Οι Παραπονεμένες
Συγγραφέας:


Πότ’ εμεγάλωσαν ! Τάς ενθυμούμαι, δεν είναι ακόμη τέσσαρα έτη, που εκάθηντο υποκάτω εις την κληματαριάν. Αθλία είναι η αυλή κατά τ’ άλλα, τρώγλας πολλάς έχει δι’ ενοικίασμα, αλλά στολίζεται επί εξ μήνας το έτος από λαμπράν κληματαριάν. Εκάθηντο Ιούλιον μήνα υπό το πλούσιον θαλερόν φύλλωμα, κι εφλυαρούσαν, κι έκοβαν κι έρραβαν. Αι δύο μάλιστα είχαν από μίαν ραπτικήν μηχανήν, την οποίαν εξωφλούσαν κατά δόσεις εβδομαδιαίας.

Είναι αληθές ότι τόσον γρήγορα μεγαλώνουν! Κι έλεγεν η μία, η Μαριγούλα, η μικρή 13 ετών τότε, η επίδοξος νύμφη σήμερον:
- Ακούς αυτός, να μου πει εμένα δεν ξέρω τι! Κι εθάρραγε πως ήμουν εγώ σαν τα μούτρα της, να μου πει εμένα ! …

Εφόρει τότε επί σαράντα ημέρας μαύρα ράσα. Το είχε τάξιμο ένεκα αρρωστίας. Αι άλλαι δύο, η Κούλα και η Μαρίκα η μεγάλη, εκάγχαζον. Κι ύστερ’ από πολλά λόγια και γέλια, η Κούλα, πολύ ελευθέρα κόρη, εσηκώθη κι επήδησε γενναίον άλμα και ανέμισε ελευθερίως το φόρεμά της˙ κι εφώναξεν :
- Μη με φουρκίζεις, γιατί… ξέρεις τώρα δα; Απ’ τη ζέστη μου ’ρχεται έξαψη. Να!

Σήμερον η Μαριγούλα κοντεύει να είναι νύφη και κινδυνεύει να μην είναι˙ η Μαρίκα θα γίνει νύφη, καθώς αυτή λέγει˙ κι η Κούλα, από τριών ετών, έγινε νύφη, και δεν έχει πλέον τον άνδρα της.

Την είχε στεφανωθεί την Κούλαν ο δικός της κι έμεινε μίαν βραδιάν μαζί της κι ύστερα έγινεν άφαντος, δι’ ούς λόγους αυτός γνωρίζει˙ η νέα δεν ηξεύρει τίποτε. Κι η Μαριγούλα, το καλό κορίτσι, έμεινε χωρίς αρραβωνιαστικόν από προχθές το βράδυ. Είχε κάμει κονάκι στο σπίτι τους, κόττα-πίττα, από μήνας πολλούς. Κι η Γαρουφαλιά ήτον άνανδρη γυναίκα, ένα κορίτσι το είχεν, αυτήν την Μαριγούλαν και μοναχήν. Τσουμπλέκια, μπαρδάκια, ρουχικά, όλα τα έδιδεν˙ ευχαριστημένη ήτο να φύγει αυτή με ένα φουστάνι από μέσ’ από το σπίτι˙ ήρκει μόνον να την έπαιρνεν. Κατ’ αρχάς τους είχεν υποσχεθεί να γίνει ο γάμος τού Αγίου Δημητρίου˙ έπειτα ανέβαλε τού Αγίου Φιλίππου˙ ύστερα είπε τα Χριστούγεννα. Τελευταία είπε τις Απόκριες. Και σαν ήρθαν οι Απόκριες, επερίμεναν να πει τη Λαμπρή˙ αλλ’ αυτός έκαμε καλύτερα˙ έγινεν άφαντος. Τώρα ήρθ’ ένας παραξάδελφος της Γαρουφαλιάς και τον γυρεύει˙ πού να τον βρει;

Κι η Μαρίκα η μεγάλη δεν το κάνει, βέβαια επίτηδες – ώ πόσον πιστή είναι η φιλία!– αλλ’ όχι διά να τας φουρκίσει βέβαια, αρχίζει και διηγείται εις την μίαν χωριστά και εις τας δύο ομού:
- Κι είπεν ο Θόδωρος, μα καλά σαν δεν στεφανωθούμε κι αυτήν την Κυριακή, ως την άλλην….μα τι θέλεις να τρελαθώ; Του λέω, πώς να ’μπω αποκάτω απ’ το στεφάνι με τέτοιο μούτρο…

Την προτεραίαν ο αδελφός της Μαρίκας, αρχιμόρτης της γειτονιάς, εκμανείς, διότι έμαθεν, ότι η μητέρα είχε τάξει πεντακοσίας δραχμάς του γαμβρού, είχε δώσει μίαν σπρωξιάν της Μαρίκας και την έρριψεν επάνω στο αγκωνάρι της πόρτας. Η νέα χθες έφερε δέμα περί το πρόσωπον˙ σήμερον έχει μαύρην την γνάθον, μαύρην την γωνίαν του βλεφάρου.
-Μου λέει, εμένα μ’ αρέσει να σε βλέπω σαν να ’ναι βουρκωμένα τα ματάκια σου. Στην αγάπη μας, Γαρουφαλιά μου, τη Μαριγούλα πρώτη – πρώτη θα βάλω στο νού μου, σαν θα είμαι αποκάτ’ απ’ το στεφάνι. ( Στη φιλία μας κυρα-Χτούκαινα, την Κούλα θα μελετήσω πρώτη σαν μας αλλάζει ο κουμπάρος τα στεφάνια). Ως τόσο, ο Θόδωρος τρελαίνεται, το λυπούμαι το παιδί. Τώρα, σήμερα θα πάμε με την καρότσα, στο μεγάλο δρόμο, κοντά στο Πανεπιστήμιο, να ιδούμε τον Καρνάβαλο, που λένε, και τα κομιτάτα. Θυμάμαι που πήγαμε όταν ήμουν μικρή μαζί με την μητέρα κι είδαμε τα κομιτάτα. Άλλοι σαν αγάλματα πάνω στις καρότσες, ένας έκανε τον κοιμισμένο, άλλος έστεκε ορθός ακίνητος, γδυμνοί, ολόγδυμνοι… ένα κομιτάτο, άλλο κομιτάτο, το ένα κοντά στο άλλο, κι έβγαζαν λόγο απ’ τα κάρα. Τελειωμούς δεν είχαν τα κομιτάτα.

Την στιγμήν εκείνην εφάνη έξω της αυλόθυρας η Μπαλούκαινα, η μητέρα της Μαρίκας. Εφόρει φουστάνι ολομέταξον, όπου έτριζεν όλον. Έβαλε τον ένα πόδα μέσ’ από το κατώφλιον, κι εφώναξεν.

Εις την φωνήν, ο Μόρτης κι η Φασαρία, τα δύο σκυλιά της αυλής, έτρεξαν με πολλά γαυγίσματα κατεπάνω της.
- Έλα κόρη μου, η καρότσα έφτασε˙ τώρα θα ’ρθει… Πάμε να ιδούμε τα κομιτάτα… Ο Θόδωρος, όπου είναι έρχεται… Πάμε στο κομιτάτο !


Την Πέμπτην εκείνην, την προ της Απόκρεω, την ώραν που ο κρύος Καρνάβαλος εβγήκε να περιδιαβάσει εις τας οδούς των Αθηνών, εις μίαν παράμερον συνοικίαν, εις ένα στενόν δρομίσκον της πόλεως, εφάνη η γυνή με την «Ελεούσαν». Κρατούσα την αγίαν εικόνα, εξήλθε κι αυτή εις περιοδείαν. Φαίνεται ότι εγνώριζεν εκ μακράς πείρας, ότι πολλά πλάσματα κατοικούντα εις τας συνοικίας τας σκοτεινάς, εις τας ανηλίους τρώγλας, πλάσματα παραπονεμένα, εξ ατυχιών, εξ ελλείψεων πολλών, ων πρώτη η έλλειψις φορέματος, δευτέρα η έλλειψις αρραβωνιαστικού, τρίτον δε όλαι ομού αι άλλαι ελλείψεις – ότι πολλά τοιαύτα πλάσματα δεν θα επήγαιναν να ίδωσι τον «Καρνάβαλον» και τα «Κομιτάτα», και ότι τα πλάσματα αυτά θα ήσαν διατεθειμένα να δράξωσιν άμα προσφερομένην την παραμυθίαν την εκ της θρησκείας. Και η ώρα εκείνη της μεγάλης συρροής εις τα κέντρα, της μεγάλης ερημίας εις τ’ απόκεντρα, της εφαίνετο καταλληλοτάτη διά τοιαύτην επίσκεψιν.

Διήλθεν έξωθεν της αυλής και είδε την Κούλαν και την Μαριγούλαν να κάθηνται μέσα, σιμά εις την θύραν.
- Καλημέρα, κορίτσια μου. Χρόνους πολλούς. Η Μεγαλόχαρη η Ελεούσα να ’ναι βοήθειά σας.

Εισήλθεν. Τα δύο σκυλιά εγαύγισαν. Η Μαριγούλα τα εμάλωσεν. Αι δύο κόραι έκαμαν το σταυρόν των και ησπάσθησαν την εικόνα.

Η γυνή εκάθισε και ήρχισαν ομιλίαν.
- Τώρα, κορίτσια μου, χάλσε ο κόσμος. Πάει πια η πίστις, η ευλάβεια… Όλος ο κόσμος τρέχει στα θέατρα, στα κομιτάτα.
- Στο σπίτι σου την έχεις την Αγία Εικόνα, κυρά; ηρώτησεν η Κούλα.
- Ναι, κόρη μου… μα τώρα δεν έρχονται ευλαβητικές…Κι οι Αγιοί μας βαρέθηκαν, κι έπαψαν να θαυματουργούν πλέον…
- Κάνει θάματα η Αγία Εικόνα, κυρά; είπεν η Μαριγούλα.
- Καμμιά φορά… σαν έχεις πίστη.
- Και πως θα καταλάβουμε ;
- Απ’ το κερί κι απ’ αυτό που θα κολλήσετε… μπορώ κι εγώ να σας πω.
- Πάμε μέσα στην κάμερα ;
- Πάμε


Εσηκώθησαν και αι τρεις, εμπρός έτρεξεν η Μριγούλα, δευτέρα η Γυνή με την Ελεούσαν, τελευταία η Κούλα. Η Γαρουφαλιά τας υπεδέχθη μέσα εις το δωμάτιον.
- Είναι και καλό για την ψυχήν σας, έλεγε καθ’ οδόν η Γυνή με την Ελεούσαν.

Η Γυνή έβαλε την εικόνα επί τινος πενιχρού επίπλου. Η Κούλα και η Μαριγούλα ήναψαν πεντάρικα νοθευμένα κεριά. Η Γυνή άρχισε να κάνει μετάνοιες. Είπε το Θεοτόκε Παρθένε, είτα το Άγιος ο Θεός, ύστερον εις το Όνομα του Πατρός, ύστερον, Προσκυνώ Πατέρα˙ και πάλιν το Άγιος ο Θεός, και πάλιν το Θεοτόκε Παρθένε˙ έλεγεν εκ διαλειμμάτων τα ίδια, ίσως δια να φαίνεται ότι λέγει πολλά!

Η Κούλα εκόλλησε τρείς πεντάρες επάνω εις την εικόνα˙ η Μαριγούλα άλλες τρείς˙ εκόλλησε και η Γαρουφαλιά άλλας δύο. Της Κούλας οι πεντάρες έπιασαν όλαι, της Μαριγούλας καμμιά˙ της Γαρουφαλιάς η μία κόλλησε.

Η Γυνή με την εικόνα εκοίταξε την φλόγα των κηρίων, εκοίταξε πόσες πεντάρες εκόλλησαν επάνω εις την εικόνα, και πόσες δεν εκόλλησαν. Ύστερον ήρχισε να χρησμοδοτεί˙ απετάθη πρώτον προς την Κούλαν.
- Ένα μικρό μαράζι, ένα μικρό εμπόδιο… κάτι λείπει, κάτι χρειάζεται… μα όσο κι αν λείπει… Η ψυχή πονεί, μα το θέλημα του Θεού να γίνεται… Πιστεύω σε λίγο.

Εγαύγιζαν απ’ έξω τα δύο σκυλιά. Άνοιξεν η πόρτα.
- Ποιος είναι ;

Ήτον ο Σπύρος, ο παραξάδελφος της Γαρουφαλιάς. Επανήρχετο από το κυνήγημα του γαμβρού εκείνου, όστις είχε γίνει άφαντος. Δεν τον είχεν ανακαλύψει πουθενά.

Είδεν την εικόνα, κι επροσκύνησε. Εκόλλησε κι αυτός δύο πεντάρες.
- Δικός μας είναι, κυρα-καλόγρια, είπεν η Γαρουφαλιά.

Η γυνή με την Ελεούσαν εξηκολούθησεν :
- Ελπίζω, με την δύναμη του Θεού, και με την χάρη της Ελεούσας… αγκαλά… έχω μεγάλο φόβο.

Ηκούσθη μία οξεία φωνή έξω από την αυλόπορτα :
- Κούλα ! Κούλα !

Τα δύο σκυλιά ήρχισαν να γαυγίζουν μανιωδώς. Η Πυθία διέκοψε τον χρησμόν της.
- Έχεις μεγάλο φόβο, είπες, κυρά ; επανέλαβε μετ’ αγωνίας η Κούλα.
- Κούλα ! έκραξεν πάλιν η φωνή έξω από την αυλόπορτα. Μαριγούλα, κορίτσι μου, μέσα είν’ η Κούλα ; Πες της να ’ρθει γλήγορα˙ έχουμε δουλειά. Τι μου ξενοιάστηκε ;

Η Μαριγούλα εξήλθεν εις την θύραν του δωματίου.
- Τώρα μια στιγμή, κυρα-Χτούκαινα. Έχουμε υπόθεση. Έχε υπομονή.

Εις απάντησιν, η Χτούκαινα ήλθε μέσα εις την αυλήν, εμβήκεν εις το δωμάτιον, μ’ όλον το θόρυβον τον οποίον έκαμναν ο Μόρτης και η Φασαρία.
- Είναι η μητέρα της Κούλας, είπεν η Γαρουφαλιά. Λέγε το λοιπόν κυρα-καλόγρια.
- Φόβος βέβαια είναι, επανέλαβεν η χρησμωδός˙ με τη δύναμη του Θεού όλα θα οικονομηθούν˙ είναι και καλό για την ψυχή σας.

Η Χτούκαινα εκόλλησε κι αυτή μίαν πεντάραν.
- Και θα έχετε βοήθεια τη Μεγαλόχαρη.

Είτα η Γυνή εστράφη προς την Μαριγούλαν.
- Πώς να γλυτώσει κανείς από τα βάσανα του κόσμου, κορίτσι μου; Μήπως τάχα η μάννα σου ήθελε να σε παντρεύσει μικρή-μικρή; Ένα μεράκι βλέπω, έναν καημό, ένα κάτι τι˙ ποιος ξέρει; Αυτά είναι στο χέρι του Θεού˙ μπορεί να είναι θέλημα Θεού… μου ’ρχεται μια μεγάλη υποψία και μια μεγάλη λύπηση. Ο Θεός είναι που κάνει τα ψέμματα αλήθεια˙ στο τέλος όλα θα διορθωθούν, και με καλό θα τελειώσουν… Είναι και καλό για την ψυχή σας.

Η Γυνή έβαλε τρεις μετανοίας, επήρε την εικόνα λέγουσα :
- Βοήθειά σας !

Εμάζωξε τις πεντάρες και τ’ απόκερα κι έφυγε. Τα δύο σκυλιά την παρηκολούθησαν με γαυγίσματα έως την θύραν της αυλής. Ο Μόρτης τής άρπαξε την άκρην της μακράς, έως τας κνήμας κατερχομένης, μαύρης μανδήλας της, κι η Φασαρία τής εδάγκωσε την κάλτσαν.

Το βράδυ επέστρεψεν από την οδόν Σταδίου η Μπαλούκαινα, μαζί με την κόρην της και τον γαμβρόν της, και διηγείτο εις τις δύο γειτονοπούλες τα όσα είδε και πώς διεσκέδασε.
- Και του χρόνου, κορίτσια, και του χρόνου, με τους άντρους σας, να ιδείτε και σεις τα κομιτάτα.