Οι ντιστεγκέ
Συγγραφέας:
Φ. 284, 13.1.1890



Φασουλῆς καὶ Περικλέτος - ὁ καθένας νέτος σκέτος

 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπὸν τί τρέχει, Φασουλῆ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο τρέχα ρώτα.

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω γι' αὐτοὺς τοὺς ντιστεγκὲ νὰ μάθω πρῶτα πρῶτα.
Τοὺς ξέρεις; Τοὺς ἐγνώρισες; τί ἄνθρωποι νὰ εἶναι;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτοὺς μονάχα συζητοῦν ἐσχάτως αἱ Ἀθῆναι.
Μυστηριώδεις ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κοινωνίας
μὲ τίτλους καὶ περγαμηνὰς ἀρχαίας εὐγενείας,
μὲ ἄλλους λόγους ὁ ἀφρὸς τῆς νέας πρωτευούσης...
εἶν' ἄλλο πρᾶγμα νὰ τοὺς δῇς καὶ ἄλλο νὰ τἀκούσῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί νὰ σοῦ πῶ;... δὲν εἶναι σὰν καὶ σένα,
ποὺ ἔχεις γένος βάναυσον καὶ μοῦτρα λερωμένα.
Δὲν ἔχουν αἷμα κόκκινο, καθὼς καὶ τὸ δικό σου,
ουδὲ ἐσώβρακα, καθὼς τὸ σώβρακό σου,
ἀλλ' ἔχουν αἷμα κυανοῦν, μὴ βρέξῃ καὶ μὴ στάξῃ
κι' ἀσπρόρρουχα κι' ἐσώβρακα πλεγμένα με μετάξι,
ἀλείβονται νυχθημερὸν μὲ μῦρα καὶ κολόνια,
γι' αὐτοὺς ἡ τόση ἀρχοντιά, γιὰ τούτους τὰ σαλόνια,
μὲ γεύματα καὶ μὲ χοροὺς τῇς ὧραις των περνοῦν,
καββάλα πᾶν στὴν Ἐκκλησιά, καββάλα προσκυνοῦν,
καββάλα τρῶν' ἀντίδωρο ἀπ' τοῦ παππᾶ τὸ χέρι,
βαστοῦν πηρούνι ἀργυρὸ καὶ ἀργυρὸ μαχαῖρι.
Γιὰ ὅλα λένε κάτι τι, γιὰ ὅλα ξέρουν κάτι,
γυρίζουν τὰ ὀπίσω των σ' ἐμένα τὸν σακάτη,
αἱ δ' ὑψηλαὶ κυρίαι των μετ' ἀρετῶν σπανίων
εἰσάγουν λαθρεμπόρια συχνὰ στὸ Τελωνεῖον
καὶ κρύβουν στὰ παπλώματα λογῆς λογῆς δαντέλαις
καὶ μὲς στῇς βρακοζῶναις των μεταξωταῖς κορδέλαις.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ τί μεγάλοι ἄνθρωποι!...

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἀλήθεια, Περικλέτο...
τοῦ ὄχλου ἡ ἀγένεια εἰς κόρακας ἐρρέτω.
Γι' αὐτοὺς τοὺς νέους ντιστεγκὲ ὅσα κι' ἂν πῇς τοὺς πρέπουν...
Τοὺς χαιρετᾶς;... δὲν χαιρετοῦν καὶ κάνουν πὼς δὲν βλέπουν...
δὲν χαιρετᾶς;... σὲ χαιρετοῦν, κι' ἀρχίζουν διαχύσεις...
εἶναι πολὺ περίεργος ἡ εὐγενής των φύσις.
Ἐπίσκεψιν δὲν δέχονται παρὰ κατὰ τὸ βράδυ,
αἱ δὲ κυρίαι ὁμιλοῦν μαζί σου στὸ σκοτάδι
καὶ τῆς αἰδοῦς των, Περικλῆ, δὲν φαίνονται τὰ ρόδα...
τοιουτοτρόπως ἀπαιτεῖ τῶν ντιστεγκὲ ἡ μόδα.
Σοῦ ἔχουν κάτι ἔθιμα, ποὺ εἶναι ν' ἀπορήσῃς...
τὰ χνῶτα των τὰ εὐγενῆ μονάχα νὰ μυρίσῃς
κι' ἀμέσως τότε, Περικλῆ, καὶ σὺ καταλαμβάνῃς,
ὅτι δὲν εἶσαι ὅπως πρίν, χυδαῖος, μπλεχλιβάνης,
ἀλλ' ἄνθρωπος τρὲ κὸμ ἰλ φό, μὲ γένος καὶ ἀξίαν,
πεσμένος εἰς αὐτὴν τὴν γῆν ἀπὸ τὸν Γαλαξίαν.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Βρὲ τί μοῦ λές;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μοσχοβολᾶ κι' ἡ περιφέρειά των.

 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Νὰ μὲ εἰσάξῃς, ἀδερφέ, εἰς τἀ μυστήριά των.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Σιγὰ σιγά, βρὲ Περικλῆ, καὶ θὰ τὰ μάθῃς ὅλα...
ὀγρήγορα εἰς μέγαρα θὰ ἔμβῃς μυροβόλα,
καὶ εἰς τοὺς κύκλους τοὺς καλοὺς προσπάθησε ν' ἀρέσῃς
καὶ σώβρακο μεταξωτὸ ἀμέσως νὰ φορέσῃς,
ἂν δὲ καὶ κάλτσα, Περικλῆ, ἀπὸ μετάξι βάλῃς,
παύεις νὰ εἶσαι πρόστυχος καὶ ρυπαρὸς χαμάλης,
καὶ θὰ εἰσέρχεσαι παντοῦ μετὰ τῆς γυναικός σου
κι' εἰς ὅλους τὸ μεταξωτὸ θὰ δείχνῃς σώβρακό σου,
οἱ δ' εὐγενεῖς θὰ ἔρχωνται καὶ θὰ σὲ τριγυρίζουν,
καὶ ὅλοι τὸ τσουράπι σου θὰ τρέχουν νὰ μυρίζουν,
καὶ σὺ μὲ ὕφος σοβαρὸν τὸ πόδι σου θ' ἁπλώνῃς
κι' ἐμένα θὰ περιφρονῇς καὶ θὰ μὲ φασκελώνῃς.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ ποῦ τὰ ξέρεις ὅλ' αὐτά;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γιὰ τοῦτο μὴ ἐρώτα...
ἕλα καὶ σὺ νὰ συστηθῇς στοὺς φέροντας τὰ πρῶτα.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὴν εἶσαι ντιστεγκὲ καὶ σύ;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Δὲν εἶμαι, μὰ θὰ γίνω...
τὴν τόσην βαναυσότητα διὰ παντὸς ἀφίνω,
ἀμέσως ἀπεκδύομαι τὸν Φασουλῆν τὸν πρῶτον
καὶ εἰς αἰθούσας εἰσχωρῶ εὐωδιών κι' ἐρώτων.
τοῦ γένους μου τοῦ ταπεινοῦ τὰ σύμβολα ξηλόνω
κι' εἰς τὴν χυδαίαν μύτην σου τὰ πόδια μου ἁπλόνω
κι' ὀγρήγορα πλησίασε καλὰ νὰ τὰ μυρίσῃς
κι' ἀληθινὴν εὐγένειαν καὶ τρόπους νὰ γνωρίσῃς.
Νίπτω κι' ἐγὼ τὰς χεῖρας μου νὰ φύγ' ἡ ρυπαρότης
καὶ ἀπὸ τοῦδε μόνος μου βαπτίζομαι ἱππότης
τοῦ αἵματος τοῦ κυανοῦ, τῆς στρογγυλῆς τραπέζης,
καὶ κάθου σύ, βρὲ μασκαρᾶ, ἐν οὐ παικτοῖς νὰ παίζῃς.
Ἀλήθεια ἐσιχάθηκα νὰ ζῶ μὲ τοὺς προστύχους...
ζωὴ δὲν λέγεται, μωρέ, νὰ γράφῃς μόνον στίχους
καὶ τὸ ξερὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο νὰ κτυπᾷς
καὶ ὅλο θέματ' ἄρρητα νὰ ψάλῃς σὰν παππᾶς.
Μὰ τότε λέγεται ζωή, διαόλου μπεχλιβάνη,
σὰν γίνῃ θυμιατὸ τ' ἀγγειὸ καὶ τἀπαυτὸ λιβάνι.
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Θέλω κι' ἐμένα ντιστεγκὲ ἀμέσως νὰ μὲ κάνῃς.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Γι' αὐτὸ μὴ σεκλετίζεσαι καὶ μὴ μοῦ χολοσκάνῃς.
Θέλεις νὰ γίνῃς Πρίγκηψ, Δούξ, Μαρκήσιος, Βαρόνος;
 
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ὅ,τι κι' ἂν θέλῃς κάνε με... τὸ δέχομ' εὐγνωμόνως.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγώ, Βαρόνον, Περικλῆ, πρὸς τὸ παρὸν σὲ κάνω
καὶ σὲ βαπτίζω ντιστεγκὲ καὶ μὲ τὸ παραπάνω,
σοῦ δίδω δὲ περγαμηνὰς εἰς θήκην ἐκλεκτὴν
κι' ὡς εὐγενείας σύμβολον παλάμην ἀνοικτήν.
Καὶ τώρα εἰς ἀνώτερα...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εὐχαριστῶ, σπολλάτη,
καὶ ὅρσε, φίλε ντεστιγκέ, τρεῖς ματσουκιαῖς στὴν πλάτη.