καλέμη. Μόλις πῆρε τὴν προκαταβολή, ἔτρεξε κοντά μου.

— Πάρτα, Χρυσούλα, μοῦ λέει καὶ φύλαξέ τα κόμπο. Ἂν γυρίσω πίσω, νὰ κάνουμε τὸ γάμο καὶ ν’ ἀνοίξουμε τὸ σπίτι. Ἂν μὲ κρατήσῃ ἄντρα της ἡ Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιὰ νὰ τὰ χαρῇς μὲ ἄλλον τυχερώτερο.

Εἶδες τί γίνεται, ὅταν μισεύουν τὰ σφουγγαράδικα! Ἔτσι καὶ καλήτερα γινότανε στὸν καιρό μας. Ὅλο τὸ νησὶ ἔτρεχε στὸ ἀκρωτῆρι νὰ τοὺς καταβοδώσῃ. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια πλάνταζαν τὸν ἀέρα. Γλέντι μαζὶ καὶ σύγκρυο. Ἄλλος κανένας χωρισμὸς δὲν ἀναγκάζει τόσο τὴν καρδιὰ νὰ δείχνεται χαιράμενη, ἐκεῖ ποῦ λυώνει ἀπὸ τὸ φαρμάκι της. Ποῦ νὰ κλάψῃς!

Ἔφτασαν τέλος στὴ Βεγγάζη. Ἔφτασαν δυό, ἔφτασαν πέντε, δέκα-εἴκοσι τὰ ντεπόζιτα. Ἔφτασαν κ’ ἔρριξαν κάτω σὰν παιδιά τους τὶς μηχανές, δυὸ καὶ τέσσερες τὸ καθένα. Ἡ ἔρμη θάλασσα τῆς Ἀφρικῆς βούϊζε πάλι ἀπὸ γέλια καὶ τραγούδια· οἱ κόρφοι της ἀνοίχτηκαν ν’ ἀγκαλιάσουν πάλι τὴ λεβεντιὰ τῆς Ὕδρας, τῆς Αἴγινας, τοῦ Πόρου καὶ τῆς Κάλυμνος. Πᾶσα ἡμέρα μὲ τὴν κονταυγή, τὰ πανάκια φύτρωναν στὴ γαλανὴ ἁπλωσιὰ τριάντα μίλια, σαράντα, πέρα στὸ πέλαγο κι’ ἄρχιζε τὸ κινδυνεμένο ἔργο. Ἕνας ἀνέβαινε, ἄλλος κατέβαινε. Κατέβαινε φτωχὸς κι’ ἀνέβαινε πλούσιος.

Ὁ πατέρας σου ὅμως ἦταν ὁ ἀτυχώτερος ἐκείνῃ τὴ χρονιά. Μόλις ἔφτανε κάτω, ἔφευγε τὸ σφουγγάρι ἀπὸ τὰ μάτια του. Καθότανε ὥρα, ἔφερνε γύρα παντοῦ, ψαχούλευε καὶ τὰ θαλάμια ἀκόμη, ὥς που τὸν ἀνέβαζαν μὲ τὴ βία. Μὲ ὅλη του ὅμως τὴν ἐπιμονή, δὲν κατόρθωνε νὰ ρίξῃ στὸ δίχτυ παρὰ καμμιὰ κιμούχα, κανένα σφόγγο. Ποῦ καὶ ποῦ ν’ ἀνεβάσῃ καὶ κανένα μελάτι. Πείσμωνε τότε ὁ μηχανικὸς κι’ ἄρχιζε τὸ βρισολοῦσι:

— Ἂμ καὶ στὸν Περαία νὰ βούταγες, καημένε, κάτι περισσότερο θἄβγαζες. Ἢ μὴν εἶδες τὸ ψάρι καὶ βιάστηκες ν’ ἀνεβῇς. Μωρέ, τὸ παλληκάρι τῆς φακῆς!

Ὁ Ραφαλιᾶς φουρκιζότανε· μὰ καὶ τὶ νὰ κάμῃ; Οἱ μηχανικοὶ ὅλοι τους εἶνε μιὰ πάστα. Ὅταν θέλουν νὰ τσουρμάρουν, τάζουν λαγοὺς μὲ πετραχήλια· γλυκομιλοῦν, δίνουν παράδες, κεράσματα ὅσο νὰ τοὺς ξεγελάσουν. Μιὰ καὶ τοὺς ἔβαλαν στὸ καΐκι ἀλλάζουν πρόσωπο καὶ κουβέντα. Εἶνε ἀφέντες κ’ εἶσαι, δοῦλός τους. Ὁ Πέτρος Πίπιζας ὅμως, ὁ μηχανικὸς τοῦ πατέρα σου, εἶχε καὶ δίκηο περισσότερο. Δυό του βουτηχτάδες πάθανε. Τρεῖς λαμνοκῶποι ἦταν ἄχρηστοι ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν Ἀράπηδων. Ἡ τύχη, λὲς γιὰ ἰσοζύγισμα, ἔφερε ἔτσι τὰ πράματα, ὥστε τὴν ἐποχὴ ποῦ κατεβαίνουν οἱ ναῦτες μας, νὰ κατεβαίνουν καὶ οἱ Ἀραπάδες ἀπὸ τὰ χειμαδιά τους. Ἡ θάλασσα γεμίζει ἄρμενα· γεμίζει καὶ ἡ στεριὰ κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα καὶ καλύβες. Ναῦτες ἡλιοκαμένοι ἐδῶ· τσοπαναρέοι ἐκεῖ χαλκοπρόσωποι. Ὁ ἀρχιτσέλιγγας ἀσπροφλόκατος, ἀρματοζωσμένος, μὲ τὸ καριοφύλι στὸν ὦμο καὶ τὸ τσιμποῦκι στὸ χέρι, κάθεται σταυροπόδι στὸν ἄμμο καὶ δὲν ἀφίνει νὰ γεμίσῃ νεροβάρελο· θὰ πληρωθῇ πρῶτα.

— Μπισμάτ!… μπισμάτ!… φωνάζει ἀγριόθυμος, ζητῶντας, μὲ λιμασμένα μάτια, ψωμὶ ἀπὸ τοὺς ναῦτες μας.

Πόσα καὶ πόσα δὲ γίνονται γιὰ τὸ νερὸ ἐκεῖ κάτω! Πολλὲς φορές, ἀκούς! ἀνοίγει πόλεμος κ’ ἔρχονται μὲ τὶς βάρκες νὰ πάρουν τὴν πηγὴ καὶ τρέχουν οἱ ἀσπροφλόκατοι, παίζοντας τὰ γιαταγάνια καὶ χτυπῶντας τὰ σκουροντούφεκα, νὰ τοὺς ρίξουν πάλι στὴ θάλασσα. Ὄχι μιά, ὄχι δυὸ μὰ δεκαείκοσι φορὲς τὸ χρόνο, τὸ νερὸ στολίζεται μὲ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν μας καὶ ἡ πύρινη ἀμμουδιὰ δαγκώνεται ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν Ἀραπάδων καὶ τὸ ἀκρογιάλι ἀναστατώνεται ἀπὸ πατήματα καὶ ἄρματα σπασμένα καὶ κορμιά, σὰν νὰ πάλαιψαν δράκοι. Ἔτσι ἔγινε καὶ φέτος καὶ πολλοὶ καπετᾶνοι ἔκλαιγαν τοὺς ναῦτές τους. Τοὺς ναῦτες ὄχι· μήπως ἐκεῖνοι τοὺς γέννησαν; Τὰ χαμένα χρήματά τους ἔκλαιγαν. Καὶ τὰ περισσότερα εἶχε χαμένα ὁ Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραμές. Ἄφησε τὴ ζημιά· δὲν εἶχε κι’ ἀνθρώπους νὰ κάμῃ τὴ δουλειά του. Δός του λοιπὸν βουτιὰ στὴ βουτιά· ἀτμὸς ἡ μηχανή! Κ’ ἔτσι ὅμως δὲν ἔμενε εὐχαριστημένος· ὅλο γρίνια καὶ φωνές:

— Διαβολόσπορε!… Δούλευε τὸ σταυρό σου!… Μέσα τὸ Θεό σου κεραταΐμ-κερατᾶ! Ἀμμή!… τὰ καταστόρικα ἤξερες νὰ τὰ πετᾷς σὰν παλιόπανα στοὺς βιολιτζῆδες!

Ὁ πατέρας σου ἔσκυβε τὸ κεφάλι, καὶ δὲν ἔβγαζε μιλιά. Ἦρθε καὶ γάτιασε ἀπὸ τὸ κακό του. Πρώτη φορὰ ὁ Ραφαλιᾶς ἄκουε στ’ ὄνομά του τέτοια γλῶσσα.

— Τ’ ἔχεις μωρὲ ἀδερφὲ κ’ ἔγινες ἔτσι; τὸν ρωτᾷ μιὰ Κυριακὴ ποῦ σμίξανε ὁ δικός μου. Μπᾶς κ’ ἔμαθες κακὸ χαμπέρι ἀπὸ τὸ σπίτι; Μὴν πέθανε ἡ μάννα μας; μὴν ἀρρώστησε ἡ Χρυσούλα;

Τί νὰ σοῦ εἰπῶ, τοῦ ἀπάντησε κεῖνος· δὲ μπορεῖς νὰ φανταστῇς τὸ κακό μου. Διάργυρος γίνεται τὸ σφουγγάρι μπροστά μου! Ἄσε τὰ λόγια τοῦ μηχανικοῦ, ἄσε καὶ τὴ ζημιᾶ. Μὰ τὤχω γιὰ προσβολή. Ἀκοὺς ὁ Γρίτης, ψεσινὸ παιδὶ καὶ νὰ βγαίνῃ μὲ τὸ δίχτυ γεμᾶτο. Καὶ τί; ὅλο μελάτι! Καὶ γὼ ποῦ γέρασα στὴν τέχνη, νὰ μὴ μπορῶ νὰ πιάσω ἑκατό δράμια! Μὰ τὸ Σταυρό· θὰ κατεβῶ καμμιὰ ὥρα καὶ κεῖ θὰ μείνω ἀπὸ τὸ κακό μου!

— Σῶπα, καϋμένε· τοῦ εἶπε ὁ ἄφτουρος γελῶντας. Ἔτσι εἶνε τὸ σφουγγάρι· θέλει τύχη.

— Μὰ τί τύχη καὶ ξετύχη! Βλέπεις πολλὲς φορὲς γυρίζω ἀπάνου-κάτου καὶ δὲ βρίσκω τίποτα. Καὶ ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ ξεχωρίζω κανένα καὶ ρίχνομαι νὰ τ’ ἀδράξω χάπ! κι’ ἄλλος μοῦ τ’ ἁρπάζει.

— Τ’ ἁρπάζει ἄλλος!

— Ναί· ὥστε νὰ σκύψω, ἄλλος φανερώνεται καὶ τὸ παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια μου.

— Καὶ τὸν ἀφίνεις;

— Τὸν ἀφίνω! Μὰ τί νὰ κάμω;

— Ὤχ, ἀδερφέ! δὲ μοῦ λὲς ἔτσι παρὰ κάθεσαι καὶ κλαῖς τὴν τύχη σου! Τί σοῦ φταί’ ἡ τύχη σὰν δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ζήσῃς;

— Μά τί, καβγᾶ νὰ πιάσω;

— Καβγᾶ βέβαια! Νἀρθῇ ἄλλος νὰ πάρῃ τὸ δικό μου τὸ ἥβρεμα καὶ δὲ θὰ πιάσω καβγᾶ! Μωρὲ θὰ χυθῶ ἀπάνω του σὰν τὸ ψάρι. Τάχα γιατὶ κινδυνεύω ἐκεῖ κάτω· γιὰ γλέντι;

— Μὰ πῶς θὰ μαλώσῃς· ἐπιμένει ὁ πατέρας σου· ἡ θάλασσα εἶνε γιὰ ὅλους.

— Δὲν ξέρω γὼ γιὰ ὅλους γιὰ ξόλους. Εἶμαι γὼ ἐδῶ· εἶνε δικό μου τὸ λιβάδι. Ἅμα φύγω, ἂς ἔρθῃ ἄλλος νὰ κάμῃ ὅ,τι θέλει.

— Μὰ πῶς;

— Πάψε πιά! τὸν ἔκοψε ὁ Νικολός· δὲν ἔχεις δίκηο· δὲ σοῦ φταί’ ἡ τύχη, μόνος σου φταῖς. Θὰ πάρῃς στὸ λαιμό σου τὸν κακομοίρη τὸν Πίπιζα!…

Ἔφυγε ξαναμένος ὁ πατέρας σου ἀπὸ κοντά του. Καὶ ὅλη νύχτα δὲ μπόρεσε νὰ κλείσῃ μάτι. Δὲν ἔβλεπε τὴν ὥρα νὰ βάλῃ σὲ πράξῃ τὶς συμβουλὲς τοῦ ἀδερφοῦ. Στὸν ὕπνο του εἶδε πῶς ἦταν κάτω στὸ βυθὸ καὶ πάλαιβε καὶ κοντροχτυπιόταν γιὰ ἕνα ψύχαλο σφουγγαριοῦ. Τὸ ἄδραχνε τέλος στὰ χέρια του, ἔβγαινε ἀπάνω γελαστὸς καὶ τὸ ἔδινε στὸν καπετάνιο, ἐλπίζοντας ν’ ἀκούσῃ τὸ γλυκὸ λόγο του. Μὰ κεῖνος δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὰ χείλη του παρὰ χολὴ τὸ βρισίδι:

— Κεραταΐμ-κερατᾶ!

Κι’ ὁ πατέρας σου ἀπελπισμένος ριχνόταν πάλι καὶ ἄρχιζε νέο ψαχούλεμα, ἔβλεπε πάλι αἵματα καὶ ξεσκλήδια γύρω του.

Τέλος ἔφεξε ἡ αὐγὴ καὶ τὰ πρύμισε ἡ μηχανή τοῦ Πίπιζα. Ὁ Γρίτης εἶδε μιὰ θέση γεμάτη ἀπὸ μελάτι· καθαρὸ μελάτι· λιβάδι ἀτρύγητο. Τὸ εἶπε κρυφὰ τοῦ μηχανικοῦ καὶ κεῖνος διέταξε νὰ τραβήξουν ἀνοιχτά, γιὰ νὰ πλανέψουν τὶς ἄλλες μηχανές. Ἀνοίχτηκαν κάπου εἴκοσι μίλια. Οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νὰ ὑποψιάζονται. «Κάτι σχοινὶ θὰ μᾶς πλέξῃ τὸ Αἰγινήτικο κουροῦπι»· ἔλεγαν. Ὡς τόσο ἔρριξαν τοὺς βουτηχτάδες καὶ ἄρχισε τὸ ψάρεμα. Παρατιμονιὰ τότε ὁ μηχανικὸς καὶ βρέθηκε πάλι τὸ καΐκι στὰ νερά του.

— Ἔλα, Ραφαλιά, ἑτοιμάσου· λέει ὁ καπετάνιος. Σὲ φέρνω σὲ βλισίδι. Ἂν δὲ βγάλῃς καὶ τόρα τὸ δίχτυ γεμᾶτο, καλὰ θὰ κάμῃς νὰ ταχτῇς καλόγερος. Μὴ ντροπιάζεις ἄδικα τ’ ὄνομά σου.

Ἐκείνη τὴν ὥρα πέρασε δίπλα καὶ ἡ μηχανὴ τοῦ Καλέμη μὲ τὸ δικό μου. Καὶ κεῖνος καθόταν στὴν κουπαστὴ λαστιχοντυμένος καὶ σφούγγιζε μὲ τὸ μαντῆλι τὸ πρόσωπό του γιὰ νὰ φορέσῃ τὴν περικεφαλαία.

— Τὸν νοῦ σου, Πέτρο! φώναξε γελῶντας, καθὼς εἶδε τὸν πατέρα σου. Ἄσε τὴν τύχη νὰ κάνῃ ρόκα της καὶ θυμοῦ τὰ λόγια μου. Σφυρὶ στ’ ἀμῶνι! σφυρὶ στ’ ἀμῶνι!…

Ἐκεῖνος δὲν εἶπε τίποτα. Δὲν ἤθελε πιὰ συμβουλές. Τὸ πῆρε ἀπόφαση: δὲ θὰ καταντήσῃ ἀνάμπαιγμα στοὺς σφουγγαράδες!

Ὡς τόσο τὸν ἔντυναν οἱ ἄλλοι σὰ γαμπρό. Σὰ γαμπρὸ καὶ μαζὶ σὰ λείψανο. Ζωντανὸς ἔμπαινε· μὰ ποιὸς ξέρει ἂν θάβγαινε ζωντανός; Ὁ βουτηχτὴς παίζει πασέτα τὴ ζωή του. Τὸ γνωρίζουν ὅλοι· τὸ καλογνωρίζει πρῶτος αὐτός. Γιὰ τοῦτο μεταλαβαίνουν πρὶν φύγουν ἀπὸ τὸ νησί· γιὰ τοῦτο οἱ καπετᾶνοι παίρνουν σάβανα, κεριὰ καὶ λιβάνι μαζὶ μὲ τὴ γαλέτα καὶ τ’ ἄλλα χρειαζούμενα. Τέλος τὸν ἔντυσαν τὸ λάστιχο, τοῦ φόρεσαν τὴν ἀτσαλένια περικεφαλαία, τοῦ ἔζωσαν τὴ ζώνη μὲ τα γατζούδια, κρέμασαν τὰ μολύβια στὴν τραχηλιά· λαστιχένια βραχιόλια στὰ χέρια, παπούτσια μολυβοπάτωτα στὰ πόδια. Μόλις κατόρθωνε νὰ κινηθῇ ἀπὸ τὸ βάρος. Πάτησε τέλος στὴ σκάλα, κλείσανε καλὰ τὸ φεγγίτη κι’ ὁ Πέτρος Ραφαλιᾶς ἀγνώριστος, ἀσούσουμος, ἅπλωσε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν ν’ ἅπλωνε στὰ βαμπάκια. Ἀμέσως φοῦσκες πρασινόγλαυκες πήδησαν μία κατόπιν τῆς ἄλλης, λὲς καὶ νεράϊδα κάτω ἔπαιζε κρυσταλλένα πεντόβολα. Τέλος δεντρὶ ψήλωσε σὰν κυπαρίσσι λυγερό, συμμαζωχτό, μὲ συντεφένιες χάντρες κινούμενες ἀπὸ τὴ ρίζα ὥς τὴν κορφή. Ὁ πατέρας σου στάθηκε στὸν πάτο σὰν νὰ μπῆκε σπίτι του. Γύρισε τὰ μάτια ζερβόδεξα κι’ ἀναγάλλιασε. Ὁ γεωργὸς ἔτσι δὲ χαίρεται ποῦ βλέπει πολύκαρπο τὸ χωράφι του. Τόρα, συλλογιέται, θὰ ψαρέψω γιὰ καλά. Ὄχι τὸ δίχτυ μου, μὰ κι’ ἀπόχη θὰ γεμίσω! Καὶ ἀρχίζει τὸ θέρισμα.

Ἀπάνω, μαῦρο σύγνεφο τοῦ καϊκιοῦ ἡ καρίνα. Ὁλόγυρα τὸ νερὸ πηχτό, σταχτοπράσινο σὰν θαμπὸ κρύσταλλο, τὸν ψηλαφοῦσε ἀπὸ παντοῦ, τὸν ἔδενε σὲ μεταξένια βρόχια καὶ σύγκαιρα τοῦ ἔδειχνε χιλιόμορφο κόσμο. Ἀναγέλες τὰ ψάρια χρυσόφτερα, ἀσημωμένα, διάβαιναν ὁλόγυρά του μὲ φουσκωμένα τὰ λαιμά, τὰ σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλὸ μαργαριτάρι τὰ δόντια στὶς δυνατὲς σαγωνίτσες τους, τιμόνι τὴν ψαλιδωτὴ οὐρὰ τους. Πολλὰ ἔπεφταν ἀπάνω του, τυφλὰ προσόχτιζαν σὰν ἀκυβέρνητα ξύλα στὴν περικεφαλαία του· ἄλλα διάβαιναν σαγῖτες ἀργυρὲς ἀπὸ τὰ σκέλια του.

Κάτω φυκοστρωμένος ὁ βυθός, ἄνοιγε πλατὺς καὶ μαλακὸς σὰ βελοῦδο. Ἐδῶ ἀκαλῆφες βαθυγάλαζες ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν ἀμμουδιά· ἄλλες ἀνοιχτὲς σὰν κοῦπες καὶ σὰν ἀρχαῖα κύπελλα· μερικὲς σὰν κρίνα μεγάλα κι’ ἄλλες ἔφευγαν ψηλά, κρεμῶντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τ’ ἀπαυτά τους. Παρέκει τερηδόνες ντυμένες στὸ καστανὸ χνοῦδί τους, ἀνάδευαν ἀνυπόμονες νὰ κολλήσουν στὸ πλεούμενο. Ἀλλοῦ τῆς Ἀφροδίτης ὁ κεστὸς μακρύς, κλωθογύριστος, ὁλομέταξος ἅπλωνε τὶς κορδέλλες του, σὰν νὰ ζητοῦσε κάτω ἐκεῖ τὸ πανόμορφο κορμὶ τῆς θεᾶς. Καὶ παντοῦ περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανὰ χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτὰ χιλιόπλουμα κι’ αἰσθαντικὰ ἔκαναν κῆπο ὀνειροφάνταστο. Καὶ κόσμος μυστικός, ὀστρακοφόρος καὶ λεπιδοντυμένος καὶ ἀγκαθόφραχτος γύριζε ἀπάνω-κάτω, μέγας καὶ ἀρειμάνιος σὰν Γολιάθ, καὶ ἄλλος ταπεινός, φοβιτσάρης, τροφή ὁ ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ. Κάπου ἄνοιγε σὰν ἀντένες τὰ πόδια του κ’ ἔτρεχε νὰ συλλάβῃ τὴ σουπιὰ ὁ ἀστακός, πνιγμένος στὸ μελάνι της. Κάπου μιὰ καβουρομάνα ἔπαιζε λόγχες τὰ πόδια της, ἀνασκελομένη γιὰ νὰ προφυλάξῃ τ’ ἀβγά της. Παραπέρα ἡ φώκια ἔρριχνε βρωμερὸ τ’ ἀέρι τοῦ πισινοῦ της, γιὰ νὰ σκάσῃ τὸ χταπόδι στὸ θαλάμι του· μὰ ξαφνικὰ τῆς ἅρπαζε ὁ φοβερὸς ἀποκλαμὸς τὸ μουσοῦδι της κ’ ἔσκαε κείνη. Καὶ πέρα-δῶθε βράχοι καὶ ἄβυσσοι, λαγκαδιὲς καὶ ὄρη μὲ κάλλη μύρια, μὲ θησαυροὺς ἀμάλαγους, μὲ κατοίκους καὶ πετρώματα ἄγνωστα. Ἀλλὰ γιὰ κεῖνα δὲ φρόντιζε ὁ πατέρας σου. Ὁ σπόγγος ἦταν ἐμπρός του κ’ ἔρριχνε ἀδιάκοπα στὸ δίχτυ του. Τόρα σὲ τί θὰ παραπονεθῇ ὁ Πίπιζας;

Ἄξαφνα σηκώνει γύρω τὰ μάτια του καὶ βλέπει μακριά του ἕνα βράχο ψηλό, μὲ δύο δεντράκια μονόκλαδα στὴν κορφή. Φάνταζε μέσα στὸ νερὸ σὰν δράκος μὲ ἀνοιχτὰ χέρια. Καὶ κοντὰ στὴ ρίζα του, ἀπάνω στὴν ξανθὴ ἀμμουδιὰ εἶδε μιὰ τούφα μελάτι διαλεχτό. Μαύριζε σὰν κατακαίνουργος κατηφές. Δὲ χάνει καιρὸ καὶ τρέχει νὰ τὸ ἀδράξῃ. Δὲν ἤθελε παρὰ δυὸ δρασκελιὲς ἀκόμη. Τότε ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ βράχου πρόβαλε ἄλλος βουτηχτής. Ἔτρεχε καὶ κεῖνος ἴσα στὸ μελάτι. Δρασκελιὰ ὁ ἕνας δρασκελιὰ ὁ ἄλλος, σμίξανε. Ὁ πατέρας σου πρόφτασε κ’ ἔβαλε τὸ πόδι ἀπάνω του.

— Τί θὲς ἐδῶ; ρωτάει τὸν ἄλλο μὲ νοήματα· εἶνε δικό μου· ἐγὼ τὸ πρωτόειδα.

— Μπᾶ· κάνει ὁ ἄλλος· εἶνε δικό μου· τὸ φύλαγα ἀπὸ προχτές. Κάμε πέρα.

— Δὲ μὲ κουνᾷς ἀποδῶ οὔτε μὲ φουρνέλο. Τράβα δρόμο σου.

Ἐκεῖνος ἠθέλησε νὰ τὸν σπρώξῃ. Ὁ πατέρας σου ἄναψε· τὰ λόγια τοῦ Νικολοῦ, διαβόλοι, τοῦ σήκωσαν τὰ μυαλά. «Δὲν τὸ παίρνεις, λέει, ποῦ νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμος. Ἢ θ’ ἀνεβῶ μὲ τὸ μελάτι ἢ ἀφίνω τὰ κόκκαλά μου!» Καθὼς ἔκαμε νὰ σπρώξῃ δεύτερη ὁ βουτηχτής, σηκώνει γροθιὰ ὁ πατέρας σου καὶ τοῦ δίνει στὸ στομάχι. Ἐκεῖνος πέφτει στὰ γόνατα σφίγγοντας τὴν κοιλιά του. Ἄξαφνα πηδᾷ στὰ νύχια, σηκώνει τὸ καμάκι καὶ χύνεται ξιφιὸς ἀπάνω του.

— Ἢ μ’ ἀφίνεις τὸ μελάτι ἢ σοῦ ἔφαγα τὴν καρδιά!

— Ἄ! ὄχι· ἐδῶ σφαζόμαστε.

Καὶ τραβᾷ ὁ Ραφαλιᾶς τὸ λάζο ἀπὸ τὴ ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα τὸ σχοινὶ δυὸ φορές, ζητῶντας ἀέρα.

Ἀπάνω ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ σιγοτρέμῃ καὶ νὰ κυματίζῃ σκοτεινογάλαζη, κάπου μὲ ἀφροὺς πλατεῖς, κάπου μὲ ἠχοὺς παράξενους. Σεῖσμα καὶ τάραχο ἔβγαζε τὸ μεγαθήριο, λὲς κ’ ἤθελε νὰ κρύψῃ τὸ πικρὸ δρᾶμα ποῦ ἄρχιζε στοὺς κόρφους του. Τὸ σκαφίδι μὲ τὴν ἀντένα ὀρθόγυρτη στὸ κατάρτι, σάλευε ζερβόδεξα καὶ κοντυλόγραφε ξόρκια ψηλά. Καὶ ὅλο τὸ τσούρμα, ὁ κολαουζέρης μὲ τὸ σχοινάκι τοῦ βουτηχτὴ στὰ δάκτυλα, ὁ μαρκουτσέρης στὸ μαρκοῦτσι, οἱ ροδάδες ἀπὸ δυὸ στὴ μηχανή, οἱ λαμνοκῶποι στὰ κουπιὰ γυμνοτράχηλοι· δύο ἄλλοι βουτηχτάδες ξαπλωμένοι καταηλιακοῦ μὲ χαλκοπράσινη ὄψι καὶ μάτια βουρκωμένα, ἀκολουθοῦσαν τοῦ ξύλου τὸ κύλημα. Στὴν πλώρη καθησμένος ὁ μηχανικὸς μὲ τὸ τσιμποῦκι ἀναμμένο κουβέντιαζε μὲ τὸν Καλέμη, σὰν νὰ ἦταν στὸ τραπέζι ταβέρνας.

Ὁ Αἰγινήτης πῆγε μακριὰ κ’ ἔρριξε τὸ βουτηχτή του· μὰ δὲν ἔβρισκε τίποτα, καὶ τραβῶντας ἔσυρε τὸ καΐκι δίπλα στὸ καΐκι τοῦ Πίπιζα. Καὶ ἄλλα πεντέξη ψάρευαν ὁλόγυρα καὶ κουβέντιαζαν ἀπὸ μηχανὴ σὲ μηχανή, μετροῦσαν οἱ καπετᾶνοι τὶς ζημίες τους, λογάριαζαν τοὺς μῆνες, ἔλεγαν γιὰ τὴ σοδειὰ τῆς χρονιᾶς, γιὰ τὴν τιμὴ ποῦ θὰ πωληθῇ στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἀμερική.

— Τί τὰ θές; μ’ ἔφαγαν τὰ πλάτικα φέτος· εἶπε στενάζοντας ὁ Πίπιζας. Κοντεύει νὰ μᾶς πάρῃ ὁ Σεπτέμβρης καὶ γὼ δὲν ἔχω οὔτε χίλιες ὀκάδες στὸ ντεπόζιτο.

— Μὰ καὶ γὼ ἔχω κἄτι χαραμῆδες! εἶπε ὁ Καλέμης· ἄλλη χρονιὰ δὲ μοὔτυχαν τέτοιοι. Φοβοῦνται ἀπὸ τὸν ἴσκιο τους. Δέκα-δώδεκα ὀργιὲς δὲ βουτοῦν παρακάτω.

— Στὶς τριάντα βρίσκεται· εἶπε ὁ μαρκουτσέρης κείνη τὴ στιγμή, βλέποντας καλὰ τὸ μανόμετρο.

Ἐκεῖνος ἔκαμε πῶς δὲν ἄκουσε καὶ ξακολούθησε μὲ τὸν Αἰγινήτη. Εἶπαν γιὰ τὸ κόντρα τεπόζιτο ποῦ μένει ἀραγμένο στὴ Βεγγάζη· γιά τὸ ξελιμπάρισμα τοῦ σπόγγου καὶ γιὰ τὸ σκυλόψαρο ποῦ φάνηκε. Ὁ ἥλιος κόκκινος καὶ γοργογύριστος σκάλωνε στὰ μεσούρανα, χύνοντας λαύρα ὁλοῦθε. Μακριά, γραμμὴ κατάσπρη σὰν κιμωλίας χάραμα, πρόβαινε ἡ ἀμμουδιὰ τῆς Ἀφρικῆς ἀχνοσκέπαστη κι’ ἀκόμη μακρίτερα τὸ Χαψίνι, ἔδειχνε τὴν πυρωμένη χήτη του, σὰ θεριὸ ἀναμαλλιασμένο. Ἀπέραντο χώνευε στὰ διάφανα οὐρανοθέμελα τὸ πέλαγο μὲ κάποιο τρέμουλο, λὲς κι’ ἀνάσαινε δύσκολα. Ποῦ καὶ ποῦ, σὰν φελλοὶ παραγαδιοῦ, μαύριζαν τὰ σφουγγαράδικα δυὸ καὶ τρία μαζί, ἄλλα μοναχικά, καὶ ἵδρωναν τὰ δύστυχα κορμιά, νιᾶτα γέραζαν, κινδύνευαν ζωὲς γιὰ τὸ ἄκαρπο χάρισμα τῆς θάλασσας. Καὶ κοντὰ στοῦ Πίπιζα τὸ καΐκι ἕνας μὲ τὸν ἄλλο οἱ δουλευτές, γνώριμοι καὶ φίλοι, δούλευαν μεστὰ καὶ σύγκαιρα φρόντιζαν νὰ μάθουν τὰ νέα τῆς πατρίδας καὶ πειράζονταν πολλὲς φορὲς συναμεταξύ τους. Τοῦ ἑνὸς ἔλεγαν πῶς παντρεύτηκε ἡ ἀρρεβωνιαστική του· ἄλλου πῶς τὸν ἀγαποῦσε τὸ Μαριωρή, ἀσχημομούρα κι’ ἀλαφρύμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πῶς τὸν ἀποπαίδισε ὁ πατέρας του. Δυὸ παιδιὰ ἀπὸ τὸ Αἰγινήτικο καΐκι ἄρχισαν ν’ ἀναμπαίζουν τοὺς Ὑδραίους γιὰ τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴ βάρβαρη προφορά τους. Ἀπαντήθηκαν ἔλεγε, δυὸ καπετᾶνοι στὸ πέλαγο καὶ ρώτησε ἕνας τὸν ἄλλο ποῦθε ἐρχόνταν.—Ἀπὸ τὸ Ὑδρ’ ἀπὸ τὸ Σπέτσα, ἀπ’ τὸ χοντρὸ τὸ θάλασσα, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἕνας.—Καὶ τί χαμπάρια;—Τί χαμπάρια; καλά. Ἀπάν’ ἀπὸ τὸν Ἁγιολιᾶ ἔπεσε μιὰ φυλλάδα· καὶ τὸ φυλλάδα ἔγραφε: Ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαθῇ τὸ Ὕδρα-Σπέτσα γιόκ.—Μαγάρι, Παναγία μου, νὰ μείνουμε σπορῆτες!… Καὶ σύριξε τὸ ρὸ τόσο ἀτελείωτο, ποῦ ἔσκασαν ὅλοι τὰ γέλια καὶ οἱ καπετᾶνοι ἔκοψαν τὴ σοβαρὴ κουβέντα τους. Ἀλλὰ τοῦ Ξακουστὴ ποῦ γύριζε τὴ ρόδα δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου ἡ προσβολὴ καὶ ρίχθηκε στὴν πρύμη, ἕτοιμος νὰ πηδήσῃ στὸ ᾼἰγινήτικο, νὰ δείξῃ αὐτὸς πῶς ἀναμπαίζουν τοὺς Ὑδραίους. Ὁ ἀναμπαίχτης ἕτοιμος καὶ κεῖνος στάθηκε ὁλόρθος καὶ τὸν περίμενε, νὰ τὸν σφηνώσῃ στὰ δυνατὰ μπράτσα του.

— Ἔ μωρέ! φωνάζει στὴν ὥρα ὁ Πίπιζας· τσιμπάει ὁ βουτηχτής· στὴ θέση σου!

Ἄδραξε τὴ λάμα ὁ Αἰγινήτης καὶ τὸ λάστιχο ἔχυσε ἄνεμο μέσα στὴν περικεφαλαία τοῦ πατέρα σου. Ἀνάσανε βαθειά, πῆρε δύναμη καὶ βαστῶντας ψηλὰ τὸ λάζο, ρίχτηκε νὰ ξετοπίσῃ τὸν ἄλλο. Μὰ ὁ ἄλλος τὸν περίμενε ἄφοβα· τρίχα δὲ σάλευε ἀπὸ τὴ θέση του. Καὶ καθὼς τὸν εἶδε νὰ πλησιάσῃ ἀρκετά, μιὰ ἔδωκε μὲ τὸ κεφάλι του στὴ βαλβῖδα καὶ σφεντόνισε σίφουνα νεροῦ στὸ φεγγίτη ἀπάνω. Ὁ Ραφαλιᾶς τὰ ἔχασε. Τὸ κλωθογύριστο κῦμα κάθησε ἀπάνω του σύννεφο καὶ τὸν ἔκλεισε στὰ σκοτεινά. Οὔτε βουτηχτὴ ἔβλεπε πιὰ οὔτε τίποτα. «Πάει, σκέφθηκε, τόρα θὰ μὲ φάῃ!» Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ χαθῇ ἄδικα, χαμήλωσε γοργὰ κ’ ἔδοσε μὲ τὸ λάζο του μπηχτὴ στὰ τυφλά. Στὰ τυφλὰ μὰ δὲν ἔσφαλε. Ἕνα πορτοκάλι κατακόκκινο φάνηκε στὸ ξανθοπράσινο νερό. Ὁ βουτηχτὴς ἔσφιξε τὸ πλευρό του, ἔκλεισε τὴ βαλβῖδα κι’ ὁ ἀέρας τὸν σήκωσε μπαλόνι ἀπάνω.

— Ἄ! συχτίρ! εἶπε ὁ πατέρας σου· ἔλα τόρα νὰ μοῦ πάρῃς τὸ μελάτι.

Ἔσκυψε σύνταχα κι’ ἄρχισε νὰ ξερριζώνῃ τὸ σφουγγάρι. Δὲν ἦταν καὶ μικρὸ πρᾶμα… Ὅλο τὸ γάλα του νὰ ἔστιβες, νὰ ἔβγαζες ὅλη του τὴν πέτσα, πάλι θὰ ζύγιζε τὶς δυὸ ὀκάδες. Δὲν πρόφτασε ὅμως νὰ τὸ ξερριζώσῃ καὶ σηκώθηκε ὀρθός, σὰν νὰ τὸν κέντησε δράκαινα. Ἀπόμακρα ἐρχόταν ὄγκος θεότρομος, μαῦρος καὶ γυαλιστερός. Τὸ σκυλόψαρο μυρίστηκε τὸ αἷμα. Σὰν πλώρη καραβιοῦ ἀναποδογυρισμένη σφίνωνε ἡ σαγῶνά του κι’ ἀποκάτω ἔχασκε κατακόκκινος ὁ φάρυγγάς του καὶ τὰ τριγωνικὰ δόντια του ἄσπριζαν φοβερά. Στὰ πλάγια τοῦ λαιμοῦ πέντε γραμμὲς μεγάλες, κατάμαυρες, χόχλαζαν τὸ νερὸ σὰν σιφοῦνι ἀδιάκοπα. Καὶ πίσω τὸ κορμί, μελαψό, μὲ τὰ φτερούγια του ἀνοιχτὰ πέρα-δῶθε, μὲ τὴν οὐρὰ γοργογύριστη σὰν ἕλικας βαποριοῦ, ἔφευγε μπρὸς κι’ ἀφροκοποῦσαν τὰ νερὰ δαρτὰ καὶ σκοτωμένα στὸ διάβα του. Τὰ ψάρια ἔτρεχαν κοπάδι, μὲ τρελλὰ πηδήματα, γιατὶ ἔνιωθαν τὸν κίνδυνο. Ὅσοι ὅμως τύχαιναν κοντά του πήγαιναν ἴσα στὸ ἀχόρταγο στομάχι του.

Ὅταν τὸ κῆτος εἶδε τὸν πατέρα σου, ἡ παράξενη φορεσιά του φαίνεται πῶς τὸ τρόμαξε· στάθηκε δίβουλο. Ποιὸς ξέρει γιατὶ τὸν πῆρε; Τὰ μάτια του στηλώθηκαν ἀπάνω του ἀκίνητα. Ἔπειτ’ ἄρχισε νὰ φέρνῃ βόλτες γύρω του, νὰ θέλῃ μιὰ νὰ πλησιάσῃ καὶ πάλι νὰ πισωδρομῇ. Ὁ δικός μας σκυφτὸς στὰ νύχια μὲ τὸ σταλίκι στὸν ἄμμο, ἀκολουθοῦσε τὰ κλωθογυρίσματά του, γύριζε σὰν ξόανο στὴ θέση του, ἀπάνω στὸ μελάτι καὶ τὸ κοίταζε κατάματα.

Ἀποπάνω τσιμποῦσαν τὸ σχοινὶ κάθε λίγο.

— Ἔλα! τί κάνεις τόση ὥρα, καιρὸς νὰ βγῇς· ἕτοιμος;

— Περιμένετε; τοὺς τσιμποῦσε κεῖνος.

Ποῦ νὰ βγῇ; Μόλις ἔκανε νὰ τραβήξῃ ἀπάνω, θὰ τὸν ἔκοβε στὰ δυό.

Τέλος σὰν νὰ κουράσθηκε τὸ θηρίο, ἀργὰ πῆγε, πλάγιασε στὸ βράχο κι’ ἄρχισε νὰ ξυέται. Ἔξυνε τὴν κοιλιὰ γιὰ νὰ κοιμήσῃ τὴν πεῖνα του. Ὁ βράχος μὲ τὰ δεντράκια ἔτρεμε συθέμελα, σὰν νὰ τὸν ἔπιασε σύγκρυο.

— Τόρα κακὰ τὰ μπλέξαμε! σκέφτηκε ὁ πατέρας σου. Ἐδῶ θὰ μᾶς πάρῃ ἡ νύχτα.

Ἀλλὰ μὲ τὸ σκοτάδι θὰ κινδύνευε περισσότερο. Πῆρε θάρρος κι’ ἀποφάσισε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸ διώξῃ ἀπὸ κοντά του.

— Τὸ ψάρι κοντά μου· τσιμπάει ἀπάνω. Ἕτοιμοι;

— Ἕτοιμοι.

Τραβᾷ τότε κατεπάνω του μὲ τὸ καμάκι ψηλά, μὲ τήν ξανθοκόκκινη περικεφαλαία του θυσσανοσκέπαστη ἀπὸ τὸ χοχλαστὸ νερὸ τῆς βαλβίδας. Τὸ μολυβοφορτωμένο στῆθός του ἀστράφτει· τὰ γατζούδια τῆς πλατειᾶς ζώνης τρεμολάμπουν ἀπάνω στὸ σκοτεινό του λάστιχο. Τὸ θηρίο σάστισε· μωρὲ τ’ εἶνε τοῦτο! κοντοσυλλογίσθηκε. Ἔκαμε δυὸ τρεῖς φορὲς νὰ σταθῇ καὶ ν’ ἀντικρύσῃ τὸν ἐχθρό του· μὰ δὲν τὸ κατάφερε. Μιὰ ἔδωσε μὲ τὴν οὐρά του ἀφροκοπῶντας τὰ νερὰ καὶ χάθηκε πίσω τους. Ὁ δικός μας ἔμεινε στὴ θέση ὥς ποῦ καθάρισαν τὰ νερά. Τότε ψαχούλεψε τὸ βράχο· εἶδε πέρα-δῶθε νὰ μὴ λούφαζε πουθενὰ τὸ ψάρι. Τίποτα. Τ’ ἀπονέρια του ἔδειχναν ἀκόμη τὸ διάβα του.

— Πάει στὸν ἄνεμο τὸ κουτόπραμα· συλλογίσθηκε γελῶντας μὲ τὸ φόβο του.

Ἄδραξε εὐθὺς τὸ μελάτι, μιὰ στὸ σχοινὶ κ’ ἔφτασε ἀπάνω. Βρόντοι, φωνές, σφυρίγματα, πέτρες καὶ ξύλα πλαταγιστὰ στὴ θάλασσα δέχθηκαν τὸ βουτηχτή, σὰν νὰ τὸν χαιρετοῦσαν γιὰ τὸ σφουγγάρι ποῦ ἔφερνε. Δὲν ἦταν γιὰ τὸ σφουγγάρι. Ἤθελαν νὰ τρομάξουν τὸν καρχαρία, γιὰ νὰ φτάσῃ στὸ καΐκι ἄβλαβος ὁ πατέρας σου. Τέλος τὸν ἅρπαξαν τὰ παιδιά, τοῦ βγάλανε τὴν περικεφαλαία, τὸν ξάπλωσαν στὸ κατάστρωμα κι’ ἄρχισαν νὰ τοῦ γδύνουν τὸ λάστιχο. Νόημα τότε ὁ Πίπιζας καὶ τὸ καΐκι ἔβαλε πλώρη γιὰ τὸ Ἀσπρονῆσι.

— Μὴ φεύγεις, καπετάνιε· εἶπε ὁ Ραφαλιᾶς· ἔχει κάτω πολὺ σφουγγάρι.

— Δὲν πειράζει· μᾶς φτάνει γιὰ σήμερα· ἀπάντησε κοιτάζοντας ἀλλοῦ ἐκεῖνος.

Ὑποψιάστηκε ὁ δικός μας καὶ σήκωσε τὸ κεφάλι. Βλέπει μία μὲ τὴν ἄλλη τὶς μηχανὲς νὰ τραβοῦν ὅλες κατὰ τὴ στεριά.

— Μὴν ἔπαθε κανένας; ρωτάει τὸ μαρκουτσέρη.

— Ναί· κάποιος ἔπαθε.

— Ἀπὸ ποιά;

— Δὲν ξέρω· μακριά εἴδαμε τὴ σημαία του μετζάστρα.

Ἔφτασαν ὅλες οἱ μηχανὲς στὸ Ἀσπρονῆσι· πήδησαν ἔξω τὰ πληρώματα. Καθένας εἶχε καρδιοχτύπι, ὥστε νὰ ἰδῇ τὸ νεκρό. Τέλος ἔφτασε κ’ ἡ μηχανὴ τοῦ Πίπιζα· πρῶτος πήδησε στὴν ἀμμουδιὰ ὁ πατέρας σου. Ὠϊμέ! Ὁ Νικόλας Ραφαλιᾶς ἦταν νεκρὸς στὸν ἄμμο μὲ μιὰ πληγὴ ὀρθάνοιχτη στὸ ἀριστερὸ πλευρό.

Ἀκοῦς! Γιὰ τὸ μελάτι ὁ πατέρας σου σκότωσε τὸν ἀδερφό του. Τὸν ἔθαψεν ἐκεῖ στὸ ἔρημο νησί, δίπλα σὲ χιλιάδες ἄλλους ἄτυχους σὰν αὐτὸν καὶ πανέρμους, καὶ στὸν ξύλινο σταυρό του ἔγραψε: «Ἀδερφοσκοτωμένος σφουγγαρᾶς 1876».

Ἀπὸ τότε δὲ βούτηξε πιὰ στὴ θάλασσα, δὲν πάτησε μηχανή. Ἐκεῖ κάθησε στὸ ἄκαρπο νησί, διώχτης τῶν γλάρων καὶ φύλακας τοῦ νεκροῦ. Τέλος μὲ τὸ πρῶτο ντεπόζιτο γύρισε πίσω. Ἦρθε ἴσα στὸ σπίτι μου.

— Χρυσούλα, μοῦ εἶπε κλαίοντας, κι’ οἱ δύο μιὰ τὴν ἔχουμε τὴν πληγή. Ἐσὺ ἔχασες τὸν ἀρρεβωνιαστικό σου καὶ γὼ τὸν ἀδερφό μου. Τὸ κακὸ ποῦ ἔκανα σὲ κεῖνον ἦρθα νὰ τὸ πληρώσω σὲ σένα. Θὰ γίνω ἄντρας σου.

Ἔτσι ἔγινε ἄντρας μου ὁ ἀντράδελφος κ’ ἔγινε πατέρας σου. Μὰ δὲν ἔζησε οὔτε νὰ σὲ γνωρίσῃ. Νυχτόημερα τὸν τυραννοῦσε τὸ κρῖμα καὶ πέθανε μονοχρονίς. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποῦ ξεψύχαε δὲν εἶχε ἄλλη κληρονομιὰ ν’ ἀφήσῃ παρὰ τὸν ἴδιο λόγο: Νὰ μὴ σ’ ἀφήσω καὶ γίνῃς σφουγγαρᾶς!»

Φύλαξα τὴν ἐντολὴ τοῦ πατέρα μου καὶ δὲν ἔγινα σφουγγαρᾶς. Μὰ καὶ τόρα ποῦ γέρασα στ’ ἄρμενα, τὴν ἴδια αἰσθάνομαι ἀηδία μπρὸς σὲ μιὰ μηχανή. Δὲν ξέρω πῶς μοῦ φαίνεται· μὰ ὄχι ποτὲ σὰν πλεούμενο, εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ καμάρι τῆς θάλασσας. Τοῦ Σατανᾶ χειροτέχνημα φαντάζει ἀκόμα στὰ μάτια μου.