Οι μενεξέδες (Νιρβάνας)

Οι μενεξέδες
Συγγραφέας:


Τὸ λεωφορεῖο σταμάτησε στὴ μέση τοῦ δρόμου. Oἱ ἐπιβάτες γύρισαν μὲ περιέργεια καὶ κύταξαν τὴ γυναῖκα ποὺ ἔμπαινε. Ἦταν ντυμένη κατάμαυρα καὶ φοροῦσε ἕνα μαῦρο μαντύλι στὸ κεφάλι. Ἀπὸ κάτω ἀπ' τὸ μαντύλι ξεχείλιζαν τὰ ξανθά της μαλλιὰ καὶ τὸ πρόσωπό της εἴτανε μικρούτσικο σὰν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' ὄμορφο.

Ἡ γυναῖκα κάθησε σὲ μιὰ γωνιὰ μὲ τὰ μάτια σκυμμένα κάτω. Κρατοῦσε στὰ χέρια της ἕνα μεγάλο μάτσο ἀπὸ μενεξέδες καὶ εἶχε τὴ ματιά της καρφωμένη ἀπάνω στὰ λουλούδια, σὰν νὰ μιλοῦσε ὅλη τὴν ὥρα μαζί τους. Στὸ χέρι της, ἕνα ἄσπρο παχουλὸ χεράκι, μιὰ χρυσῆ βέρα ἄστραφτε στὸ μεσιανὸ δάχτυλο.

Ἕνας ἐπιβάτης εἶπε κρυφὰ στὸν ἄλλον.

− Κάποια χήρα θὰ εἶνε.

Ὁ ἄλλος τοῦ εἶπε, λιγόνοντας τὰ μάτια του.

− Τί ὤμορφη ποὺ εἶνε!…

Ὁ πρῶτος ξαναεῖπε.

− Τὸ μαῦρο μαντύλι τὴν κάνει ὠμορφότερη…

Ὁ δεύτερος ἀναστέναξε.

Οἱ δυὸ μαζὶ γύρισαν καὶ τὴν κύταξαν μὲ γλυκὰ μάτια. Ὁ πρῶτος ἤτανε ξανθὸς, μὲ μεγάλο μουστάκι καὶ γαλανὰ μάτια. Ὁ δεύτερος μελαχροινὸς, χλωμὸς μὲ λίγο μαῦρο χνοῦδι ἀπάνω ἀπ' τὸ χεῖλι του.

Ἡ γυναῖκα σήκωσε τὰ μάτια της καὶ τοὺς κύταξε, σὰν νὰ κατάλαβε πὼς μιλοῦσαν γι' αὐτὴν. Τὰ μάτια της ὅμως πέσανε ἀπάνω στὸν μελαχροινό. Τὰ κατάμαυρα μαλλιὰ καὶ γένεια, τὰ μάτια του μαῦρα σὰν τὴν πίσσα, σὰν ἕνα πένθος χυμένο ἀπάνω στὸ χλωμὸ πρόσωπο, τράβηξαν τὴ θλιμένη ψυχή της, σὰν νὰ ταίριαζαν μὲ τὸν πόνο της. Χαμογέλασε κ' ἔσκυψε πάλι ἀπάνω στὸ μάτσο μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ ξανάρχισε μὲ τὰ λουλούδια τὴν ὁμιλία ποὺ εἶχε διακόψει.

Σὲ λίγο ἄρχισε νὰ διορθώνῃ τὰ λουλούδια μὲ τὰ παχουλὰ, νευρικά της δάχτυλα. Δυὸ κλῶνοι μὲ μενεξέδες τῆς πέσανε κάτω στὸ πάτωμα. Ὁ μελαχροινὸς κύριος ἔσκυψε νὰ τοὺς σηκώσῃ. Τοὺς πῆρε καὶ τοὺς πρόσφερε στὴ γυναικούλα μ' ἕνα κίνημα εὐγενικό. Ἐκείνη τὸν κύτταξε γλυκὰ καὶ τοῦ εἶπε:

− Δὲν πειράζει, κύριε. Κρατῆστε τα, ἂν σᾶς κάνουν εὐχαρίστηση.

Ὁ μελαχροινὸς κύριος εὐχαρίστησε τὴ γυναῖκα μ' ἕνα γλυκὸ χαμόγελο, ἔφερε τοὺς μενεξέδες στὰ χείλη του μὲ μιὰ βαθειὰν ἀναπνοὴ ποὺ ἔμοιαζε σὰν ἀναστεναγμὸς κ' ἔπειτα τοὺς ἔβαλε μὲ προσοχὴ στὴν κουμπότρυπά του.

Στὸ στρίψιμο τοῦ δρόμου ἡ γυναικούλα ἔγνεψε στὸν ὁδηγό. Ὁ ὁδηγὸς χτύπησε τὸ κουδούνι, κ' ἡ γυναικούλα σηκώθηκε μὲ χάρη, χαιρέτισε μ' ἕνα χαμόγελο τὸν μελαχροινὸ κύριον καὶ κατέβηκε ἀπ' τὸ λεωφορεῖο.

Οἱ δύο ἐπιβάτες γύρισαν ἀπ' τὰ τζάμια καὶ τὴν κύταξαν. Μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο πάντα τράβηξε τὸν δρόμο ποὺ πήγαινε στὸ νεκροταφεῖο, τὸν μεγάλο δρόμο μὲ τὰ κυπαρίσσια.

Ὁ πρῶτος ἐπιβάτης εἶπε στὸ δεύτερο:

− Ἡ καϋμένη. Πηγαίνει τοὺς μενεξέδες στὸν τάφο τοῦ ἀνδρός της. Δὲν τονὲ ξέχασε ἀκόμα.

Ὁ δεύτερος δὲν ἐμίλησε. Ἔσκυψε καὶ μύρισε βαθειὰ ἀπάνω στὴν κουμπότρυπά του τὸ μπουκετάκι μὲ τοὺς μενεξέδες, ποὺ τοὺς εἶχε μοιρασθεῖ μ' ἕναν πεθαμένο. Τὰ μάτια του λάμπανε ἀπὸ ἀγάπη κι ἀπὸ ζήλεια.

Τὸ λεωφορεῖο τράβηξε τὸ δρόμο του.