Οι δύο αδελφοί
Οἱ δύο ἀδελφοί Συγγραφέας: |
Α'
Δυὸ ἀδελφάκια γκαρδιακὰ καὶ πολυαγαπημένα,
ποτέ τους δὲν χωρίζανε· τἆχε ἡ καρδιὰ δεμένα·
στὴν ἴδια τάβλα ἐγεύουνταν, σ' ἕνα προσκεφαλάκι·
ἀγκαλιστὰ ἐκοίτουνταν, ἀδέλφι μ' ἀδελφάκι.
Μὰ ἐξημέρωσ' ἡ αὐγὴ κ' ἔφθασ' ἡ νύχτα ἐκείνη
ποὺ δὲν θενὰ πλαγιάσουνε μαζὺ στὴν ἴδια κλίνη·
κείνους ποὺ ἔσμιξ' ὁ Θεός, τοὺς χώριζε μία ξένη,
νεράϊδα, κόρη μάγισσας, Σαββατογεννημένη...
Μιὰ μέρα ποὺ τριγύριζε ὁ πρῶτος μέσ' στὰ δάση
κ' ἔστηνε ξώβρεγα ψηλὰ πουλάκια γιὰ νὰ πιάσῃ,
λίγο μακρυά του ἄκουσε χαρούμενα τραγούδια
κ' εἶδε μιὰ κόρη, μιὰ ξανθὴ ποὺ μάζονε λουλούδια·
στὰ μάτια ἦταν οὐρανὸς καὶ στὴν ἀσπράδα κρίνος
κ' ἀντὶ νὰ πιάσῃ αὐτὸς πουλί, ἐπιάστηκε ἐκεῖνος!
Τὴν κόρη αὐτὴ παντρεύεται· ἄχ, μιὰ νυχτιὰ ἀκόμα
καὶ θ' ἄφηνε τ' ἀδελφικὸ νὰ γύρῃ σ' ἄλλο στρῶμα·
γι' αὐτὸ μὲ ὅλη τὴ χαρὰ ποὺ ἔχει στὴν καρδιά του,
εἶναι ἡ ὄψι του χλωμή, θολὴ κάθε ματιά του...
Κι' ἂν καὶ μπροστά της σὰν κερὶ μέρα καὶ νύχτα λυόνει,
τὴν ἀγαπᾷ καὶ τὴν μισεῖ· θαρρεῖ τὸν ξαδελφόνει...
Β'
Ἡ νύχτα εἶναι σκοτεινή, τ' ἀστέρια σκεπασμένα
καὶ σὲ σκοτάδι ἄγριο, βαθύ, τ' ἀγέρι κλαίει·
τὰ δυὸ ἀδελφάκια κάθουνται ἀγνάντια πικραμένα·
γυρίζ' ὁ μεγαλλίτερος στ' ἀδέλφι του καὶ λέει·
- Αὔριο στὸ κρεββάτι μας μονάχος θὰ κοιμᾶσαι...
- Ὤ, μὴ φοβᾶσ' ἀδέλφι μου, καὶ μὴ τὸ συλλογᾶσαι,
εἴμαστε ὡς τὸ κόκκαλο ἀδέλφια ἐμεῖς οὶ δύο
καὶ στὴν δική μας στὴν καρδιὰ ποτὲ δὲν μπαίνει κρύο!
Κ' εἶπ' ὁ μεγάλος· - Σὲ καιρὸ θὰ ταξειδέψ' ὀλίγο
κ' ἐκείνη ποὺ παντρεύομαι θ' ἀφήσω σὰν θὰ φύγω...
Ἔχει φτεροῦγα ἡ καρδιὰ τῆς εὐμορφιᾶς· ποιὸς ξέρει,
μακρυά της σὰν θὰ βρίσκωμαι ἡ ὥρα τί θὰ φέρῃ;
- Ὅρκο στὸν Παντοδύναμο, ἀδέλφι μου, σοῦ κάνω,
ἂν ἀπιστήσ' ἡ νύφη μου, ἢ ζήσω ἢ πεθάνω,
νὰ σοῦ τὴ φέρω στὴν οὐρὰ τ' ἀλόγου μου δεμένη·
κ' ἐπλάγιασαν γιὰ ὑστερνὴ φορὰ ἀνταμωμένοι.
….........................................................................
Ἦλθ' ὁ καιρὸς τοῦ ταξειδιοῦ· τὸν ὄρκο τοῦ θυμίζει,
καβαλλικεύκει, τὴν φιλεῖ, καὶ φεύγοντας δακρύζει·
κ' ἔμεινε ὁ μικρότερος στὴ νύφη... Σὰν κυρά του,
σὰν ἀδελφὴ τὴν σέβουνταν καὶ σὰν βασίλισσά του.
Μὰ ἦταν κλειδοκράτορας τιμῆς ποὺ ἀγαποῦσε
καὶ τὸ κλειδί τό χέρι του τ' ἀδελφικὸ κρατοῦσε!
Ἡμέραις, νύχτες πέρασαν· μὰ μιὰ νυχτιά ἐκοιμήθη
καὶ δὲν ἐξύπνησε· πολὺ ἡ νύφη δὲν λυπήθη...
Τὸν εἶδε, πικρογέλασαν τὰ ἔμμορφά της χείλη
κ' ἔκλαψε μόνο τοῦ νεκροῦ σὰν ἤλθανε οἱ φίλοι.
Γ'
Τὸν θάψανε· σκοτείνιασε, τὸ μεσονύχτι φθάνει·
μυρίζει χάρου μυρωδιὰ τὸ σπῆτι καὶ χνωτάδα,
ἐκεῖ ποὺ ἐξεψύχησε μοσχοβολᾷ λιβάνι
καὶ εἰς τὸ προσκεφάλι του καίει χλωμὴ λαμπάδα.
Δεμένος κλαίει τοῦ νεκροῦ ὁ σκύλος στὸ σκοτάδι
κ' ἡ ἄπιστη σὲ ἀγκαλιὰ κοιμᾶται ἀπάνω ξένη!
Μοιρολογοῦσε τὴν αὐγή, γλυκοφιλεῖ τὸ βράδυ·
σὰν φρόνιμη, τὴν ὥρα της τὴν εἶχε μοιρασμένη...
Ἄχ, ὅλα τ' ἄστρα μονομιᾶς κι' ὁ οὐρανὸς ἀκόμα
ἄν πέσουν, δὲν ἀκούγουνται ποτὲ σὲ τάφου χῶμα!
Ὅμως τὸ ἄπιστο φιλὶ νεκρὸ ἀνασηκόνει
καὶ ζωντανεύει τὸ κορμὶ ποὺ χῶμα τὸ πλακόνει.
Ἀκούει μέσ' στὸν ὕπνο του τὸν πρῶτο βυθισμένος
τῆς νύφης του τὸ φίλημα ὁ νειός ὁ πεθαμμένος·
τὸν ὄρκο του θυμήθηκε κι' ὁ τάφος του ἀνοίγει·
σὲ μαῦρο ἀπάνω βρέθηκε, λάκκους σταυροὺς πηδάει,
τὸν βλέπουν τ' ἄστρα τρέμουνε, ἡ γῆ ζητεῖ νὰ φύγῃ
καὶ χαλινάρι δὲν κρατεῖ· ὁ Μαῦρος ὁδηγάει·
φεὺγει, πετᾷ· τὰ πέταλλα σπίθαις, φωτιαὶς σκορπᾶνε
καὶ φέγγουνε τὸ δρόμο τους· ἀλλοίμονο, ποῦ πᾶνε!
Δ'
Μέσ' στὸ σκοτάδι χάνεται μὲ τὸν ἀποθαμμένο·
μὰ νάτος πάλι φαίνεται· βαθειὰ λαγκάδια σχίζει
κι' ὀπίσω τους, εἰς τὴν οὐρὰ τ' ἀλόγου του δεμένο,
σὰν κἄτι τι ἀσπρίζει...
Σὲ χώρα μπήκανε· ἀργὰ ὁ Μαῦρος τώρα πάει
κ' ἐμπρὸς σὲ σπῆτι σκοτεινὸ τὸ δρόμο του κρατάει·
- Ἄνοιξε, ἀδέλφι μ' ἄνοιξε· κουράσθηκα νὰ τρέχω·
εἰς τὴν οὐρὰ τ' ἀλόγου μου τὴ νύφη μου τὴν ἔχω...
Μὲ βία ἡ θύρ' ἀνοίγεται κι' ὁ ἀδελφός του βγαίνει·
κερὶ κρατεῖ στὸ χέρι του· τοὺς βλέπει καὶ χλωμαίνει
- Τὴν σκότωσες τὴν ἄπιστη, τοῦ λέγει, ἀδελφέ μου;
- Μὲ εἶδε καὶ ἐπέθανε· δὲν σκότωσα ποτέ μου!
- Ξεκαβάλλικ' ἀδέλφι μου· ἔχω φωτιὰ ἀναμμένα·
ἔμπα στὸ σπῆτι μας – Φωτιά δὲν μὲ ζεσταίνει ἐμένα!
Τὸν πεθαμμένο μὲ ψαχτὸ κυττάζει ὁ ἄλλος μάτι·
- Τί ἔχεις, λέγει· - Τίποτα, ἀρρώστησα κομμάτι...
- Ἀρρώστησες; τ' ἀδελφικὸ φιλὸ θὰ σὲ ζεστάνῃ
καὶ θὰ σὲ γιάνῃ, ἀδέλφι μου· - Κανεὶς δὲν θὰ μὲ γιάνῃ·
ἤθελα μόνο, ἂν μ' ἀγαπᾷς, τὴ γῆ βαθειά νὰ σκάψῃς
κ' ἐκείνη ποὺ ἀπέθανε ἀπόψε νὰ τὴν θάψῃς...
Τ' ὀρνίθι ἀκούσθη· ἀστραπὴ στὸν οὐρανὸ ἀνάφτει·
ἀνατριχιάζει ὁ νεκρὸς κι' ὁ Μαῦρος τὴ γῆ σκάφτει·
- Βλέπεις; τοῦ λέγει· βιάζεται ὁ Μαῦρος· θενὰ φύγω·
στὸν πρῶτο ὕπνο ἐξύπνησα· κοιμήθηκα ὀλίγο...
Πηγαίνω τὸ κρεββάτι μου κοντὰ δὲν τὤχω τώρα·
τρέχει ὁ Μαῦρος γρήγορα, μὰ τρέχει καὶ ἡ ὥρα!
- Τί λές, ἀδέλφι μου, τί λές, ἐμεῖς νὰ χωρισθοῦμε;
Ἀπόψε θενὰ κοιμηθῶ κοντά σου, στὸ πλευρό σου.
- Νὰ μὴ τὸ δώσῃ ὁ Θεὸς μαζὺ νὰ κοιμηθοῦμε!
Μὰ βλέπε με καμμιὰ φορὰ κ' ἐμένα στ' ὄνειρό σου -
τὰ μάτια του θολώσανε· κινᾶ, πλὴν στρέφει πάλι·
ἀπ' τ' ἄλογό του ἔσκυψε, γλυκά, ἀγάλι-ἀγάλι
καὶ τὸν ἐφίλησε... φιλὶ δὲν ἦταν τὸ φιλί του·
ἦταν ξερίζωμα καρδιᾶς, ἡ δεύτερη ψυχή του!
….....................................................................
Μέσ' στὴν ἀγκάλη ὁ ζωντανὸς τοῦ πεθαμμένου μπαίνει,
ὁ Χάρος τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ τὴν ψυχή του παίρνει.
Ε'
Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν αὐγὴ τὰ δυὸ ἀγκαλιασμένα,
στόμα μὲ στόμα κατὰ γῆς βρεθῆκαν τὰ καϋμένα
δὲν τὰ ἐχωρίσαν· καθὼς τὰ ηὕρανε τὰ θάψαν
κ' ἕνα κερὸ καὶ γιὰ τὰ δυό στὸ μνῆμά τους ἀνάψαν.
Στὸν τάφο δυὸ τριανταφυλλιαὶς μονάχαις τους φυτρῶσαν,
τὸ χῶμά τους πρασίνισαν, τὸν ὕπνο τους μυρῶσαν·
σμίγουν ἡ ρίζαις τους στὴ γῆ καὶ στὸ σταυρὸ οἱ κλῶνοι
καὶ δυὸ τριανταφυλλάκι' ἀνθοῦν μονάχα κάθε Μάϊη,
κι' ὅταν κανένας ἀδελφὸς μ' ἀδέλφι του μαλόνει,
τὰ ρόδα τους μυρίζεται κ' ἡ ἔχθρα του περνάει!