Οι αγάπες
←Ἄλογα μαῦρα, θίασος | Ελεγεία και Σάτιρες Συγγραφέας: Οἱ ἀγάπες |
Ἕνα ξερὸ δαφνόφυλλο→ |
Θἄρθουν ὅλες μιὰ μέρα καὶ γύρω μου
θὰ καθήσουν βαθιὰ λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τὰ μάτια τους,
θὰ πετοῦνε στὴν κάμαρα μέσα.
Ὠχρὰ χέρια θὰ σβύνουν στὸ σύθαμπο
καὶ θανάσιμα χείλη θὰ τρέμουν.
«Ἀδελφὲ, θὰ μοῦ ποῦν, δέντρα φεύγουνε
μὲς στὴ θύελλα, καὶ πιὰ δὲ μποροῦμε,
δὲν ὁρίζουμε πιὰ τὸ ταξίδι μας.
Ἕνα θάνατο πάρε καὶ δόσε.
Ἐμεῖς, κοίτα, στὰ πόδια σου ἀφίνουμε,
συναγμένο ἀπὸ χρόνια, τὸ δάκρυ.
Τὰ χρυσὰ ποὖναι τῶρα φθινόπωρα,
ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση;
Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο
οὐρανὸ, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα;
Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε,
ποῦ νὰ ἐπήγαν χωριὰ, πολιτεῖες;
Οἱ θεοὶ μᾶς ἐγέλασαν, οἱ ἄνθρωποι,
κ' ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντὰ σου,
γιατὶ πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε
τὸ σκληρὸ μας, ἀβέβαιο ταξίδι.
Σὰ φιλὶ, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε,
ἕνα θάνατο πάρε καὶ δόσε».
Θὰ τελιώσουν. Ἐπάνω μου γέρνοντας,
θ' ἀπομείνουν βουβὲς, μυροφόρες.
Ὁλοένα στὴν ἥσυχη κάμαρα
θὰ βραδιάζη, καὶ μήτε θὰ βλέπω
τὰ μεγάλα σὰν ἔκπληκτα μάτια τους,
ποὺ γεμίζανε φῶς τὴ ζωή μου...