Οι θησαυροί τ' Αλή Πασά

Οἱ θησαυροὶ τ' Ἀλὴ Πασᾶ
Συγγραφέας:


Εἶν' ἄγρια νύχτα! Σκάφτοντας ἐδῶ στὸν ἔρμο τόπο.
Τοῦ κάκου ἀφίνετε, παιδιά, τὸν ὕπνο γιὰ τὸν κόπο,
πιστέψετέ μου· ἀκούσετε τὸ γέρο ποῦ σᾶς κρένει·
οἱ θησαυροὶ τ' Ἀλήπασα δὲν εῖν' ἐδῶ θαμμένοι.
Σᾶς λέω μεγάλο μυστικό· μοῦ τὄπε μίαν ἡμέρα
ἕνας φτωχὸς καλόγερος, ποῦ κατοικοῦσε πέρα·
ἅγια ψυχή, ποῦ διάβαζε σὲ ἀθάνατα βιβλία
πολλὰ τ' ανθρώπου ἀπόκρυφα, πολλὰ μυστήρια θεῖα.
Ἤμουν ἀγῶρι σὰν ἐσᾶς, κ' ἐπῆα νὰ τοῦ μιλήσω,
τ' ἄδικο βιὸ ποῦ βρίσκεται ποθῶντας νὰ γνωρίσω.
Ὁ σεβαστὸς - ἀδιάκοπα στὴ μνήμη μου τὸν ἔχω -
σὰν εἶπε πῶς κολάζομαι τὰ μάταια νὰ ξετρέχω,
μακετὰ θυμοῦμαι πὤρριξε τὸ βλέμμα του τριγύρου
στὰ περιγιάλια, στὰ βουνά, στὰ δάση τῆς Ἠπείρου,
καὶ θλιβερὰ τὰ μάτια του γυρνῶντας καὶ 'ς ἐμένα,
κατόπι ἀρχίνησε νὰ πῇ μὲ χείλη πυρωμένα:
Μῦθος δὲν εἶναι· ὁ τύραννος ἀμέτρητο λογάρι
ἔθαψε κἄπου, τρέμοντας μήπως ἐχθρὸς τὸ πάρῃ.
Μὸν ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ τ' ἀστροπελέκι ἀνάφτει
καὶ τὰ κρυμμένα πλούτη του λαβρίζει καὶ ξεθάφτει.
Μὲ μίας παντοῦ στὴν Ἤπειρο, σὰ φύλλα μαραμμένα,
σφοδρὸς ἀνεμοστρόφιλος πετάει τ' ἀσβολωμένα.
Ἄχ! δὲ θὰ πάρουν τὴ μορφὴ καὶ τὸ λαμπρό τους χρῶμα
ὅσο τρεμάμενος ραγιᾶς θὰ τὰ μολύνῃ ἀκόμα,
ἀλλ', ὡς βροντήσῃ ἀπάνω τους ἐλεύθερο ποδάρι,
ἐδῶ θὰ γένουν μάλαμα, κ' ἐκεῖ μαργαριτάρι.