Οι νικημένοι της ζωής

Οι νικημένοι της ζωής
Συγγραφέας:
Μπουκέτο, Τόμ. 2, Αρ. 41 (1925)


Ἕνας στρατὸς τὸ χάραμα περνοῦσε·
κανεὶς δὲν ξέρει κατὰ ποῦ κινοῦσε,
ἡ μέρα, μόλις πρόβαλλε δειλά:
περήφανο τὸ βῆμα, φῶς τὸ μάτι,
τραγούδια στὴν ψυχή, χαρὰ γιομάτοι
καὶ τ’ ἀσημένια μέτωπα ψηλά...

Κανεὶς δὲν ξέρει κατὰ ποῦ κινοῦσε·
θριαμβικὰ κι’ ἀγέρωχα περνούσε,
καὶ μὲσ’ στὰ μάτια του ἔλαμπε ἡ χαρά.
Κι’ ὅπως τὸ φῶς ἀνάδινε ἀπὸ πέρα,
λὲς καὶ τὰ πεπρωμένα του, στὴ μέρα,
φαινόσανε κι’ αὐτα πιὸ καθαρά...

Περνοῦσε καὶ τραβοῦσε μεσ’ στὰ πλήθη,
καὶ μιὰν εὐχή δονοῦσε ὅλα τὰ στήθη,
πάντα νὰ ζῇ, καὶ πάντα νὰ νικᾷ!-
μονάχα ἐμεῖς στεκόμαστε θλιμμένοι,
-ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι,
μὲ τὰ καταστρεμμένα ἰδανικά...

Καὶ μεῖς,ἕνα πρωί, εἴχαμε κινήσει,
-μιὰ χίμαιρα μᾶς εἶχε ἀποπλανήσει-
μὲ μάτια ποὺ τὰ φλόγιζε ἡ χαρά,
ὅλοι γεροί, κ’ ἀγέρωχοι, σὰν Κροῖσοι!
-μὰ τὰ μεσάνυχτα εἴχαμε γυρίσει,
μὲ καταματωμένα τὰ φτερά...