Οι σκιές
←Sie liebten sich beide | Ελεγεία και Σάτιρες Συγγραφέας: Μεταφραστής: Κώστας Καρυωτάκης Οἱ σκιὲς |
Maman, je voudrais→ |
Ὅταν πιὰ θἆμαι κουρασμένη
δῶ νὰ ζῶ μόνη καὶ ξένη
χρόνους ἀβίωτους,
θὰ πάω νὰ δῶ τὴ χώρα ποὖναι
οἱ ποιητὲς καὶ καρτεροῦνε
μὲ τὸ βιβλίο τους.
François Villon, σκιά μου φίλη,
ποὺ ταπεινὰ καθὼς οἱ γρύλλοι
ἐτραγουδοῦσες,
πόσο ἡ ψυχή μου θὰ σ’ ἐπόνει,
ὅταν σ’ ἐπρόσμενε ἡ ἀγχόνη
κ’ ἔκλαιαν οἱ Μοῦσες!
Τάχα τρεκλίζοντας ἀκόμα,
Βερλαίν, κρατᾶς αὐλὸ στὸ στόμα,
δεύτερος Πάν,
πάντα εἶσαι ἁπλὸς καὶ θεῖος ἐσύ,
μεθώντας μὲ οἶστρο, μὲ κρασί,
pauvre Lélian;
Καὶ τέτιο ἂν εἶχες ριζικό,
ποὺ ἄλλο δὲν εἶναι πιὸ φριχτό,
Ἑρρῖκε Χάϊνε,
οὔτ’ ἔτσι ὡραῖο σὰν τὸ δικό σου,
στὰ χέρια μου τὸ μέτωπό σου
γύρε καὶ πράϋνε.
Ἐμένα διάβηκε ἡ ζωὴ
ὅλη ἕνα δάκρυ, ἀπ’ τὸ πρωὶ
ἕως τὴν ἑσπέρα.
Κι ἄλλο πιὰ τώρα δὲ μοῦ μένει,
παρά, θεοί μου ἀγαπημένοι,
νἄρθω ἐκειπέρα.
Comtesse Mathieu de Noailles