Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.


Τὴν χήρα Γῆν ἀγάπησαν τέσσαρες πιστοί,
κ’ οἱ τέσσαρες τὴν θέλουνε.
Δός του πηγαίνουν κ’ ἔρχονται καταποδιαστοί,
δός του προξένια στέλλουνε,
ὁ καθεὶς ὅ,τ’ ἔχει.

Τὸ Καλοκαῖρ’ ἀπ’ ὅλους των πλέον ζωηρό,
εἶναι παιδί μ’ αἰσθήματα.
Γιὰ μόνη τὴν ἀγάπη του ὅλο τὸν καιρό,
γιὰ ’κείνης τὰ θελήματα
ὅλη ’μέρα τρέχει.

Συνάγει τὰ πετούμενα σ’ εὔθυμο χορὸ
τὰ κάλλη της νὰ ψάλλουνε·
κάθ’ ἄνθος φέρει εὔοσμο, ῥόδο δροσερό,
καὶ ὅλ’ αὐτὰ ποῦ θάλλουνε
γύρω της τὰ βάλλει.

Καὶ τὴν στολίζει πρόθυμο, πρόθυμο πολύ,
τὰ πιὸ ὡραῖα χρώματα·
καὶ χύνει μὲ τὸ χέρι του ’πάνω στὴν στολὴ
τὰ πιὸ καλὰ τ’ ἀρώματα
μὲ χαρὰ μεγάλη.

Τὸ βλέπ’ ἡ Γῆ καὶ πρόσωπο κάμνει χαρωπό,
—θαρρεῖς τὰ νοστιμεύεται!—
Καὶ λέγει ἐρωτόληπτη. “Ἔαρ, σ’ ἀγαπῶ!”.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν ’πανδρεύεται.
Διατί; Διότι!—

Τὸ Θέρος, τολμηρότερο, μ' ὥριμα μυαλά,
εἶν’ ἄνδρας κ’ ἐπιβάλλεται.
Κι’ ὡς ἔμβῃ τὸ κατώφλοιο της, καὶ τὸν διῇ καλά,
ἀμέσως μεταβάλλεται
ἡ κυρὰ ἡ πρώτη.

Τὰ ἄνθη της μεστόνουνε, γίνονται καρποί·
τὰ χόρτα στάχυα ’βγάζουνε.
Τὸ Θέρος παίρνει δρέπανο σὰν τὴν ἀστραπὴ
κι’ αὐτὰ ποῦ ὡριμάζουνε
τὰ καλοθερίζει

Τῆς φέρει στάρι ἄφθονο, σήκαλη πολλὴ
νὰ θρέψῃ τὰ παιδία της.

Καὶ ἄλλους χίλιους χρήσιμους σπόρους κουβαλεῖ
στὰ εὔκαιρα ταμεῖά της
καὶ τῆς τὰ γεμίζει.

Τὸ βλέπ’ ἡ Γῆ καὶ πρόσωπο κάμνει χαρωπό,
—θαρεῖς τὰ νοστιμεύεται!—
Καὶ λέγει λαχταρίζοντας. “Θέρος, σ’ ἀγαπῶ!”.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν ’πανδρεύεται.
Διατί; Διότι! —

Ὁ ἄρρωστος Φθινόπωρος, μ’ ὄψη φθισική,
δι’ ἕν της βλέμμ’ ἀγάλλεται.
Κι’ ὡς ἔμβῃ τὸ κατώφλοιο της, βλέπει σπλαχνικὴ
κι’ ἀμέσως μεταβάλλεται
ἡ κυρά ἡ πρώτη.

Ῥοδίζουνε στ’ ὡραῖόν της στῆθος, ποῦ σπαργᾷ,
ὀπωρικὰ καὶ κλήματα.
Κ’ ἐμβαίν’ ὁ Κὺρ Φθινόπωρος μέσα καὶ τρυγᾷ
σταφύλια μὲ φιλήματα,
στὸν ληνὸ τὰ βάλλει.

Πατεῖ κρασὶ καὶ πίνουνε, μοῦστο καὶ ῥοφοῦν,
μὲ ψαλμουδιαῖς καὶ θάμματα.
Κ’ ἐλπίζουν πῶς τὰ νιάτα τους ’πίσω θὰ στραφοῦν,
θὰ γείνουν στὰ γεράματα
κοπελούδια πάλι.

Τὸ βλέπ’ ἡ Γῆ καὶ πρόσωπο κάμνει χαρωπό,
—θαρρεῖς τὰ νοστιμεύεται!—
Καὶ κράζει. “Κὺρ Φθινόπωρε, ναίσκε, σ’ ἀγαπῶ!”
Ἀλλ’ ὅμως δὲν ’πανδρεύεται.
Διατί; —Διότι!—

Ὁ Κὺρ Χειμὸς ὁ τύραννος, μὲ λευκὰ μαλιά,
στὸν Ἔρωτά του σφάλλεται.
Κι’ ὡς ἔμβῃ τὸ κατώφλοιο της, καὶ τὸν διῇ σταλιά,
ἀμέσως μεταβάλλεται
ἡ κυρὰ ἡ πρώτη.

Κρυφὸς τῆς κόβγει τούρτουρας τὴν θερμὴ πνοή,
καὶ πήζεται τὸ αἷμά της.
Καὶ μένει μέσ’ σταῖς φλέβαις της ἄψυχ’ ἡ ζωή,
καὶ θλιβερὸ τὸ βλέμμα της
ἀπ’ ἀπελπισία.

Ὁ Κὺρ Χειμὸς στολίζεται καὶ φορεῖ λευκά,
χιονάτα σὰν τὰ γένια του.
Στέλλει κι’ αὐτῆς ὁλόλευκα, ῥοῦχα νυμφικά,
ν’ ἀλλάξ’ ἡ ζαχαρένια του
γιὰ τὴν ἐκκλησία.

Τὸ βλέπ’ ἡ Γῆ καὶ πρόσωπο κάμνει σκυθρωπό,
—θαρρεῖς δὲν νοστιμεύεται!—

Καὶ κλαίγει “Κὺρ Χειμώνιε, δὲν σὲ ἀγαπῶ!”
Καὶ δὲν τὸν ὑπανδρεύεται.
Διατί; Διότι!—

Τὸ Καλοκαῖρι τ’ ὄμορφο πάλιν θὰ φανῇ,
τ’ ἀγαπητὸ κοπέλι της.
καὶ στῶν πουλιῶν τὴν εὔθυμη καὶ γλυκειὰ φωνὴ
θὰ κινηθοῦν τὰ μέλη της,
νὰ γενῇ ἡ πρώτη.